Ευτυχισμένο να ναι το 2023!
Πήρε το λευκό χαρτί και έγραψε με μαύρο στυλό «2023». Με το παιδικό ψαλίδι ξεκίνησε να κόβει του αριθμούς. Μια λάθος κίνηση και το «2» κόπηκε στα δύο. Χαμογέλασε. Ξανά το χαρτί, ξανά το μελάνι, ξανά το νέο έτος. Την ώρα που το μέταλλο πήγε να ακουμπήσει το «0» ήρθε το φτέρνισμα. Και γέμισε τρύπες το μηδέν… Πάλι χαμογέλασε. Άνοιξε το πακέτο με τις κόλλες Α4 και πήρε μία. Αυτή τη φορά δεν θα κάνω τίποτα λάθος, σκέφτηκε. Είχε φτάσει στο «3» όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησε με προσοχή χαρτί και ψαλίδι και σήκωσε την ασύρματη συσκευή. Ναι, ναι… Πώς; Όχι, θα προλάβω. Τι; Ναι, θα φέρω… Εντάξει, τα λέμε. Η πρώτη σκέψη μετά τη συνομιλία δεν είναι η ολοκλήρωση της χειροτεχνίας. Ανοίγει τη βρύση και γεμίζει με νερό το πλαστικό ποτήρι που αγαπά. Τη συνέχεια δεν την περιγράφουμε λεπτομερώς, καταλαβαίνετε. Σταγόνες στην εξωτερική επιφάνεια του ποτηριού… Το βρεγμένο χαρτί διώχνει το «2023» πριν την ώρα του. Πριν το πετάξει στον κάδο σκουπιδιών χαμογελά. Τέρμα τα λευκά χαρτιά, τα ψαλίδια, οι αποτυχημένες καλλιτεχνικές προσπάθειες. Βρίσκει το μπουφάν του και βγάζει την κάρτα που έχει αγοράσει. Κλασική χριστουγεννιάτικη κάρτα. Στη βάση της έχει χώρο για να γράψει το «2023». Βρίσκει το μαύρο μαρκαδοράκι του και σκέφτεται: τι μπορεί να πάει στραβά;
Πριν ακουμπήσει η λεπτή μύτη στο γυαλιστερό, χοντρό, χαρτί, κόβει μια σελίδα από το σημειωματάριο. Το «2023» γράφεται χωρίς… απώλειες. Όμως… Για στάσου λέει από μέσα του. Τι στο διάολο συμβαίνει, εκστομίζει. Το μελάνι ρέει περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει και το έτος τρεμουλιάζει. Το μαρκαδοράκι πάει στα σκουπίδια χωρίς λόγια. Ευτυχώς, υπάρχει εφεδρικό. Δεν είναι μαύρο, αλλά και το κόκκινο μια χαρά φαίνεται σε λευκό φόντο. Η δεύτερη δοκιμή είναι τέλεια. Το ερυθρό «2023» σχεδόν λάμπει. Χαμογελά και παίρνει την κάρτα. Την αγόρασε προχθές από το βιβλιοπωλείο. Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στολισμένο, με φωτεινό αστέρι, μόνο του κάτω από τον μαύρο έναστρο ουρανό. Το υπόλοιπο τοπίο λευκό. Κλασική εορταστική κάρτα. Ετοιμάζεται να απελευθερώσει -επιτέλους!- το «2023». Κάτω δεξιά, όμως, υπάρχει τσάκιση. Αν είναι δυνατόν! Πώς δεν το είχε δει. Δεν είναι μεγάλη, ίσα ίσα φαίνεται. Αυτός, όμως, έχει μανία με την ευταξία και την αρμονία των πραγμάτων. Εκνευρίζεται και σκέφτεται να αλλάξει την κάρτα. Μετά βλέπει την ώρα και ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει αντικατάσταση. Το βιβλιοπωλείο έχει κλείσει. Σκέφτεται το ψαλίδι. Ωστόσο, αν κόψει τη γωνίτσα θα χαθεί η συμμετρία. Παίρνει βαθιές ανάσες και αποφασίζει να αφήσει την κάρτα ως έχει. Συγκεντρώνεται στο γράψιμο του «2023». Τίποτα δεν θα τον εμποδίσει, τίποτα…
Κάθεται στην καρέκλα (άλλη μία φορά) και κοιτάει το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας. Η ώρα είναι 21:30 και στις 23:00 πρέπει να είναι στο σπίτι του Βασίλη. Χρόνια φίλος και την παραμονή πρωτοχρονιάς πάντα κάνει τη γιορτή του. Ευτυχώς δεν μένει μακριά. Δυο τετράγωνα απόσταση είναι. Σκέφτεται προλαβαίνω. Κρασί αγόρασα χθες, τα ρούχα μου είναι έτοιμα, το δώρο στη σακούλα. Η κάρτα μπροστά του, το μαρκαδοράκι στο χέρι και… χτυπάει κουδούνι! Πάει στην πόρτα και ρωτάει ποιος είναι; Είναι η κυρία Μαρία από δίπλα. Του ζητά στυλό γιατί θέλει να σημειώσει το τηλέφωνο ενός ηλεκτρολόγου. Οι απορίες σκάνε μέσα του δίχως έλεος. Μα, τέτοια μέρα έψαξε να βρει ηλεκτρολόγο; Μα, είναι δυνατόν να μην έχει έναν στυλό; Μα, είχε άλλες τρεις πόρτες να χτυπήσει και χτύπησε τη δική μου; Καλά, γιατί δεν παίρνει αύριο αυτόν που της βρήκε το τηλέφωνο του ηλεκτρολόγου να το σημειώσει τότε; Φυσικά δεν λέει τίποτα απ’ αυτά. Παίρνει το μαρκαδοράκι του και της το δίνει. Γράφει το τηλέφωνο και την ώρα που έρχεται ξανά στην είσοδο σκοντάφτει στο χαλί. Το μαρκαδοράκι φεύγει από το χέρι της και κυλάει προς τις σκάλες. Πέφτει στο κενό που υπάρχει και από τον πέμπτο πάει στο ισόγειο. Κατεβαίνει τρέχοντας, η πόρτα μένει ανοιχτή και την ώρα που φτάνει στον πρώτο ακούει το «κρακ!». Ο κυρ Ανέστης βγάζει τον σκύλο βόλτα και χωρίς να δει πατάει το εύθραυστο μαρκαδοράκι. Βλαστήμιες και ακατάλληλες φράσεις βγαίνουν από το στόμα. Η ώρα είναι 22:30. Μπαίνει σπίτι και παίρνει τηλέφωνο τον Βασίλη. Ελα ρε συ… Ναι, έρχομαι σε λίγο, όλα καλά. Φέτος τη χρονιά στην κάρτα θα τη γράψεις εσύ. Τι; Δεν έχεις στυλό; Καλά, καλά… Λίγο πριν φύγει τον σταματά η γειτόνισσα. Σε ευχαριστώ για τον στυλό. Και επειδή κατά λάθος πήρα δύο κάρτες από το βιβλιοπωλείο, ορίστε! Σου δίνω τη μία. Και αν δεις έχω γράψει το 2023 με τον στυλό σου. Δεν σε πειράζει ε; Ήθελε να της πει ότι είναι μαρκαδοράκι, αλλά την ευχαρίστησε και της ευχήθηκε καλή χρονιά, ευτυχισμένο το 2023!