Η φόνισσα των Κάτω Πατησίων με τον μπαλτά: Κοιμήθηκε το ίδιο βράδυ στο κρεβάτι του ενός θύματος
Μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου το 1989, όταν μια 45χρονη γυναίκα συντάραξε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Σκότωσε με μπαλτά δύο γυναίκες ηλικίας 38 και 43 ετών, διαπράχθηκε στα Κάτω Πατήσια και μετά κοιμήθηκε στο κρεβάτι της μίας εξ αυτών πιστεύοντας πως έχει κάνει το τέλειο έγκλημα.
Όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου και γράφει στο βιβλίο του ο Πάνος Σόμπολος για τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, η δολοφόνος κατακρεούργησε με τον μπαλτά την αδερφή του αρραβωνιαστικού της και τη φίλη της, γιατί πίστευε ότι ήθελαν να την χωρίσουν από τον αγαπημένο της.
Μία μέρα πριν το στυγερό έγκλημα, η 45χρονη που βρισκόταν στην Άρτα, τηλεφώνησε στην 43χρονη κουνιάδα της και της είπε ότι θα κατέβαινε στην Αθήνα με μια φίλη της, «εξαιρετική καφετζού και μέντιουμ, μια πραγματική μάγισσα», όπως της είχε πει χαρακτηριστικά.
Αφού κάλεσε και μια φίλη της, η αδερφή του θύματος, όλες μαζί έκλεισαν ραντεβού στο διαμέρισμα της 38χρονης στα Κάτω Πατήσια, όπου εκεί υποτίθεται το μέντιουμ θα τους «έλεγε τον καφέ».
Όταν στο διαμέρισμα τη ρώτησαν, πού ήταν το μέντιουμ, εκείνη απάντησε: «Θα κάνουμε εμείς τις προετοιμασίες κι όλα τα προκαταρκτικά και όταν είμαστε έτοιμες, θα πάρω τηλέφωνο τη Μ. να έρθει. Εδώ κοντά είναι». Στη συνέχεια έκλεισαν όλα τα παντζούρια και τα φώτα και άναψαν κεριά για να… δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και συζητούσαν, με το θέμα να πηγαίνει στον αρραβώνα.
Η κουνιάδα τής είπε ότι ο αδελφός της θέλει να παντρευτεί άλλη γυναίκα και ότι η ίδια δεν θα γινόταν νύφη της ενώ σιγόνταρε και η φίλης της. Η 45χρονη κράτησε τον θυμό της και είπε στις δύο γυναίκες να πάνε να περιμένουν το μέντιουμ σε ξεχωριστούς χώρους. Η 43χρονη στην κουζίνα και η 38χρονη στο υπνοδωμάτιό της.
Τότε η 45χρονη άρπαξε έναν μπαλτά και με αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα σκότωσε την κουνιάδα της. Η άλλη γυναίκα άκουσε τις φωνές, έτρεξε κοντά της και προσπάθησε να την αφοπλίσει, αλλά ο μπαλτάς κατέβηκε με δύναμη στο χέρι της, στο κεφάλι και το σώμα της. Για να σιγουρευτεί ότι θα πέθαινε, η δολοφόνος πήρε μια πετσέτα κουζίνας και της την έσφιξε γύρω από το λαιμό.
Αφού άρπαξε τα πορτοφόλια των θυμάτων της και προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της, έπλυνε τα χέρια της, καθάρισε τα αίματα από το πάτωμα, τα ρούχα και τα παπούτσια της και φόρεσε τις σαγιονάρες της 38χρονης. Εξαφάνισε τα τεκμήρια του εγκλήματος όσο καλύτερα μπορούσε και μετά έφυγε για να συναντηθεί με τον αρραβωνιαστικό της. Φρόντισε να πετάξει μάλιστα τον μπαλτά στα σκουπίδια.
Η 45χρονη προσπάθησε να φαίνεται ήρεμη και χαμογελαστή, ενώ αν και της είπε ο αρραβωνιαστικός της πως ήθελε να διαλύσει τον αρραβώνα, εκείνη του έλεγε ότι δεν είχε πού να πάει κι έτσι έμεινε σπίτι του. «Το ίδιο βράδυ του φόνου, κοιμήθηκε στο κρεβάτι της γυναίκας που είχε κατακρεουργήσει, της αδερφής μου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα!», αποκάλυψε μετέπειτα ο πρώην αρραβωνιαστικός της.
