Στο θρυλικό ναυάγιο της Ζακύνθου είχε εμπλοκή η ιταλική μαφία: Το συνθηματικό «Πέπε-Πέπε»
- Τυνησία αντί Πειραιά λόγω ιταλικής μαφίας
- Η κατάθεση του καπετάνιου
- “Βάζεις σε κίνδυνο το σπίτι σου”
- “Είχα υποψίες ότι το πλοίο θα αιχμαλωτίζονταν”
- Κράτησαν αιχμαλώτους, τους δύο Ιταλούς
- Το συνθηματικό “Πέπε-Πέπε”
- “Ο πλοίαρχος κατέβασε τη βάρκα και έφυγε”
- Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο
- Οι άνεμοι το έστρεψαν στα βράχια
- Οι κάτοικοι πήγαν να αρπάξουν ότι μπορούσαν
Βράδυ 1ης Οκτωβρίου το 1980 και το πλοίο «Παναγιώτης» βρισκόταν ανοιχτά της Ζακύνθου. Οι ισχυροί βορειοδυτικοί άνεμοι χτυπούσαν ανελέητα το motorship, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρή μηχανική βλάβη. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα κοιμούνταν, ενώ κάποια στιγμή ακούστηκε εκκωφαντικός θόρυβος από το μηχανοστάσιο. Ήταν από τη μηχανή!
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το περίφημο “ναυάγιο” της Ζακύνθου, το οποίο προσέλκυε, προ κατολισθήσεων του 2019, 4.000 επισκέπτες την ημέρα.
Σκουριασμένο και μισοβουλιαγμένο στην άμμο στον όρμο Σπιριλί της Ζακύνθου, αποτελεί πόλο έλξης και μία τρομερή αντίθεση στα καταγάλανα νερά του Ιονίου, ωστόσο πίσω από την “ρομαντική” ιστορία που θέλουν πολλοί να πιστεύουν, ιδίως οι τουρίστες, από πίσω κρύβεται μία άλλη, η πραγματική, παράνομη και λαθρεμπορική. Γιατί το “Παναγιώτης”, το οποίο έφερε ελληνική σημαία, ήταν ένα λαθρεμπορικό τσιγαράδικο, το οποίο στις έρευνές του ενέπλεξε Ελλάδα, Ιταλία, Τυνησία και Μάλτα.
Τυνησία αντί Πειραιά λόγω ιταλικής μαφίας
Όλα ξεκίνησαν, την 12η Σεπτεμβρίου το ΄80, στις 20:00 όταν το “Παναγιώτης” απέπλεε από το λιμάνι του Αργοστολίου, της Κεφαλονιάς. Μία ώρα μετά όμως, ο πλοίαρχος ανακοίνωσε πως το καράβι θα πήγαινε στην Τυνησία αντί για τον Πειραιά, καθώς είχε κλείσει μία συμφωνία με την ιταλική μαφία για να παραλάβει μια μεγάλη ποσότητα λαθραίων τσιγάρων στα ανοιχτά. Μετέπειτα θα την ξεφόρτωναν σε σκάφη της ιταλικής μαφίας ανοιχτά της Νάπολης.
Η κατάθεση του καπετάνιου
Ο καπετάνιος Κυριάκος Βαρβατάκος είχε πει στην κατάθεσή του… «Επικοινώνησα τηλεφωνικώς με τον πλοιοκτήτη μου και μου έδωσε εντολή να μιλήσω στη συχνότητα 2182 και να ζητήσω το πλοίο SanGeorgio σημαίας Ισπανίας και να συνεννοηθώ μαζί του για να φορτώσω τσιγάρα. Πράγματι, αν θυμούμαι καλά, την 25η Σεπτεμβρίου 1980 συνάντησα το πλοίο SanGeorgio και φόρτωσα 1.895 κούτες τσιγάρα ξένης προέλευσης».
“Βάζεις σε κίνδυνο το σπίτι σου”
Ύστερα όμως από τις έρευνες, απεδείχθη, πως ο πλοίαρχος και ο πλοιοκτήτης αποφάσισαν αντί για τη Νάπολη, να γυρίσουν το πλοίο στην Ελλάδα για να πουλήσουν εκείνοι το παράνομο εμπόρευμα.
«Τη στιγμή που πήρα κατεύθυνση για Ελλάδα ανέβηκε ο Ιταλός Ρομπέρτο Πίρα στη γέφυρα (μέλος της ιταλικής μαφίας), όπου και με απείλησε να γυρίσει το καράβι πίσω γιατί έβλεπε ότι πήρα πορεία για Ελλάδα. Με ρώτησε γιατί πάω Ελλάδα και του απάντησα ότι πήρα τέτοια εντολή από τον πλοιοκτήτη Κοτσωρό γιατί δεν πληρώσατε τον ναύλο. Τότε μου είπε: “Βάζεις σε κίνδυνο το σπίτι σου”».
