Το έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο: Οι «σατανικοί εραστές» πέταξαν την ανεπιθύμητη σύζυγο σε χαράδρα του Ολύμπου
- Την έσπρωξαν στο γκρεμό και μετά δήλωσαν την εξαφάνιση της
- Οι αλληλοκατηγορίες και η καταγγελία για αρχαιοκαπηλία
- Οι τρεις αθωωτικές αποφάσεις
Σαν σήμερα το 1989 διαπράχθηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η Ευθυμία Σερδάρη-Παλιμάρκου, μητέρα δύο παιδιών έπεσε θύμα του συζύγου της και της ερωμένης τους. Ο τύπος της εποχής του χαρακτήρισε «σατανικούς εραστές».
Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», από τον Μάρτιο του 1989, ο Δημήτρης Παλιμάρκος με την ερωμένη του σχεδίαζαν πως θα ξεφορτωθούν την ανεπιθύμητη σύζυγό του. Στις 30 Ιουλίου του 1989 έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Διάλεξαν ένα μέρος για την τέλεση του εγκλήματος, στο οποίο συναντιόντουσαν κρυφά. Ήθελαν να οδηγήσουν το θύμα σε γκρεμό για να εξαφανίσουν το πτώμα.
Ο Παλιμάρκος δραστηριοποιούταν στις αγοραπωλησίες εικόνων. Έτσι έπεισε τηλεφωνικά τη σύζυγο του να μεταβεί στο χωριό Αγκαθιά της Ημαθίας για μια υπόθεση αγοραπωλησίας βυζαντινών εικόνων από έναν ιερέα της περιοχής. Της εξήγησε ότι μαζί της θα ερχόταν και μια ακόμα γυναίκα που θα την βοηθούσε στην διαπραγμάτευση. Το ραντεβού κλείστηκε και ξεκίνησαν για το σημείο. Στον δρόμο τους συνάντησε και ο Παλιμάρκος. Με πρόσχημα ένα χρυσό αγαλματίδιο που είχε κρύψει στη χαράδρα του Ενιπέα στον Όλυμπο, οδήγησε τη γυναίκα του εκεί όπου θα γραφόταν το τέλος της.
Την έσπρωξαν στο γκρεμό και μετά δήλωσαν την εξαφάνιση της
Οι δύο εραστές αφαίρεσαν τη βέρα του θύματος, προκειμένου να εξαφανίσουν καθετί που θα μαρτυρούσε την ταυτότητά της, σε περίπτωση που κάποιος εντόπιζε το πτώμα της. Στη συνέχεια έριξαν την άτυχη σύζυγο από το υψόμετρο των 1.300 μέτρων και αμέσως επέστρεψαν σπίτια τους. Θεωρούσαν ότι είχαν διαπράξει το «τέλειο έγκλημα». Λίγα μέτρα πριν από το γκρεμό, υπήρχε ένα παγκάκι που συχνά καθόταν το παράνομο ζευγάρι. Εκεί χάραξαν τα ονόματα τους.
Αμέσως μετά την δολοφονία ο Παλιμάρκος πήγε στο σπίτι της πεθεράς του και της παρέδωσε τη βέρα της συζύγου του. Φώναζε ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε με ένα φίλο της και φεύγοντας του άφησε το δαχτυλίδι της. Μάλιστα λίγο αργότερα, κατευθύνθηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και δήλωσε την εξαφάνιση της. Όλα κυλούσαν όπως τα είχε σχεδιάσει, αλλά 12 μέρες μετά τη δολοφονία, το πτώμα της συζύγου του εντοπίστηκε από ορειβάτες. Το πτώμα της ήταν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Το παράνομο ζευγάρι συνελήφθη και μετά την ανάκριση κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Οι αλληλοκατηγορίες και η καταγγελία για αρχαιοκαπηλία
Αρχικά και οι δύο αρνήθηκαν ότι έριξαν την Παλιμάρκου στον γκρεμό. Μάλιστα, φόρτωναν τη δολοφονία ο ένας στον άλλον. Ο σύζυγος στις ανακρίσεις ισχυρίστηκε ότι είχε άλλοθι, λέγοντας ότι την ώρα του εγκλήματος τον είδαν μάρτυρες σε διάφορα σημεία της Βέροιας. Στην αναπαράσταση του εγκλήματος ο Παλιμάρκος εμφανίστηκε ψύχραιμος και ανέκφραστος, ενώ το ρεπορτάζ του Τύπου της εποχής περιέγραφε ότι οι κινήσεις του στο χώρο, έμοιαζαν σαν να βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά.
