Ο Ερρίκος Λίτσης στο Gazzetta: «Αυτό που μετράει είναι η στάση του καθενός»

Ο Ερρίκος Λίτσης στο Gazzetta: «Αυτό που μετράει είναι η στάση του καθενός»
Ο ηθοποιός μιλά για τον ρόλο του στην παράσταση «Ο Μάκης» και γι’ αυτόν στο σίριαλ «Τα καλύτερα μας χρόνια». Φυσικά μας είπε κι άλλα πολλά. Τον ευχαριστούμε.

Ο Ερρίκος Λίτσης τα λέει απλά, όμορφα και ωραία! Είναι καλή παρέα. Σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα και ότι μπορείς να συζητήσεις μαζί του τα πάντα. Εντάξει, εμείς δεν είπαμε τα πάντα, αλλά κουβεντιάσαμε για τη δουλειά του και αγγίξαμε πολλά και σημαντικά. Τι σημαίνει αυτό; Μιλήσαμε για τη μοναξιά, για τη φροντίδα απέναντι στους αδύναμους, για το αν ξέρουμε να ακούμε εμείς οι άνθρωποι, για την εμπειρία να δουλεύεις με παιδιά στην τηλεόραση… Αναφερθήκαμε και στο «Σπιρτόκουτο», αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζεστε. Ο Ερρίκος Λίτσης πρωταγωνιστεί στη θεατρική παράσταση «Ο Μάκης» [στο θέατρο του Νέου Κόσμου] και συμπρωταγωνιστεί στο σίριαλ «Τα καλύτερα μας χρόνια» [προβάλλεται στην ΕΡΤ1 κάθε Τρίτη στις 22:00]. Τον ευχαριστούμε που μας μίλησε. [οι φωτογραφίες από παράσταση και οι ασπρόμαυρες είναι το Πάτροκλου Σκαφίδα. Οι φωτό του «Κυρ Νίκου» είναι από το προσωπικό αρχείο του ηθοποιού]

Φέτος παίζετε στον μονόλογο «Ο Μάκης», του Βασίλη Κατσικονούρη. Το έργο αφορά κυρίως της μοναξιά των ηλικιωμένων. Είναι η μοναξιά το πιο βαρύ φορτίο για έναν άνθρωπο;
Δεν το ξέρω γιατί πρακτικά δεν έχω νιώσει μοναξιά. Η μοναξιά έχει και το στοιχείο της εγκατάλειψης των άλλων προς εσένα. Καμιά φορά νιώθουμε μοναξιά ακόμη και περιτριγυρισμένοι από κόσμο, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας, κανείς δεν μας καταλαβαίνει. Εδώ πρέπει να κάνουμε τον διαχωρισμό μοναξιάς-μοναχικότητας. Η μοναχικότητα είναι επιλογή και σαν άνθρωπος κουβαλάω μια μοναχικότητα, μου αρέσει να μένω μόνος για κάποιο διάστημα. Δεν μιλάω, βέβαια, για μήνες, αλλά για 3-4 μέρες θέλω να είμαι μόνος μου. Η μοναξιά, από την άλλη, είναι μια συνθήκη, ένα αίσθημα ότι σε εγκατέλειψαν οι πάντες και ενώ θες να βρίσκεσαι με κάποιους, υποχρεωτικά, λόγω της κατάστασης, μένεις μόνος σου. Αυτό διαπραγματεύεται το έργο. Ο παππούς νιώθει μοναξιά ακριβώς επειδή αισθάνεται εγκαταλειμμένος. Νιώθει ότι δεν τον υπολογίζουν και μόνη συντροφιά που του έχει μείνει είναι ένα χρυσόψαρο, ο «Μάκης». Έτσι, η μοναξιά είναι βαρύ πράγμα.

Αυτό για έναν ηλικιωμένο κάνει το αναπόφευκτο τέλος δυσβάσταχτο; Ή δεν παίζει ρόλο;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω… Υποθέτω ότι επειδή τα γηρατειά έρχονται μαζί με μια προοδευτική ανημποριά, σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου, βιολογικές, πνευματικές, και όπως το παιδί στην αρχή έχει ανάγκη από κάποιους ανθρώπους δίπλα του για να υπάρξει, η εγκατάλειψη κάνει πιο βαρύ το φορτίο.

Σκηνή από παράσταση Ο Μάκης

 

Καταλαβαίνω πόση αξία έχει για την ηλικιωμένη γειτόνισσα η «καλημέρα!»

Από τον ρόλο του «Μάκη» τι κρατάτε; Τι θα κουβαλήσετε όταν τελειώσει όλο αυτό;
Για μένα είναι μια εμπειρία που αποκτώ μπαίνοντας βιωματικά στον ρόλο. Αντανακλά στην ψυχή μου η πιθανή μοναξιά που ένιωθε ο δικός μου πατέρας, οι δικοί μου γονείς.

Μπαίνεις στη θέση του άλλου.
Ναι! Εγώ δεν είμαι σε ηλικία παππού, ούτε έχω παιδιά και εγγόνια. Δεν έχω βιώσει την οικογένεια σε αυτή τη μορφή. Το έργο, όμως, μου φέρνει σκέψεις στο πώς μπορεί να ένιωθαν οι γονείς μου όταν τα παιδιά τους τους εγκατέλειψαν. Η εγκατάλειψη, βέβαια, είναι με την έννοια πως είχαν τον δικό τους τρόπο ζωής. Δεν καταλαβαίναμε, όπως και σήμερα δεν καταλαβαίνουν κάποιοι νέοι, και όχι μόνο εικοσάρηδες αλλά και σαραντάρηδες με γονείς 75, 80 ετών, την ανάγκη των μεγάλων να είναι κοντά τους, πόσο μεγάλη χαρά τους δίνει αυτό. Μέσα από την εκμάθηση του έργου και όσο μεγαλώνω, αποκτώ κι άλλα ερεθίσματα, νιώθω το πόσο σημαντικό είναι να δίνουμε σημασία στους ηλικιωμένους, στους μεγαλύτερους. Καταλαβαίνω πόση αξία έχει για την ηλικιωμένη γειτόνισσα η «καλημέρα!», το «να σας βοηθήσω με τα ψώνια;»…

Είναι πολιτισμός αυτό.
Ναι. Το νοιάξιμο ή η εγκατάλειψη για τους μεγαλύτερους είναι στοιχείο πολιτισμού.

Το πώς φερόμαστε στους ηλικιωμένους, στα παιδιά και στα ζώα είναι στοιχείο πολιτισμού.
Συμφωνώ απόλυτα! Στους αδύναμους γενικότερα. Το παιδί, το ζώο που ανέφερες, ο ηλικιωμένος, αυτοί είναι οι αδύναμοι της κοινωνίας.

Το συνδέω και με την τραγική επικαιρότητα. Αναρωτιέμαι μήπως το έχουμε χάσει αυτό. Μήπως αρχίζει να εκλείπει το νοιάξιμο, η φροντίδα για τους αδύναμους;
Το ακούω αυτό που λες. Έχω την αίσθηση ότι πάντα κάπως έτσι συνέβαινε. Όσο μεγαλώνουμε το παρατηρούμε περισσότερο. Βέβαια, όταν λέμε αυτό αρχίζει να εκλείπει στην κοινωνία, αλλά εσύ και γω σαν καλοί άνθρωποι το χουμε, είναι σαν να εννοούμε ότι οι άλλοι το έχουν χάσει και μεις όχι. Πιστεύω, όμως, πως και άλλοι δεν το έχουν χάσει. Είναι οι συνθήκες τέτοιες, σκληρές, που έχουν οδηγήσει στο να εκλείψουν κάποια απ’ αυτά που αναφέρεις. Να αναφέρω ένα παράδειγμα. Σε ένα γεμάτο βαγόνι τρένου, στα χρόνια που εγώ ήμουν νέος, ήταν αυτονόητο ότι θα σηκωθούμε να δώσουμε τη θέση μας στον ηλικιωμένο. Τώρα, η εικόνα που βλέπω είναι να κοιτάνε το τηλέφωνο ή το τάμπλετ και να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι δίπλα τους στέκεται κάποιος ηλικιωμένος. Ε, αυτό είναι ένα θέμα που παρατηρώ. Φυσικά, αυτό έχει να κάνει και με την αγωγή από το σπίτι, με τον πολιτισμό που μας δίνουν στο σχολείο. Οπότε, θεωρώ ότι σε όλα υπάρχει μια παρακμή, κατ’ επέκταση και στη συμπεριφορά. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη περνάει μια παρακμή όσον αφορά τις ιδέες της. Κλονίζονται η Ελευθερία, η Δημοκρατία, η Αλληλεγγύη… Υπάρχει μια κρίση αξίων θα έλεγα.

Σκηνή από παράσταση Ο Μάκης

«Κάθε μέρα πρέπει να δείχνεις ποιος είσαι πάνω στη σκηνή»

Σε αυτό τον μονόλογο η μεγαλύτερη δυσκολία ποια ήταν;
Η εκμάθηση του κειμένου. Να μάθεις 20 σελίδες απ’ έξω!

Το να είσαι μόνος στην σκηνή είναι πάντα δύσκολο;
Όλα έχουν έναν βαθμό δυσκολίας. Το πιο δύσκολο ήταν να μάθω το κείμενο απ’ έξω. Να το μάθω σαν ένα τραγούδι, να μπορώ να το λέω νεράκι. Από την ώρα που μαθαίνεις το κείμενο -και αυτό ισχύει για κάθε ρόλο κατά τη γνώμη μου, περισσότερο εδώ που είναι μονόλογος 20 σελίδες μονοκοπάνια!-, τον ρόλο σου, τα πράγματα διευκολύνονται. Μπορείς να κάνεις καλύτερη πρόταση προς τον σκηνοθέτη σου, αν σε σκηνοθετεί άλλος, του δίνεις μια υποθετική εικόνα. Στην ουσία σκηνοθετείς καλύτερα τον εαυτό σου! Ξέρεις, ο καθένας μας έχει ένα στυλ που παίζει και λέμε αυτός είναι ο Αλέξανδρος, αυτός είναι ο Ερρίκος. Αν ξέρεις τον λόγο, τον παίζεις στα δάχτυλα, βρίσκεις μετά και τον άνθρωπο που εκφέρει αυτό τον λόγο.

Όσο περνάει ο χρόνος εξοικειώνεστε όλο και πιο πολύ με τον ρόλο;
Έτσι ακριβώς! Είναι κάτι ζωντανό που εξελίσσεται.

Δεν θα φτάσετε στο σημείο να πείτε ότι τον έχετε κατακτήσει.
Δεν υπάρχει αυτό, δεν υπάρχει το έφτασα. Ο ρόλος αυτός, για μένα, ζυμώνεται κάθε μέρα! Κάθε μέρα πρέπει να δείχνεις ποιος είσαι πάνω στη σκηνή.

Δύσκολο αυτό και σίγουρα απαιτητικό.
Πιθανόν, αλλά πες μου κάτι που είναι εύκολο. Δεν ξέρω τι είναι το εύκολο. Αν αγαπάς κάτι πολύ δοκιμάζεσαι με τη δυσκολία. Ένα σόλο στο πιάνο, μια σονάτα, είναι δύσκολο κι αυτό. Καταλαβαίνεις;

Σκηνή από παράσταση Ο Μάκης

«Κάπως πρέπει να μάθουμε και μεις να ακούμε το άλλο ζώο, τον συνάνθρωπο!»

Αυτό που μου αρέσει στον μονόλογο είναι ότι «μονολογεί» ο παππούς και τον «ακούει» το χρυσόψαρο. Οι άνθρωποι έχουμε μάθει να ακούμε τον συνάνθρωπο μας;
Θα έλεγα ότι όχι, δεν ακούμε πολύ. Μας αρέσει περισσότερο να μιλάμε παρά να ακούμε.

Μεγάλο πράγμα να ξέρεις να ακούς.
Ναι. Αν εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου να ακούει είναι πολύ καλό. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας στο να ακούμε κιόλας.

Με τα ζώα, πάντως, επικοινωνείς ουσιαστικά.
Ναι, με την ευρύτερη έννοια. Με την αράχνη στο μπάνιο μου μπορώ να επικοινωνήσω! Στην επικοινωνία με το ζώο υπάρχει το πλεονέκτημα ότι αυτό σε ακούει, δεν βιάζεται να σου απαντήσει. Όσο του μιλάς, του ψιθυρίζεις τι κάνες γατούλα; Τι κάνεις σκυλάκι; το κοιτάς στα μάτια και ακούει. Δεν βιάζεται να μιλήσει, να σου πει τον δικό του πόνο. Κάπως πρέπει να μάθουμε και μεις να ακούμε το άλλο ζώο, τον συνάνθρωπο!

Σκηνή από Τα καλύτερα μας χρόνια

«Είναι κομμάτι της γειτονιάς ο Κυρ Νίκος»

Πάμε και στα τηλεοπτικά. Παίζετε στο σίριαλ «Τα καλύτερα μας χρόνια», προβάλλεται στην ΕΡΤ, τρίτος χρόνος, και υποδύεστε τον «Κυρ Νίκο». Ένας περιπτεράς, φιλοχουντικός-αντικομμουνιστής, με ευαισθησίες…
…πρώην περιπτεράς. Τώρα, πια, είναι συνταξιούχος.

Παντρεύτηκε.
Είχε παντρευτεί τη γιαγιά της οικογένειας Αντωνόπουλου στο σίριαλ η οποία πέθανε. Τώρα είναι χήρος, συνταξιούχος και αποδεκτός από την οικογένεια σαν παππούς. Είμαι ο παππούς της οικογένειας, εξ αγχιστείας.

Στους τρεις κύκλους της σειράς διατρέχουμε δικτατορία, μεταπολίτευση…
…και θα φτάσουμε στο ΠΑΣΟΚ! Στην ουσία μια άλλους είδους μεταπολίτευση. Πρόκειται για μεγάλη αλλαγή για τα ελληνικά δεδομένα. Κυβέρνησε και κάποιος άλλος εκτός από τη Δεξιά!

Πόσο άλλαξε ο ρόλος σας από τον πρώτο μέχρι τον τρίτο κύκλο;
Τα βασικά στοιχεία δεν έχουν αλλάξει. Συνεχίζει να είναι λίγο ευέξαπτος, γκρινιάρης, να βρίσκεται πολιτικά στο φάσμα του ευρύτερου αντικομμουνισμού… Ξέρεις, πίσω από κάθε δημοκρατικό βήμα βλέπει δάκτυλο κομμουνιστών! Βέβαια, ο χαρακτήρας είναι με τέτοιο τρόπο δοσμένος που προκαλεί θυμηδία στον θεατή. Ένας αντικομμουνιστής, αν είναι έξυπνος, στον βαθμό που μπορεί να ναι, θα χαμογελάσει και θα πει είναι και λίγο γελοίο πίσω από καθετί να βρίσκεται κομμουνιστικός δάκτυλος. Υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι τύποι στην πολιτική ζωή του σήμερα. Δεν λέμε ονόματα, δεν θίγουμε υπολήψεις. Ο «Κυρ Νίκος» έχει στο μυαλό του ότι η χούντα έκανε δρόμους, χάρισε τα δάνεια στους αγρότες… μπούρδες! Ποιος ξέρει τι έχει στο μυαλό του και στο παρελθόν διάλεξε αυτή την πλευρά. Την ίδια στιγμή, όμως, έχει ευαισθησία με τα παιδιά. Τα νέα παιδιά, τα εγγόνια του, που μεγάλωσαν και έγιναν έφηβοι. Τα πειράζει αλλά προσπαθεί κιόλας να τα συμβουλέψει. Πάνω απ’ όλα τον αγαπάει η γειτονιά! Μπορεί να διαφωνούν μαζί του πολιτικά, να τον βλέπουν σαν γραφικό γκρινιάρη, αλλά παρ’ όλα αυτά έχει δείξει τις καλές του προθέσεις. Είναι κομμάτι της γειτονιάς!

Είναι ωραίος χαρακτήρας.
Είναι ευαίσθητος άνθρωπος.

Θυμηθήκατε πράγματα από τη νεότητα σας, την εφηβεία σας;
Βέβαια! Πολλά απ’ αυτά που παίζουμε στα Καλύτερα μας χρόνια τα έζησα σε μια ηλικία γύρω στα 15-16. Βλέπαμε τηλεόραση μαζεμένοι σε κάποιο φιλικό σπίτι, στήναμε σαν παιδιά μπερντέδες για να παίξουμε Καραγκιόζη, πηγαίναμε στο περίπτερο να αγοράσουμε κόμιξ και ο περιπτεράς τα έγραφε, υπήρχα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι ερασιτέχνες… Όλα αυτά έχουν φανεί μέσα στο σίριαλ. Και είναι κι άλλα. Τότε που μου ήμουν πρωτοετής φοιτητής, μόλις είχα μπει στη σχολή, η εποχή του Πολυτεχνείου, τότε που τελείωνα το εξατάξιο Γυμνάσιο και είχα αρχίσει να κάνω παρέα με μεγαλύτερους που μου μιλούσαν για την πολιτική κατάσταση… Τα βιώναμε όλα αυτά στη γειτονιά μου, μια αστυνομοκρατούμενη γειτονιά. Έπρεπε να προσέξουμε τι ώρα θα παίξουμε, τη νύχτα να αποφύγουμε…

…χαφιέδες.
Ναι, δεν τους ξέραμε βέβαια, αλλά τους υποθέταμε. Αν τους γνωρίζαμε θα έπαυαν να είναι και χαφιέδες! Τότε ζήσαμε τους πρώτους εφηβικούς έρωτες…

Σκηνή από Τα καλύτερα μας χρόνια

«Το σίριαλ δεν είναι ιστορικό»

Όλα αυτά το έκαναν πιο εύκολο για σας να παίξετε;
Μου το έκαναν πιο ευχάριστο! Δεν είναι θέμα εύκολου-δύσκολου. Η ιστορία με πήγαινε πίσω και θυμόμουν πράγματα και παρενέβαινα όταν έβλεπα κάποια αστοχία. Είχα την ευχέρεια, μου την έδιναν οι παράγοντες της σειράς, ο σκηνοθέτης, να πω ξέρεις, δεν ήταν ακριβώς έτσι εκείνη την εποχή. Το έκανα σε πράγματα που νομίζω θα «κλωτσάγανε» στον θεατή. Κάποια άλλα έχουν περάσει αβρόχοις ποσίν. Όπως, όμως, έχω πει -και θα ξαναπώ- το σίριαλ δεν είναι ιστορικό. Τοποθετείται χρονικά σε μια εποχή και παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας μέσα από τα μάτια του παιδιού στον πρώτο κύκλο. Μετά μέσα απ’ αυτά του εφήβου και τώρα που μεγαλώνει. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων ο 12χρονος, ο 15χρονος, ο 20χρονος, που είναι το ίδιο πρόσωπο και θα τον δούμε και φαντάρο, έχει άλλη οπτική απ’ αυτή που θα είχε ένας 40αρης. Εδώ, πρέπει να προσθέσουμε και το αφηγηματικό κομμάτι, αυτό που κάνει ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Ο αφηγητής, λοιπόν, το παιδί, «60αρης» πλέον, μας εξιστορεί πως ήταν, τότε, τα παιδικά του χρόνια. Κάπως έτσι μπορεί να τα έβλεπα και γω σήμερα, αν τα δω από μακριά. Η γνώση που απέκτησα εκ των υστέρων με κάνει να ξέρω πώς ακριβώς ήταν η χούντα, η μεταπολίτευση… Τα παιδιά τα έχουν κάπως αλλιώς μέσα στο μυαλό τους.

Πρέπει πω ότι υπάρχει κριτική στο ότι το σίριαλ δεν παρουσίασε την αγριότητα της χούντας.
Δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Εδώ έχουμε τη ζωή μιας οικογένειας. Η δική μου οικογένεια, ας πούμε, δεν έζησε την αγριότητα της χούντας. Κουτσομπολεύαμε σιωπηλά τη χούντα για να μη μας ακούσουν. Ακούγαμε τη νύχτα BBC, Deutsche Welle… Μας έλεγαν έχε το νου σου αγόρι μου μην μπλέξεις… Η αγριότητα εκεί που έπρεπε να φανεί φάνηκε! Την περίοδο του Πολυτεχνείου, ας πούμε, μέσα από τα μάτια του παιδιού τη δείξαμε, έχει σημασία αυτό. Δείξαμε 2-3 αστυνομικούς στη γειτονιά, πιο κοντά όμως στο κωμικό. Το σίριαλ δεν είναι δραματικό, είναι ηθογραφία, κομεντί. Όπως είχα πει παλιότερα, διαδραματίζεται σε ένα υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο, αλλά σε μια ανύπαρκτη επί της ουσίας συνθήκη. Είναι σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ. Στο κόμικ, στην εισαγωγή, μας λέει ότι η Γαλατία είναι κατακτημένη, εκτός από ένα μικρό γαλατικό χωριό. Μένει το ιστορικό πλαίσιο και μπαίνουν του κόσμου οι φανταστικές ιστορίες. Κάπως έτσι συμβαίνει και στο σίριαλ. Σημασία εδώ έχει τι συμβαίνει στην οικογένεια, εκεί εστιάζει η σειρά. Το σίριαλ είναι για όλη την οικογένεια, δεν κάνει ιστορία.

Ξέρετε, διάβαζα άρθρο που περιέγραφε τη σκληρή καθημερινότητα επί χούντας και στεκόταν σε δύο σίριαλ, το ένα το δικό σας, τα οποία δεν αποτυπώνουν την αλήθεια, σαν να εξωράιζαν την κατάσταση.
Υπάρχει αυτό που δείχνουμε εμείς και υπάρχει και αυτό που λες. Αν κάναμε σίριαλ τη ζωή του Παναγούλη θα βλέπαμε άλλα πράγματα. Αν κάναμε σίριαλ τη ζωή ενός καλλιτέχνη που περνά καλά επί χούντας, πάλι θα βλέπαμε κάτι άλλο. Είναι από ποια οπτική θα το δούμε. Ναι, το ιστορικό πλαίσιο είναι η χούντα, όμως τι θα δούμε είναι θέμα μυθοπλασίας. Ο ιστορικός θα δει το θέμα απ’ όλες τις μεριές. Εντάξει. Εμείς, όμως, δεν κάνουμε ιστορία, ούτε καν ντοκιμαντέρ. Και τη μεταπολίτευση εξ απαλών ονύχων την πιάνουμε.

Στη σειρά έχετε και σκηνές με παιδιά.
Τον πρώτο χρόνο ήταν κυρίως με παιδιά!

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Είχατε ξαναπαίξει με παιδιά;
Να θυμηθώ… Άμεσα όχι. Να έχω σκηνές στο γύρισμα, όχι. Στο θέατρο, στο έργο Festen, οικογενειακή γιορτή, υπήρχε ένα κοριτσάκι…

…Ζόρικο έργο
Ναι. Το είχες δει;

Όχι, έχω δει την ταινία.
Στο θέατρο, το 2006, το είδες;

Όχι.
Είχε γίνει μεταφορά από τον ίδιο τον Βίντεμπεργκ! Δεν ήταν διασκευή. Το είχε σκηνοθετήσει η Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν.

Από τα παιδιά τι μάθατε;
Λέγανε στον κινηματογράφο, οι παλιοί, πως το πιο δύσκολο είναι να παίξεις με παιδιά ή με ζώο. Και τα δύο είναι απείθαρχα. Δεν ξέρω για το ζώο. Έχω παίξει με σκύλο και ήταν πολύ πειθαρχημένος. Ήταν σε μια μικρού μήκους ταινία «Ο σκύλος» του Νίκου Labot Χαραλαμπόπουλου. Τα παιδιά, όσο ταλαντούχα και να ναι, κάποια στιγμή θα γίνουν απείθαρχα. Όπως στο σχολείο. Εκεί που η δασκάλα δεν θα κοιτάξει, θα πετάξει ο ένας στον άλλο ένα χαρτί. Είχαμε και τέτοια ευτράπελα. Έδειξα μεγάλη υπομονή. Καταλάβαινα ότι είναι παιδιά. Έχω καλή επικοινωνία μαζί τους. Τα αντιμετωπίζω ισότιμα, όσο είναι αυτό δυνατόν. Ήταν ωραία εμπειρία να παίζεις μαζί τους, το χαιρόμουν. Φυσικά, δεν απαιτούσα τα παιδιά να γίνουν μεγάλοι. Εκ των πραγμάτων εγώ «κατέβαινα» στην ηλικία τους για να τους δώσω να καταλάβουν πώς πρέπει να παίξουμε.

Ο Ερρίκος Λίτσης

Το κινηματογραφικό «Σπιρτόκουτο» και το Dirty Love του Ζάππα (που δεν ακούστηκε)

Διάβασα ότι κάποτε ήσασταν DJ.
Ναι, έχω κάνει και DJ.

Είδα τις προάλλες το «Σπιρτόκουτο-The musical». Τι τραγούδι πιστεύετε ότι θα ταίριαζε στο κινηματογραφικό «Σπιρτόκουτο»;
Όταν κάναμε το «Σπιρτόκουτο», το 2001, το φτιάχναμε δηλαδή, κάναμε πρόβες, στήναμε τους διαλόγους, ακούγαμε αρκετή μουσική και λέγαμε ότι στο κλίμα της ταινίας ταιριάζει ο Φρανκ Ζάππα! Δεν είχε να κάνει με το τι ακούγανε αυτοί που είναι μέσα στο σπίτι. Το κλίμα της ταινίας ήταν Φρανκ Ζάππα. Μάλιστα, είχαμε επιλέξει με τον Γιάννη (σ.σ Οικονομίδη), επειδή είχα μεγάλη δισκογραφία, στους τίτλους τέλους να μπει το Dirty Love του Ζάππα. Απ’ όσο θυμάμαι, ο Γιάννης, επειδή και δεν συνέφερε να πάρει τα πνευματικά δικαιώματα, ήταν αρκετά ακριβά, κατέληξε στο να μη βάλει καθόλου μουσική στην ταινία. Το κλίμα, όμως, που επικρατούσε τότε, την περίοδο που φτιάχναμε την ταινία και δεν μιλάω για γυρίσματα, αλλά για τη δουλειά πάνω στο σενάριο, οι πρόβες, η απομαγνητοφώνηση των διαλόγων, μια διαδικασία που κράτησε 6-7 μήνες, όλα αυτά ήταν κλίμα Φρανκ Ζάππα! Μέχρι και τώρα λέω ότι η ταινία είναι ένα ροκ εν ρολ χιτ. Νομίζω πως μόνο ένας Φρανκ Ζάππα θα μπορούσε να αφηγηθεί, τραγουδιστά, μια τέτοια ιστορία. (γελάκια)

Διάβασα ότι ο ρόλος σας στο «Η ψυχή στο στόμα» ήταν ο πιο δύσκολος, ο πιο απαιτητικός, αυτός που εσωτερικά σας έχει μείνει.
Όχι, εσωτερικά δεν μου έχει αφήσει κάτι. Ίσα-ίσα με βελτίωσε, όπως και κάθε ρόλος, κάθε δουλειά που κάνω. Σε κάθε δουλειά ψάχνω μέσα μου το κέρδος που μου αφήνει. Δίνω μεν από την ψυχή μου, αλλά συγχρόνως καλλιεργώ και την ψυχή μου!

Εισπράττετε
Δημιουργώ! Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο το κάνω χωρίς κοινό. Πρέπει να ζήσω τη διαδικασία χωρίς κοινό. Μοναδικοί θεατές οι τεχνικοί και οι δυο-τρεις συνάδελφοι που είναι δίπλα μου. Φυσικά κάθε ρόλος έχει διαφορετικό βάθος. Άλλο το βάθος στον «Τάκη» στο «Η ψυχή στο στόμα» και άλλο όταν κάνω τον «Κυρ Νίκο» στα «Καλύτερα μας χρόνια». Οι ανάγκες των πραγμάτων με οδηγούν. Εγώ κάνω πάντα το καλύτερο και αυτό που χρειάζεται, μέχρι εκεί που χρειάζεται.

Τέτοιοι ρόλοι σαν αυτόν στο «Η ψυχή στο στόμα» είναι ευλογία, είναι δοκιμασία, είναι…
…πρόκληση για έναν ηθοποιό να του μιλάνε εσωτερικά. Είχα την ευλογία να παίξω τέτοιους ρόλους. Στο «Σπιρτόκουτο», στο «Η ψυχή στο στόμα»… Έχουν σκάψει μέσα μου. Είναι και δοκιμασία! Δοκιμάζεις τις δυνάμεις σου, μέχρι που μπορείς να το βγάλεις, μέχρι που είναι τα κότσια σου. Δεν κάνουν όλοι για όλα. Πάντα δοκιμάζεσαι! Αυτά δεν γίνονται μόνο επειδή έχεις ταλέντο. Πρέπει να δουλέψεις και στο «Η ψυχή στο στόμα» υπάρχει πολλή δουλειά από πίσω, όπως και στο «Σπιρτόκουτο», όπως και στο «Μάκης» που παίζω φέτος, όπως και σε πολλά άλλα… Δεν πας και σου λένε παίξε!

Υπήρχε αυτό;
Όχι τόσο πολύ. Πάντα χρειάζεσαι προετοιμασία. Εντάξει, στην τηλεόραση τα πράγματα κυλάνε πιο γρήγορα. Βρίσκεις τους βασικούς άξονες της ερμηνείας με τον σκηνοθέτη, συμφωνείς και με τους άλλους ηθοποιούς και σαν ομάδα εξελίσσεται το πράγμα. Αν η ομάδα είναι δεμένη, όπως στο δικό μας σίριαλ, το πράγμα βγαίνει σχετικά εύκολα.

Ο Ερρίκος Λίτσης

«Από το Μουντιάλ δεν παρακολούθησα τίποτα!»

Έμαθα ότι είστε και Παναθηναϊκός στο ποδόσφαιρο.
Ναι μωρέ… Όχι με τη στενή έννοια όμως. Δηλαδή, ξέρω ότι είναι ο Γιοβάνοβιτς προπονητής, αλλά μέχρι εκεί. Δεν ξέρω κάτι άλλο. Δεν ξέρω να σου πω παίκτες.

