Η φάρσα στο σινεμά «Πανόραμα» που οδήγησε σε τραγωδία όπως στη «Θύρα 7»: Φώναξε «φωτιά-φωτιά» και ποδοπατήθηκαν
19 Οκτωβρίου του 1924 και ο κινηματογράφος «Πανόραμα» στη διασταύρωση Χαλκοκονδύλη και 3ης Σεπτεμβρίου, γίνεται σημείο ανείπωτης τραγωδίας, καθώς ύστερα από μια τύπου φάρσα, 26 παιδιά σκοτώθηκαν και 18 τραυματίστηκαν, καθώς ποδοπατήθηκαν και πέθαναν από ασφυξία στην προσπάθειά τους να βγουν στην έξοδο για να σωθούν.
Το σινεμά ήταν κατάμεστο από 550 ανθρώπους- οι περισσότεροι 14-18 ετών - για να παρακολουθήσουν την τελευταία σκηνή από τη «Σκυλίσια Ζωή» του Τσάρλι Τσάπλιν. Όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, έξω από την αίθουσα, πλήθος κόσμου περίμενε τη σειρά του για την επόμενη ταινία.
Εντός του κινηματογράφου, στον οποίο ακόμα και ο εξώστης ήταν κατάμεστος από κόσμο, κάποιος από τις πρώτες σειρές φώναξε «φωτιά, φωτιά». Αυτό ήταν… Η λέξη «φωτιά» «ταξίδεψε» από χείλη σε χείλη, με αποτέλεσμα ο κόσμος να τρομοκρατηθεί και να κυριαρχήσει ο πανικός και ο φόβος. Άπαντες έτρεξαν προς την κεντρική έξοδο για να βγουν έξω και να γλιτώσουν, ενώ από τον εξώστη πηδούσαν κάτω για να προλάβουν να βγουν έξω, στην προσπάθειά τους να μην καούν.
Φτάνοντας μάλιστα κανείς στο τελευταίο σκαλί της σκάλας, έβλεπε με απόγνωση άψυχα παιδικά σώματα που είχαν φράξει το σημείο. Είχαν στριμωχτεί σε κατάσταση ασφυξίας, ενώ πολλοί είχαν χτυπήσει και είχαν ποδοπατηθεί. Δεκάδες παιδιά κείτονταν στο πάτωμα, άλλα φώναζαν για βοήθεια και έβγαζαν κραυγές απόγνωσης.
Κάποιοι κατάφεραν να πάρουν λιπόθυμα παιδιά στον ώμο και να τα πετάξουν έξω από την αίθουσα, προκειμένου να γλιτώσουν τον θάνατο. Δεν τα κατάφεραν όμως: Είκοσι έξι παιδιά σκοτώθηκαν και δεκαοκτώ τραυματίστηκαν.
Οι χωροφύλακες που βρίσκονταν έξω από τον κινηματογράφο, καθώς περίμενε κόσμος για να μπει για την επόμενη προβολή, κάλεσαν ενισχύσεις από την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Η μαρτυρία ενός από τους πρώτους χωροφύλακες που κατέφτασαν στο κινηματοθέατρο είναι αποκαλυπτική: «Ευρέθηκα εμπρός εις ένα τρομερό θέαμα. Όλοι οι άνθρωποι στοιβαγμένοι εμπρός εις την πόρτα, κανείς τους δεν έβγαινε. Μέσα, οι φωνές και οι θρήνοι εγέμιζαν τον αέρα».
Ο ίδιος μαζί με έναν συνάδελφό του, αφού κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να εισέλθουν από την κεντρική είσοδο, μπήκαν στην μοιραία αίθουσα από το διπλανό καφενείο: «Όταν εμπήκαμε μέσα ευρήκαμε άλλο τρομερό θέαμα. Ολόκληρος ο κόσμος στοιβαγμένος. Επάνω στα σκαλοπάτια ήσαν ένα σωρό παιδάκια, καμιά σαρανταριά ξαπλωμένα το ένα επάνω στο άλλο και καταματωμένα, γιατί τα είχαν πατήση οι άλλοι που επέρεσαν από πάνω των. Ένα μόνον κοριτσάκι ήταν νεκρό, κάτω στο πάτωμα. Όλα τα άλλα πτώματα ήσαν επάνω στα σκαλοπάτια. Αρχίσαμε τότε να σηκώνουμε ένα-ένα τα παιδάκια, άλλα ζωντανά ακόμη και άλλα νεκρά με σπασμένα πλευρά, ανοιγμένες μύτες. Του ενός του είχε σπάσει το κρανίο».
