«Αστυνομία; Σκότωσα το παιδί μου και αυτοκτονώ»: Το έγκλημα στα Λουτρά Ωραίας Ελένης που συντάραξε την Ελλάδα και οι 6 επιστολές
Τα περιπολικά έτρεχαν μανιασμένα μέσα στο μεσημέρι της 23ης Ιουλίου το 1991. Έφτασαν έξω από το σπίτι που είχαν λάβει το τηλεφώνημα και άνοιξαν οι αστυνομικοί την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικιαστικό: Σε δύο κρεβάτια, στο ίδιο δωμάτιο, βρίσκονταν αιμόφυρτα δύο πτώματα. Η 4χρονη Αναστασία και ο 48χρονος πατέρας της Νικόλααος Ποτ.. Αυτός που λίγη ώρα νωρίτερα είχε πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και είχε πει «σκότωσα το παιδί μου και αυτοκτονώ και εγώ, είμαι στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης».
Δίπλα στον 48χρονο επιχειρηματία βρήκαν την καραμπίνα με την οποία έκανε το φονικό και αυτοκτόνησε, ενώ πιο κει περισυνέλεξαν έξι επιστολές με παραλήπτες τη γυναίκα του Αικατερίνη, τον πεθερό του, τον γαμπρό του, έναν γνωστό του στο Λονδίνο, την Υβόννη Μ. και την Αστυνομική Διεύθυνση Κορινθίας.
Όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, αλλά και την Αστυνομία που ανέλυσε τις επιστολές, αυτό που όπλισε το χέρι του δράστη ήταν οι προστριβές που είχε με τη σύζυγό του, με την οποία βρίσκονταν σε διάσταση.
Η επιστολή στην αστυνομία
Η επιστολή προς την αστυνομική διεύθυνση Κορινθίας ανέγραφε: «Εάν η συμπεριφορά της ήταν ανθρωπιστική το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Αλλά οι προσβολές, η σκληράδα της και η απανθρωπιά της, με οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Παρόλο που προσπάθησα επί δίμηνο να
αποκαταστήσω τις σχέσεις μας, αυτή με την αδιάλλακτη στάση της μ’ έφερε στην απόφαση να πιστέψω, ότι δεν αξίζει να λέγεται άνθρωπος και πολύ περισσότερο μητέρα του παιδιού που λατρεύω.
Λυπάμαι για τον κόπο και την ταλαιπωρία που σας έβαλα. Θέλω να ξέρετε ότι κανείς άλλος δεν είναι υπεύθυνος και παίρνω όλη την ευθύνη επάνω μου.
Υ.Γ. Ξέχασα να σας πω το κυριότερο. Ότι ενώ διαμένουμε στο Λονδίνο με τη συγκατάθεσή της, ήλθα με το παιδί στην Κεφαλονιά για μπάνιο μιας και αυτή ειργάζετο και δεν είχε άδεια. Κατά την παραμονή μου εδώ παρατηρήθηκε, ότι, απ’ότι έμαθα, έφτασε στην Αθήνα στις 18/7/91, για να εγκατασταθεί μονίμως με την κόρη μου. Σημειώνουμε ότι όλα αυτά εν αγνοία μου.
Λυπάμαι για την πράξη μου, αλλά δεν την θεωρώ κατάλληλη για μητέρα του παιδιού μου και δεν δέχομαι τα χιλιάδες παιγνίδια και σκευωρίες πίσω από την πλάτη μου και μεταξύ των γονέων της και αυτής. Εάν, όμως, υπάρχει Δικαιοσύνη, θα ήθελα οι άνθρωποι που με έφτασαν σ’ αυτή την πράξη να τιμωρηθούν».
Οι υπόλοιπες επιστολές δεν δημοσιοποιήθηκαν καθώς δεν δόθηκε η σχετική άδεια από τους παραλήπτες.
Την επόμενη μέρα, στις 5:15 το μεσημέρι, στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, γράφτηκε η τελευταία πράξη της τραγικής ιστορίας, με τους σπαρακτικούυς λυγμούς της μάνας να σχίζουν την ατμόσφαιρα: «Δεν μπορώ να το αντέξω. Τι έκανε ο κακούργος, ο δολοφόνος στο παιδάκι μου» φώναζε η μάνα μισολιπόθυμη.
Στο λευκό φέρετρο, η 4χρονη Αναστασία πήρε μαζί της τις αγαπημένες της σοκολάτες και τα παιχνίδια της.