Η εκτέλεση του «Δράκου του Σέιχ Σου»: Ήταν αθώος ή ένοχος;
Το ρολόι έδειχνε 7:05 και το ημερολόγιο έγραφε 16 Φεβρουαρίου 1968. Εκείνο το πρωινό, ένα απόσπασμα της χωροφυλακής βρίσκεται στο δάσος της Θεσσαλονίκης, στο Σέιχ Σου, έτοιμο να εκτελέσει τον «Δράκο του Σέιχ Σου», δολοφόνο και βιαστή όπως λένε Αριστείδη Παγκρατίδη. Παραβατικό από τα γενοφάσκια του, αλητήριο και κίναιδο.
Αφού δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια, ξεστόμισε λίγο πριν πεθάνει: «Πάντως είμαι αθώος. Ίσως μια μέρα πιαστεί ο ένοχος και τότε...».
Αυτό το ερώτημα παραμένει μέχρι και τώρα αναπάντητο. Ήταν τελικά αυτός ο «Δράκος του Σέιχ Σου» ή ο πραγματικός ένοχος δεν πιάστηκε ποτέ;
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης (1940 - 16 Φεβρουαρίου 1968) κατηγορήθηκε από τις αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης ως ο υπαίτιος μιας σειράς δολοφονικών και ληστρικών επιθέσεων σε ζευγάρια στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου το 1959.
Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1963 ύστερα από την επίθεσή του σε 12χρονη τρόφιμο του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», δικάστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλάκιση. Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου» , δικάστηκε τον Φεβρουάριο του 1966 καταδικάστηκε σε θάνατο ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και δυο χρόνια αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελέστηκε στον τόπο που εγκλημάτισε, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Ο Παγκρατίδης γρήγορα ανακάλεσε την ομολογία του, ισχυρίστηκε ότι ελήφθη κατόπιν ψυχολογικών πιέσεων και σωματικής βίας και μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του παρέμεινε σταθερός υποστηρίζοντας την αθωότητά του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, το αν ήταν αθώος ή ένοχος, παραμένει αμφισβητούμενο, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν τελικά ότι ήταν αθώος.
Τα εγκλήματα του «Δράκου»: Τους κτύπαγε με πέτρες
- Δέκα χρόνια νωρίτερα, πάλι Φεβρουάριος ήταν, στο δάσος του Πανοράματος, μια νεαρή γυναίκα δέχτηκε δολοφονική επίθεση με πέτρα από έναν νεαρό άγνωστο άντρα. Στις 19 Φεβρουάριου του 1959, ο δράστης επιτέθηκε και πάλι με πέτρα, σε ένα ζευγαράκι, τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονώρα Βλαχογιάννη. Ύστερα από τιτάνια προσπάθεια των γιατρών σώθηκαν.
- Τους επόμενους μήνες ο άγνωστος θα επιτεθεί και πάλι σε δυο ζευγαράκια που βρίσκονταν στην περιοχή, χωρίς όμως να τους καταφέρει σημαντικά τραύματα.
- Στις 6 Μάρτιου του 1959 στην περιοχή της Μίκρας Θεσσαλονίκης, ο άγνωστος αφού ληστέψει το ζευγαράκι, θα δολοφονήσει τον άντρα, τον ίλαρχο Κωνσταντίνο Ραΐση και θα βιάσει τη φίλη του, Ευδοκία Παληογιάννη.
- Στις 3 Απριλίου του ίδιου έτους άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης και σκοτώνει με πέτρα την ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα του ιδρύματος, Μελπομένη Πατρικίου. Κατά την φυγή του από το σπιτάκι, επιτίθεται ξανά σε μια νοσοκόμα που συναντά στο δρόμο του, την Φανή Τσαμπάζη, την εκφοβίζει ότι θα τη σκοτώσει και φεύγει.
Οι αρχές έφτασαν στη σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος από μικρός πήγαινε με άντρες για τα λεφτά, έκλεβε, κάπνιζε χασίς, μπαινόβγαινε στα ιδρύματα. Αρχικά ομολόγησε πως αυτός ήταν ο «Δράκος του Σέιχ Σου», αλλά στη συνέχεια ανακάλεσε λέγοντας: «Στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό».
Παραβατικός από μικρός
Και συνέχισε: «Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο. Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. "Πες μας" μου έλεγαν, "ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε".....Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ. Ώσπου μια στιγμή δεν άντεξα. "Δώστε μου νερό", είπα, "και θα σας πω ότι θέλετε". ...».
Ο Παγκρατίδης είπε στους δικηγόρους του ότι στο διάστημα των έξι ημερών που κράτησε η ανάκριση ήπιε μόνο δυο ποτήρια νερό και ένα ποτήρι τσάι και έφαγε τέσσερις φέτες ψωμί, τρία σάντουιτς, ένα πιάτο πατάτες και ένα πιάτο σπανακόρυζο.
Η απολογία του
Στην απολογία του είχε πει: «Όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ. Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να βιάσω καμιά κοπέλα, αλλά γι' αυτό φταίει το κρασί και το χασίς. Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ. Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα. Από μικρό παιδί βασανίζομαι. Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω. Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας. Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας. Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ. Και γι' αυτό θέλω να με δικάσετε. Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά. Τώρα άλλαξα και γι' αυτό θέλω να τιμωρηθώ».
Ο Παγκρατίδης καταδικάστηκε σε τετράκις εις θάνατον, η έφεση είχε απορριφθεί σε όλα τα σκέλη της και η εκτέλεση έγινε στον τόπο των εγκλημάτων. Πολλοί όμως, είχαν αναφέρει πως απλά, την πλήρωσε ένα ανθρωπάκι, που ήταν παραβατικό σε όλη του τη ζωή…
Οι ενστάσεις
Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας υποστηρίζει ότι: «...Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος, αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική».
Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης: «Η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση «Καρφίτσα», που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ό,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό».
Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις αρχές του 2022, ο απόστρατος υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ. Βασίλης Κομνηνός ισχυρίζεται ότι είχε συλλάβει τον πραγματικό «Δράκο» το 1971. Οι ανώτεροί του όμως τον διέταξαν να θαφτεί η υπόθεση και να διαγραφεί οποιαδήποτε ομολογία του συλληφθέντα!