“Είχα υποψίες ότι το πλοίο θα αιχμαλωτίζονταν”
Στις λιμενικές ανακριτικές αρχές ο πλοιοκτήτης Χαράμπος Κοτσωρός είχε πει για την αλλαγή του δρομολογίου: «Έδωσα εντολή στον πλοίαρχο πριν ξεκινήσει το πλοίο από την Κεφαλονιά ενώπιον του Ιταλού Ρομπέρτο Πίρα, μετά τη φόρτωση του πλοίου, να έρθει σε τηλεφωνική επαφή μαζί μου για να παραλάβω τα χρήματα του ναύλου όπως ήταν και η συμφωνία μας με τον Ρομπέρτο Πίρα. Διευκρίνισα δε να μην παραλείψει να με πάρει τηλέφωνο διότι εάν έκανε το λάθος αυτό και πήγαινε προς Νάπολη, θα έχανα τον ναύλο και ίσως και το πλοίο διότι είχα υποψίες ότι θα αιχμαλωτίζονταν. Είχα υποψίες επίσης ότι πίσω από τον Ρομπέρτο Πίρα ήταν ο Αλφόνσο Μαντζαρέλ, ο αρχιλαθρέμπορος, ο οποίος κατά το παρελθόν μού είχε καταχραστεί ναύλους».
Κράτησαν αιχμαλώτους, τους δύο Ιταλούς
Όταν το “Παναγιώτης” έβαλε πλώρη για Ελλάδα, υπό την απειλή όπλου, κράτησαν αιχμαλώτους σε μια καμπίνα τους δύο Ιταλούς, μέλη της ιταλικής μαφίας: «Μία ώρα περίπου μετά την αναχώρηση του πλοίου από τον τόπο της φορτώσεως είδα στη γέφυρα του πλοίου συγκεντρωμένους τον πλοίαρχο Βαρβατάκο, τον Πέτρο, τον Θανάση και τον Κύπριο και ο πλοίαρχος μου είπε ότι θέλει να μου μιλήσει και πήγαμε στο σαλονάκι του πλοίου οι δυο μας ακολουθούμενοι από τον Πέτρο Καββαδά που περίμενε στην πόρτα του σαλονιού. Εκεί ο πλοίαρχος μου είπε ότι από εκείνη τη στιγμή εκείνος είναι ο κύριος του φορτίου διότι είναι μεγάλος πειρατής και θα δώσει ένα μάθημα στους Ιταλούς. Διαμαρτυρήθηκα εντόνως και του είπα ότι αυτό που κάνει είναι έγκλημα και δεν θα μπορέσει ούτε το φορτίο να πουλήσει και θα πάει στη φυλακή. Στο σημείο αυτό ο πλοίαρχος έβγαλε ένα γεμάτο ιταλικό πιστόλι μάρκας Beretta και μου είπε ότι η ζωή μου εξαρτάται από αυτόν και αν κάνω την παραμικρή κίνηση υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή μου. Προσπάθησα να τον πείσω ότι η ενέργειά του αυτή είναι μεγάλο λάθος.
Ο πλοίαρχος εκνευρίστηκε και υπό την απειλή περιστρόφου με οδήγησε σε μια καμπίνα στην πρύμνη όπου με κλείδωσε. Ακουσα δε να φωνάζει να μου φέρουν και τον συμπατριώτη μου Αντζελο, ο οποίος είχε πάει για ύπνο. Μας κλείδωσαν μέσα, ο δε Καββαδάς κάρφωσε με ξύλα την πόρτα», κατέθεσε ο Ρομπέρτο Πίρα.
Το συνθηματικό “Πέπε-Πέπε”
Το πλοίο βέβαια αντιμετώπιζε μηχανικά προβλήματα από την αρχή ενώ ταξίδευε και σε δυσχερείς καιρικές συνθήκες. Έφτασε στον κόλπο Κατελειού Κεφαλονιάς και αφού αποκατέστησαν τη βλάβη προσωρινά, έφυγαν για τα “ανοικτά” ώστε να παραδώσουν το φορτίο αξίας 200.000 δολαρίων. Πολύ σημαντικό ποσό για τότε.
Ο Πλοίαρχος από τον ασύρματο είπε το συνθηματικό “Πέπε-Πέπε” ώστε να συνεννοηθεί με τους λαθρέμπορους που θα παραλάμβαναν το παράνομο φορτίο, ωστόσο στην πορεία για να βρουν το άλλο πλοίο, η μηχανή “πρόδωσε” ξανά το “Παναγιώτης”.