Η πυροσβεστική που έφτασε και έλεγξε τον χώρο μετά, δεν βρήκε εστία φωτιάς, ενώ ο χωροφύλακας και ένας υπάλληλος του κινηματοθεάτρου θεώρησαν ότι ο πανικός προκλήθηκε από τσιγάρο στο πάτωμα, κατά τη διάρκεια της ταινίας. Θεωρήθηκε πως από αυτό άρπαξε φωτιά ένα κουρέλι, το οποίο όμως έσβησε αμέσως.
Από την άλλη πλευρά, ο ιδιοκτήτης διέψευσε αυτή την εκδοχή, λέγοντας ότι «ενδεχόμενον να προήρχετο και από αντιζηλίαν ή κακεντρέχειαν, διότι ο κινηματογράφος μου ειργάζειτο καλά», ενώ επισήμανε ότι ίσως ήταν και «σχέδιο λωποδυτών» που θα επωφελούνταν από τον πανικό.
Γονείς, αδέρφια, συγγενείς και φίλοι έτρεξαν προς τον κινηματογράφο «Πανόραμα» και άλλοι κατευθύνθηκαν στα γειτονικά νοσοκομεία. Έξω από το Δημοτικό Νοσοκομείο και την Πολυκλινική το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Απεγνωσμένες μητέρες ρωτούσαν αν το παιδί τους ήταν ανάμεσα στα θύματα. Σε ένα δωμάτιο πίσω από το δημοτικό νοσοκομείο ήταν εκτεθειμένα τα 21 νεκρά ανήλικα παιδιά. Στην οδό Μασσαλίας που ήταν το νεκροτομείο, είχε σχηματιστεί ουρά συγγενών, που περίμεναν εναγωνίως την μακάβρια διαδικασία της αναγνώρισης.
Ο Τύπος της εποχής έγραφε: «Μικρά σωματάκια τοποθετημένα κατά σειράν επάνω εις υγρές πλάκες ή εις φορεία. Όλα μικράκια οκτώ, δέκα, δώδεκα ετών. Επέρασαν απ’ επάνω των άγρια και ασυγκίνητα τα κοπάδια του τυφλωμένου από τον τρόμον και πανικόβλητου πλήθους. Και τα βαρειά σώματα συνέθλιψαν τα τρυφερά κορμάκια, δια να τα μετατρέψουν εις ένα απαίσιον πολτόν οστών και αίματος. Ο τρόμος των παιδιών παρέμεινε χαραγμένος στα άψυχα πρόσωπά τους».
Τις επόμενες μέρες της πολύνεκρης τραγωδίας, βρέθηκε στο στόχαστρο ο αρμόδιος Υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Κονδύλης, τον οποίο ο αντιπολιτευόμενος Τύπος αποκαλούσε “Νέρωνα” και ο διευθυντής της Αστυνομίας. Ο τελευταίος έλαβε δυσμενή μετάθεση εκτός Αθηνών, καθώς κατά την αρχική εξέταση των αιτιών της τραγωδίας “δεν δικαιολόγησε επαρκώς τη μη εφαρμογή των ήδη υπαρχουσών διατάξεων περί δημοσίων θεαμάτων“.
Την ίδια στιγμή που όλοι κατηγορούσαν τις ελλιπείς προληπτικές μεθόδους του κινηματογράφου, η αστυνομική έρευνα έκρινε ως επαρκείς τις υπάρχουσες εξόδους κινδύνου του χώρου. Η επίσημη ανακοίνωση των αστυνομικών αρχών κόντεψε να επιπλήξει τους θεατές που δεν τήρησαν την ψυχραιμία τους λέγοντας ότι “το δυστύχημα υπήρξεν μοιραίον, καθόσον αι υπάρχουσαι έξοδου ήσαν επαρκείς να προλάβωσι πάσαν ατυχίαν αν ετηρείτο σχετική ψυχραιμία“.
Μετά το τραγικό συμβάν συστάθηκε επιτροπή επιθεώρησης των κινηματογράφων και των θεάτρων για ζητήματα ασφαλείας και υγιεινής, με τη συνεργασία της Αστυνομίας και του Υπουργείου Εσωτερικών. Μία βδομάδα μετά το δυστύχημα, ύστερα από την επιμονή του ιδιοκτήτη, το κινηματοθέατρο “Πανόραμα” επαναλειτούργησε...