Δύο μέρες μετά, ο αδερφός της 43χρονης ανησύχησε που η αδερφή του δεν είχε δώσει σημάδια ζωής και πήγε στο σπίτι της στα Κάτω Πατήσια. Αφού δεν του άνοιξε κανείς, με τη βοήθεια ενός γείτονα, ανέβηκε από το διπλανό διαμέρισμα και κατάφερε να περάσει στο μπαλκόνι της. Όταν σήκωσε τα ρολά της μπαλκονόπορτας, αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα: η αδερφή του και, λίγο πιο πέρα, η φίλη της νεκρές. Η 38χρονη έφερε 13 χτυπήματα στο κεφάλι και τα χέρια, καθώς και ίχνη στραγγαλισμού από την πετσέτα, η 43χρονη 9 βαθιά τραύματα στον αυχένα που έφταναν μέχρι την σπονδυλική στήλη!
Πάνω από 100 άτομα εξετάστηκαν ως ύποπτα, μεταξύ των οποίων και η δολοφόνος. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά ότι είχε ανάμειξη στην υπόθεση, λέγοντας ότι δεν ήξερε καν πού βρισκόταν το διαμέρισμα του θύματος όμως βρέθηκε ένα αποτύπωμα της.
Ακόμα και έτσι αρνήθηκε πως αυτή ήταν η δολοφόνος και ενέπλεξε ως δράστη έναν άσχετο άνδρα, τον οποίο, τελικά, οι αστυνομικοί βρήκαν και προσήγαγαν ως ύποπτο. Ο άνθρωπος, όμως, δεν είχε καμία ιδέα για την υπόθεση. Μάλιστα, η 45χρονη τον άρπαξε από τα μαλλιά και του φώναζε: «Βρε παλιοτόμαρο! Εσύ δεν με έκλεισες στο μπάνιο, όση ώρα τις έσφαζες;».
Ο άνθρωπος φώναζε πως είναι αθώος και τελικά αφέθηκε ελεύθερος, αφού δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του. Όλα τα στοιχεία ήταν εναντίον της μέχρι που τελικά στις 11 Νοεμβρίου 1989, η 45χρονη οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Της απαγγέλθηκε κατηγορία για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συρροή και “κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή”, οπλοφορία, οπλοχρησία και κλοπή.
Είπε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τις δύο γυναίκες, αλλά ότι αυτές την προκάλεσαν. Προσπάθησε μάλιστα να δείξει ότι ήταν μετανιωμένη, δηλώνοντας: «Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Δεν με είχαν πειράξει ποτέ, αλλά εκείνη την ημέρα με έβρισαν. Είμαι πολύ στενοχωρημένη γι’ αυτό που έγινε. Ήθελα να πάω στην Αστυνομία και να τους τα πω, αλλά σκεφτόμουνα τη φυλακή“.
Αργότερα, όμως, φώναζε στο κρατητήριο: «Τί με κρατάτε εδώ! Αφήστε με να φύγω!». Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, Πάνο Σόμπολο, η 45χρονη δήλωσε με κυνικότητα και χωρίς ίχνος μεταμέλειας: «Είχα επιστρέψει στο σπίτι μου στην Άρτα, τρεις μέρες μετά την κηδεία της Α.. Έπαιρνα εφημερίδες και διάβαζα για την υπόθεση. Είχα πιστέψει ότι είχα κάνει το τέλειο έγκλημα και δεν επρόκειτο να με ανακαλύψουν. Κοιμόμουνα ήσυχη. Αλλά…».
Η 45χρονη εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι ήταν αθώα, έλεγε ότι δεν ήξερε για κανέναν μπαλτά και έπλασε ένα σενάριο πως ένας Τούρκος που παρίστανε το μέντιουμ ήταν ο δολοφόνος. «Να πεθάνω, τα κορίτσια δεν τα σκότωσα εγώ», αναφώνησε ενώπιον των δικαστών.
Τελικά, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη χωρίς κανένα ελαφρυντικό και της επέβαλε ποινή δις ισόβιας κάθειρξης, 8 μήνες για κλοπή και 30 μήνες για οπλοχρησία. Η 45χρονη καταδικάστηκε σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη για το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε τον Οκτώβριο του ’89!