Έπνιξε και έσφαξε την κουνιάδα του στην Ολυμπία, γιατί θα έγραφε τα πλούτη της στους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Ένα ασύλληπτο και ιδιαίτερης αγριότητας φονικό έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1980 στην Ολυμπία της Πελοποννήσου, με τον 50χρονο αγρότη Γ.Κ. να σκοτώνει την κουνιάδα του (αδερφή της γυναίκας του), πνίγοντάς την αρχικά με τα χέρια του και μετά κόβοντας την καρωτίδα της, γιατί θα έγραφε την περιουσία της στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Η Β.Α.- όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου- καταγόταν και αυτή από την Ολυμπία, αλλά έμενε μόνιμα στην Αθήνα. Δεν είχε παντρευτεί, ήταν 60 ετών και καλοστεκούμενη, έχοντας όμως τρομερά μεγάλη περιουσία για την εποχή. Διέθετε 30 εκατομμύρια δραχμές, κτήματα στο χωριό, ένα διώροφο σπίτι στην Αθήνα, επίσης κι ένα μεγάλο οικόπεδο στην πρωτεύουσα.
Είχε προσηλυτιστεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και καθώς δεν είχε παιδιά, είχε αποφασίσει να τους αφήσει την περιουσία της, κάτι όμως που έμαθε ο κουνιάδος της…
Όταν η Β.Α. πήγε στο χωριό για διακοπές, ο Γ.Κ. την παρότρυνε να πάνε να της δείξει στα κτήματα κάποια πράγματα που έπρεπε να έχει υπ όψιν της. Όπως - πολύ μετά το έγκλημα- είπε ο ίδιος στους αστυνομικούς, λογομάχησαν και η κουνιάδα του τον πρόσβαλε και αμφισβήτησε την πατρότητα των παιδιών του: «Θόλωσε το μυαλό μου. Την έριξα κάτω και τη στραγγάλισα με τα χέρια μου», ομολόγησε στην προανάκριση.
Η Β.Α. όμως δεν είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, οπότε ο Γ.Κ. πήγε στην αποθήκη και πήρε τον κόφτη για τους βάτους, με τον οποίο της τράβηξε τρεις μαχαιριές στο λαιμό, κόβοντάς της, την καρωτίδα. Στη συνέχεια την έθαψε στο διπλανό χαντάκι.
Φυσικά δεν ομολόγησε το έγκλημά του, αλλά άφησε να πιστεύουν πως ήταν αγνοούμενη. Η ξαδέρφη της, τη δήλωσε στην αστυνομία ενώ πήγε στην εισαγγελία Ηλείας, καταθέτωντας ότι θα μπορούσε να έχει πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας. Τότε η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες, που τράβηξαν κοντά στους 7 μήνες.
Κατάφεραν και έφτασαν στον κουνιάδο της, τον Γ.Κ. τον οποίο προσήγαγαν μαζί με τη σύζυγό του, την αδελφή του θύματος. Τότε ο δράστης υπέπεσε σε αντιφάσεις. Η γυναίκα του- για παράδειγμα- είχε δηλώσει πως τη μέρα της εξαφάνισης είχε πάει στο διπλανό χωριό για να επισκεφτεί την κόρη της, όταν ο δράστης είχε καταθέσει πως ήταν στο σπίτι.
Ο 50χρονος «έπαιζε» τον αθώο και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα κυνικός. Είχε συνοδέψει τους αστυνομικούς ακόμα και στο σπίτι του θύματος στον Πύργο. Όταν όμως οι αστυνομικοί τον στρίμωξαν και τον πίεσαν με απανωτές ερωτήσεις, τότε ομολόγησε το στυγερό έγκλημα.
Οδήγησε τους αστυνομικούς στον τόπο εγκλήματος, όπου είχαν συγκεντρωθεί και πάνω από χίλιοι κάτοικοι του χωριού και με απάθεια εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια το στραγγαλισμό και τη σφαγή της κουνιάδας του…«Αφήστε μας ρε παιδιά να κάνουμε τη δουλειά μας», δεν δίστασε ακόμα να φωνάξει στους παρευρισκόμενους, την ώρα που ξέθαβε το πτώμα με τα ίδια του τα χέρια.
Οι έρευνες οδήγησαν στο συμπέρασμα, πως ο δράστης βιαζόταν να ξεφορτωθεί την Β.Α, επειδή ετοιμαζόταν να κάνει τη διαθήκη της, αφήνωντας όλη την περιουσία της στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και όχι σε εκείνον και την οικογένεια του! Οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πύργου, ο οποίος χαρακτήρισε το έγκλημα «ιδιαιτέρως ειδεχθές» και «προμελετημένο». Καταδικάστηκε με ισόβια κάθειρξη.