Ωστόσο, η ερωμένη του δεν άντεξε την πίεση της αστυνομίας. Ομολόγησε ότι πήγε μαζί του στον Όλυμπο, αλλά είπε ότι μόνος του έριξε την σύζυγό του στο γκρεμό. Υποστήριξε ότι αυτή παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση από το σημείο, χωρίς να βλέπει τίποτα. Κατήγγειλε μάλιστα ότι ένας φίλος του ζευγαριού γνώριζε το έγκλημα και μέχρι ένα σημείο συμμετείχε και αυτός, καθώς τους ακολούθησε με το αυτοκίνητο του μέχρι τον Όλυμπο.
Οι δύο «σατανικοί εραστές» οδηγήθηκαν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο το 1991. Ο Παλιμάρκος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ η ερωμένη του αθωώθηκε παμψηφεί. Ενώ αρχικά τα κίνητρα της δολοφονίας θεωρήθηκαν ερωτικά, η κατηγορούμενη υποστήριξε ότι ο Παλιμάρκος έσπρωξε τη σύζυγο του στο γκρεμό για να μην αποκαλύψει τις παράνομες δραστηριότητες του σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, υπήρξαν μαρτυρίες ότι οι δυο εραστές ήταν μέλη σπείρας αρχαιοκάπηλων που έκαναν παράνομες ανασκαφές και αγοροπωλησίες πολύτιμων εικόνων στη Βόρεια Ελλάδα.
Οι τρεις αθωωτικές αποφάσεις
Κι αν για τον Παλιμάρκο η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ξεκάθαρη, η ερωμένη του ταλαιπωρήθηκε για χρόνια με αυτή την υπόθεση. Αμέσως μετά την αθώωσή της έφυγε στη Γερμανία. Εκεί εργάστηκε καθαρίστρια σε υποκατάστημα τράπεζας, παντρεύτηκε και έγινε μητέρα. Ωστόσο λίγες ημέρες μετά την δικαστική απόφαση ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έτσι κλήθηκε να δικαστεί ξανά το 1993 ως συνεργός στο φόνο. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 1993. Αθωώθηκε για δεύτερη φορά με οριακή διαφορά 4-3 λόγω αμφιβολιών. Ούτε αυτή τη φορά όμως η δικαστική διαμάχη έληξε οριστικά. Εκλήθη σε νέα δίκη για τρίτη φορά.
«Από το 1989 η ζωή μου έγινε μαρτύριο και περνάω από την κόλαση στον παράδεισο. Κατηγορήθηκα για ένα φόνο που δεν έκανα ποτέ, κλείστηκα στις φυλακές 18 ολόκληρους μήνες, αθωώθηκα δύο φορές από τα δικαστήρια, αλλά όπως έμαθα θέλουν και πάλι να με δικάσουν για τρίτη φορά», είχε πει η ίδια. Η Εισαγγελία Εφετών άσκησε έφεση κατά της απόφασης και έτσι η γυναίκα δικάστηκε τον Ιανουάριο του 1996. Το τρίτο δικαστήριο δεν διαφοροποιήθηκε από τα προηγούμενα, καθώς η κατηγορούμενη αθωώθηκε για μία ακόμη φορά που ήταν και η τελευταία.
Λίγα μέτρα πριν από το χείλος του γκρεμού, στη χαράδρα του Ενιπέα στον Όλυμπο υπάρχει ένα μαρμάρινο εικονοστάσι. Σκαλισμένο πάνω του, το όνομα της Ευθυμίας Σερδάρη...