Δεν ασχολείστε.
Ασχολούμαι, αλλά με ποια έννοια; Τη Δευτέρα μπορεί να αγοράσω πολιτική εφημερίδα και να κοιτάξω το πρωτάθλημα, ποιοι παίξανε, ποιοι βάλανε τα γκολ, να μάθω για το αγγλικό… Από το Μουντιάλ, ας πούμε, δεν παρακολούθησα τίποτα! Και επειδή ακολούθησα αυτό που είπε ο Καντονά…

Είναι κοντά στην ιδιοσυγκρασία σας;
Ναι, είναι. Βγήκε και μια ταινία για τη ζωή του… Ήταν ο πρώτος που μίλησε για το θέμα των εργασιακών σχέσεων στο Κατάρ. Έκανε έκκληση να το σαμποτάρουν.

Μου έρχεται στο μυαλό μια τοποθέτηση του Σάββα Κωφίδη. Είχε αναρωτηθεί, για τον Μέσι, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αντί να πουλάει πατατάκια να μιλάει για δικαιώματα. Μιλάμε για άνθρωπο που ακολουθούν εκατομμύρια και λες «γιατί ρε γαμώτο;».
Εντάξει, δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε αυτό. Κάποιοι μπορεί να το κάνουν. Η δουλειά του Μέσι δεν είναι αυτή. Σίγουρα είναι καλό ένα δημόσιο πρόσωπο να γίνεται θετικό πρότυπο. Υπάρχουν αθλητές, όπως ο Αντετοκούνμπο, που είναι θετικά πρότυπα και κάνουν και διαφημίσεις.

Ή ο Νίκος Παππάς. Αποφάσισε να δώσει τη φετινή του αμοιβή στις καθαρίστριες του ΟΑΚΑ.
Ναι, το διάβασα.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Καντονά μίλησε δημόσια για το Κατάρ.
Ναι! Έχει κάνει, βέβαια, κι αυτός τις διαφημίσεις του. Και γω, αν χρειαστεί να πω κάτι και να επηρεάσω θετικά, θα το κάνω! Αυτό που μετράει είναι η στάση του καθενός. Το τι θα πει είναι δευτερεύον. Οι πράξεις έχουν σημασία. Ο καλλιτέχνης, ο αθλητής και κάθε δημόσιο πρόσωπο, με τη στάση που κρατάει δείχνει αν είναι θετικό ή αρνητικό πρότυπο, όχι με τα λόγια.

Ταυτότητα παράστασης

«Ο Μάκης», του Βασίλη Κατσικονούρη

Στο θέατρο του Νέου Κόσμου

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης - Ερρίκος Λίτσης
Σκηνικά - Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου
Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου
Μουσική επιμέλεια: Β. Κατσικονούρης
Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης Αυγέρης
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παραγωγή: Goodheart Productions

Με τον Ερρίκο Λίτση

Ημέρες παραστάσεων: Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ., Κυρ. 7 μ.μ.

Εισιτήρια: από 13 ευρώ.

*Το σίριαλ «Τα καλύτερα μας χρόνια» παίζεται κάθε Τρίτη στις 22:00, στην ΕΡΤ1

Παίζουν: Μελέτης Ηλίας (Στέλιος), Κατερίνα Παπουτσάκη (Μαίρη), Υβόννη Μαλτέζου (Ερμιόνη), Δημήτρης Καπουράνης (Αντώνης), Εριφύλη Κιτζόγλου (Ελπίδα), Δημήτρης Σέρφας (Άγγελος), Ερρίκος Λίτσης (Νίκος), Τζένη Θεωνά (Νανά), Μιχάλης Οικονόμου (Δημήτρης), Ρένος Χαραλαμπίδης (Βαγγέλης Παπαδόπουλος), Γιάννης Δρακόπουλος (παπα-Θόδωρας), Κωνσταντίνα Μεσσήνη (Άννα), Βαγγέλης Δαούσης (Λούης), Νατάσα Ασίκη (Πελαγία), Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Άγγελος – αφήγηση).

Σενάριο: Νίκος Απειρανθίτης, Κατερίνα Μπέη, Δώρα Μασκλαβάνου
Σκηνοθεσία: Νίκος Κρητικός
Δ/νση φωτογραφίας: Dragan Nicolic
Σκηνογραφία: Δημήτρης Κατσίκης
Ενδυματολόγος: Μαρία Κοντοδήμα
Ηχοληψία: Γιώργος Κωνσταντινέας
Μοντάζ: Κώστας Γκουλιαδίτης
Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Ναταλύ Δούκα
Εκτέλεση Παραγωγής: TANWEER PRODUCTIONS

@Photo credits: Πάτροκλος Σκαφίδας, αρχείο Ερρίκου Λίτση