Συν τοις άλλοις, ξέμενε και από καύσιμα, καθώς ο πλοιοκτήτης είχε ξεχάσει να στείλει καύσιμα γιατί έπαιζε… μπαρμπούτι.
“Ο πλοίαρχος κατέβασε τη βάρκα και έφυγε”
Στην κατάθεσή του ο μάγειρας Ευάγγελος Γεωργαλλής ανέφερε: «Με χαλασμένη τη μηχανή, νυχτερινές ώρες φθάσαμε έξω της νήσου Βαρβιανής Κεφαλονιάς όπου αγκυροβολήσαμε. Εκεί ο πλοίαρχος κατέβασε τη βάρκα του πλοίου και έφυγε. Εγώ πήγα για ύπνο. Μετά από αρκετή ώρα με ξύπνησαν να βγάλω τρόφιμα και νερό από ένα καΐκι που είχε έρθει δίπλα μας και που μαζί με αυτό είχε επιστρέψει και ο πλοίαρχος με τη βάρκα του πλοίου. Βγήκε όλο το πλήρωμα και ανεβάσαμε τα εφόδια στο καράβι. Στη συνέχεια διατάχθηκα εγώ και το πλήρωμα να κατέβουμε στο αμπάρι και να ανεβάσουμε πέντε ή έξι, δεν θυμάμαι, χαρτοκιβώτια τσιγάρα ξένης προέλευσης. Κατέβηκα μαζί με τον Γαρμπή στο αμπάρι και ανεβάσαμε τα τσιγάρα, τα οποία φόρτωσαν στο καΐκι και έφυγαν. Στο καΐκι μαζί με τον πλοίαρχο ήταν και δύο άτομα τους οποίους δεν γνωρίζω. Μετά αποπλεύσαμε για ανοικτό πέλαγος».
Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο
Φεύγοντας για τα ανοικτά οι ισχυροί άνεμοι ταλαιπώρησαν το πλοίο ενώ ακούστηκε ένας θόρυβος από τη μηχανή, η οποία σταμάτησε και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Στην κατάθεσή του ο 19 ετών, Γιώργος Ραφτάκης ανέφερε: «Είχαμε μείνει ακυβέρνητοι από το μεσημέρι της 1ης Οκτωβρίου 1980 μεταξύ Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και ο καιρός σιγά-σιγά μάς ξέσυρε στα βράχια. Η ακυβερνησία μας οφείλεται σε μηχανική βλάβη. Ο Πήλος Γεράσιμος είπε ότι η βλάβη της μηχανής δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί όπως πρέπει για να είναι εντάξει στο ταξίδι και είπε στον πλοίαρχο να προσπαθήσουμε όπως μπορούμε με χαλασμένη μηχανή να προσορμίσουμε. Ο πλοίαρχος του είπε ότι δεν θα πάμε να φουντάρουμε, αλλά θα περιμένουμε».
Οι άνεμοι το έστρεψαν στα βράχια
Οι άνεμοι έστρεψαν το καράβι στα βράχια του όρμου της Ζακύνθου. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να εκπέμψει SOS αλλά οι μπαταρίες του ασυρμάτου δεν είχαν ισχύ και έτσι έριξε στον αέρα και μια ναυτική φωτοβολίδα, αλλά δεν έγινε αντιληπτή.
Μετά από απανωτά κτυπήματα στα βράχια στα ξημερώματα της 2ας Οκτωβρίου, το “Παναγιώτης” προσάραξε. Ελευθέρωσαν τους Ιταλούς κρατούμενους και έριξαν βάρκα με τους 9 επιβαίνοντες να πατάνε στεριά.
Οι κάτοικοι πήγαν να αρπάξουν ότι μπορούσαν
Μόλις ξημέρωσε ο καπετάνιος έδωσε εντολή να βγάλουν στην ακτή τα 280 κιβώτια με τα λαθραία τσιγάρα. Το νερό βέβαια είχε καταστρέψει πολλά κιβώτια, άλλα είχαν τραβηχτεί από τα ρεύματα στα ανοικτά, ενώ (για όποιον έχει επισκεφτεί το μέρος το ξέρει) η πρόσβαση από την παραλία στον δρόμο ήταν αδύνατη.
Κάνοντας κουπί, έφτασαν σε άλλον όρμο και από κει στο χωριό Βολίμες. Πήγαν στο Λιμεναρχείο για να ενημερώσουν για το ναυάγιο, ενώ οι κάτοικοι όταν το έμαθαν έσπευσαν για να αρπάξουν ότι μπορούσαν.
Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι λαθρέμποροι. Ακολούθησε λεηλασία του πλοίου, μέχρι που έμεινε ένα κουφάρι το οποίο κατατρώνε η αλμύρα, η βροχή και ο αέρας.