Η Μαρινέλλα και όλου του κόσμου οι Κυριακές
Και την έβδομη μέρα το μεταξένιο μαύρο σκέπασε τα μεσημέρια μας. Το σκοτάδι έμεινε έξω από τις αυλές και τα δωμάτια μας. Μα, πώς; Μα, τι ερωτήσεις είναι αυτές. Το ύφασμα τα λέει όλα! Δεν σκίζεται, δεν λεκιάζεται, κι αν τσακίζει, σίγουρα δεν σπάει. Ας μην προσπεράσουμε, όμως, τη μέρα. Η Κυριακή είναι του Θεού, του φτωχού, του πλούσιου, του άπιστου, του ερωτευμένου, του μαθητή, του εγκαταλειμμένου, της παρέας, τους ενός, όλων. Και όπως έγραψε κάποιος πάνω σε καθαρά γαλάζιο ουρανό, όλου του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου. Η κυρία αυτή, με κεφαλαίο το «Κ» παρακαλώ, έβρεξε τα χώματά μας, τα φύλλα του βασιλικού και τη στεγνή καρδιά μας. Η Κυριακή Παπαδοπούλου έγινε το χουζούρι της αργίας μας, η πρώτη γουλιά του καφέ μας και ο πρώτος καπνός του τσιγάρου μας. Και όταν η νύχτα διεκδικούσε το μερίδιό της, αυτή φορούσε το μετάξι που λέγαμε και έραβε πάνω της τις αστραπές της. Τότε το χέρι δάμαζε τα παγωμένα, τα αιχμηρά, το χαμόγελο βοηθούσε το φως του φεγγαριού και η φωνή, αυτή η φωνή, έκανε τις νύχτες μεσημέρια. Και κάπως έτσι, η Κυριακή έπαιζε, αγωνιζόταν, μαζί με τη Μαρινέλλα. Α, αν δείτε κάποιον να τρέχει πίσω, μπρος, τώρα, πριν, στο παρελθόν, στο μέλλον της, αυτός είναι ο Γιάννης Ξανθούλης. Δώστε του σημασία και διαβάστε παρακαλώ το βιβλίο του «Μαρινέλλα. Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια». (Εκδόσεις Διόπτρα).
Καλό κρασί, λαδερά και κουβέντες που συνεχίζονται
Ο Γιάννης Ξανθούλης γράφει για τη Μαρινέλλα. Γράφει στη Μαρινέλλα. Γράφουν μαζί για τη Μαρινέλλα. Και η βιογραφία γίνεται βιογραφίες. Η ζωή της τραγουδίστριας και η ζωή του συγγραφέα. Τα στιγμιότυπα της μιας και του άλλου. Όλα, όμως, εκτοξεύονται από τις εκρήξεις του ήλιου που λέγεται Κυριακή Παπαδοπούλου (σ.σ αυτό είναι το όνομα της Μαρινέλλας). Ο Ξανθούλης προκαλεί τις αντιδράσεις του φαινομένου, τις κατευθύνει με την πονηριά μικρού παιδιού και δίπλα σε αυτές βάζει και τα δικά του μαρινελλικά (sic) επεισόδια. Το κάνει με άνεση, τόλμη και σεβασμό. Γι’ αυτό και ο βίος της καλλιτέχνιδας ξεδιπλώνεται ήρεμα αβίαστα, φαινομενικά άκοπα. Οι συναντήσεις των δύο είχαν πολλά λαδερά, καλό κρασί και κουβέντες που τελείωσαν για λόγους πρακτικούς, αλλά συνεχίζονται για λόγους ουσιαστικούς, εκτός χαρτιού.
Ναι, το βιβλίο εντάσσεται στην κατηγορία «Βιογραφία». Είναι, όμως, κάτι παραπάνω από μία τυπική καταγραφή της ζωής ενός ανθρώπου. Ο Ξανθούλης δίνει τον δικό του μυθιστορηματικό χαρακτήρα στο βιβλίο. Ενισχύει τα προσωπικά ντοκουμέντα με το ύφος του μύθου και προσφέρει τη δύναμη της μαρτυρίας ατόφια. Δεν διαβάζουμε, λοιπόν, μόνο το τι έκανε η Μαρινέλλα, πώς το έκανε, γιατί το έκανε, πού το έκανε. Πατάμε στα χώματα που πάτησε η Κυριακή Παπαδοπούλου, την ακολουθούμε εκεί που πήγε με τα «μπουλούκια», βλέπουμε την αλλαγή ρούχου-ονόματος και γιατί το Κυριακή έγινε Μαρινέλλα… Με τον Ξανθούλη και τη Μαρινέλλα θυμόμαστε τη ζωή της τελευταίας, θυμόμαστε κάτι από τη δική μας και έτσι αφηνόμαστε στη διήγηση.
Αυτός που ξέρει και αυτή που αφήνεται σε αυτόν
Ο Ξανθούλης κερδίζει όλα τα κλισέ με το σπαθί του. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Τα λόγια κυλάνε ανεμπόδιστα και το άστρο της Μαρινέλλας λάμπει. Αυτά που τις περισσότερες φορές λέγονται εκβιαστικά, εδώ κατακτούνται με εξυπνάδα, αληθινό κόπο, καταλαβαίνεις την πρόκληση που βάζει στον εαυτό του ο συγγραφέας, και γοητευτικό τρόπο. Η Μαρινέλλα αφήνεται στις κουβέντες και την παρέα του Ξανθούλη. Και όσα λέει σε αυτό, είναι σαν να τα λέει απευθείας σε μας! Τα παιδικά, δύσκολα, χρόνια. Το θέατρο και η στροφή στο τραγούδι. Η αλλαγή του ονόματος. Η σχέση, σημαντική, με τον Καζαντζίδη. Ο χωρισμός. Οι άγριες νύχτες. Η καλλιτεχνική ανεξαρτησία. Οι τολμηρές, επαγγελματικές, επιλογές. Τα ταξίδια. Ιδιαίτερη αναφορά σε αυτά στην Αλβανία, στην Περσία. Οι μεγάλες πίστες. Οι συνεργασίες. Το Ηρώδειο. Οι απώλειες. Ο Ξανθούλης ξέρει τη Μαρινέλλα και έχει το θάρρος, την εμπειρία και τη γνώση να ρωτά και πράγματα που δεν προκαλούν γλυκερές, ιλουστρασιόν, εικόνες. Ποιος είπε ότι ένας βίος είναι ακύμαντος και δίχως πληγές. Η Μαρινέλλα ξεπερνά τα όρια της ζωής και ήδη έχει βάλεις τους κανόνες της γι’ αυτό το χιλιοτραγουδισμένο ύστερα. Λίγο πριν το φινάλε του βιβλίου, διαβάζουμε: «Τι είπα; Θύμισέ μου…». «Είπες. “Τραγουδάω εξήντα τόσα χρόνια, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι έκλεισαν τον κύκλο μου και δεν είπα φτάνει. Όταν το αποφασίσω, θα είναι το πιο ήσυχο φευγιό που θα υπάρχει”. Σωστά;». «Σωστά!». Η έκδοση συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό.