Επιστήμονες βρήκαν τα πρώτα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πεταλούδες διέσχισαν τον Ατλαντικό

Επιμέλεια: Newsroom
Επιστήμονες βρήκαν τα πρώτα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πεταλούδες διέσχισαν τον Ατλαντικό
Όλα ξεκίνησαν το 2013 όταν ο εντομολόγος Τζέραντ Ταλαβέρα είδε κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Ένα σμήνος από πεταλούδες του είδους «ζωγραφιστή κυρία» βρίσκονταν σε μια παραλία στη Γαλλική Γουιάνα. 

Νέα έρευνα απέδειξε ότι πεταλούδες κατάφεραν να διασχίσουν τον Ατλαντικό ωκεανό και να γίνουν το πρώτο έντομο που πραγματοποίησε ποτέ υπερωκεάνιο ταξίδι.

Όλα ξεκίνησαν το 2013 όταν ο εντομολόγος Τζέραντ Ταλαβέρα είδε κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Ένα σμήνος από πεταλούδες του είδους «ζωγραφιστή κυρία» βρίσκονταν σε μια παραλία στη Γαλλική Γουιάνα.

Η «ζωγραφιστή κυρία», ή «Vanessa cardui» όπως λέγεται αυτό το είδος πεταλούδας, είναι μια από τις πιο διαδεδομένες πεταλούδες στον κόσμο, αλλά δεν απαντάται στη Νότια Αμερική. Κι όμως, ήταν εκεί, ξαπλωμένες στην άμμο των ανατολικών ακτών της ηπείρου, με τα φτερά τους κουρελιασμένα και γεμάτα τρύπες. Κρίνοντας από την κατάστασή τους, ο εντομολόγος Τζέραρντ Ταλαβέρα, ο οποίος εργάζεται στο Institut Botànic de Barcelona στην Ισπανία, υπέθεσε ότι οι πεταλούδες αναρρώνουν από μια μακρά πτήση.

Οι πεταλούδες είναι πρωταθλήτριες στα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, διασχίζοντας τακτικά τη Σαχάρα σε ένα ταξίδι που ξεκινά από την Ευρώπη και καταλήγει στην υποσαχάρια Αφρική, καλύπτοντας έως και 14.000 χιλιόμετρα. Θα μπορούσαν όμως να έχουν κάνει ένα ταξίδι που υπερβαίνει τα 4.000 χλμ. διασχίζοντας στον Ατλαντικό Ωκεανό χωρίς να έχουν κανένα μέρος για να σταματήσουν και να ανεφοδιαστούν;

Η παρακολούθηση των μακρινών μετακινήσεων των εντόμων είναι μια πρόκληση. Εργαλεία όπως οι συσκευές ραδιοεντοπισμού που χρησιμοποιούνται στην παρακολούθηση των πτηνών, είναι πολύ μεγάλα για τα μικρά και ευαίσθητα έντομα, και το ραντάρ επιτρέπει την παρακολούθηση μόνο συγκεκριμένων θέσεων. Οι επιστήμονες έπρεπε να βασιστούν σε εικασίες και σε παρατηρήσεις επιστημόνων και πολιτών για να συνθέσουν τα κομμάτια του ταξιδιού.

«Βλέπουμε πεταλούδες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, αλλά δεν αποδεικνύουμε άμεσα τους δεσμούς, απλώς κάνουμε υποθέσεις», δήλωσε ο Tαλαβέρα.

Το 2018 ο Τζέραντ Ταλαβέρα, ανέπτυξε έναν τρόπο να χρησιμοποιεί ένα εργαλείο ανάλυσης της γενετικής αλληλουχίας του DNA της γύρης. Οι κόκκοι γύρης κολλάνε σε έντομα όπως οι πεταλούδες, όταν τρέφονται με νέκταρ από τα λουλούδια.

Ο Ταλαβέρα χρησιμοποίησε μια μέθοδο που ονομάζεται DNA metabarcoding για το DNA των γύρης προκειμένου να προσδιορίσει από ποιο φυτό προήλθε. Αργότερα, το DNA μπορούσε να ανιχνευθεί στη γεωγραφική χλωρίδα για να χαρτογραφηθεί η πορεία του εντόμου.

Σε μια εργασία που δημοσιεύθηκε την Τρίτη στο περιοδικό Nature Communications, ο Ταλαβέρα και η ομάδα του περιγράφουν ένα κρίσιμο στοιχείο για τη λύση του μυστηρίου των πεταλούδων: Η γύρη που ήταν πάνω στις πεταλούδες στη Γαλλική Γουιάνα αντιστοιχούσε σε ανθισμένους θάμνους που βρίσκονταν σε χώρες της Δυτικής Αφρικής.

Οι θάμνοι αυτοί ανθίζουν από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο, γεγονός που ταιριάζει με το χρονοδιάγραμμα της άφιξης των πεταλούδων. Αυτό υποδηλώνει ότι οι πεταλούδες είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό. Αλλά ο Ταλαβέρα και η ομάδα του ήταν προσεκτικοί στο να μην βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα.

Εκτός από τη μελέτη της γύρης, οι ερευνητές προχώρησαν στην μελέτη του γονιδιώματος των πεταλούδων για να εντοπίσουν την καταγωγή τους και διαπίστωσαν ότι έχουν ευρωπαϊκές- αφρικανικές ρίζες. Αυτό απέκλεισε την πιθανότητα να είχαν έρθει από τη Βόρεια Αμερική.

Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν ένα εργαλείο εντοπισμού εντόμων για να επιβεβαιώσουν ότι η γενέθλια προέλευση των πεταλούδων ήταν στη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Δυτική Αφρική. Προσθέτοντας καιρικά δεδομένα που έδειχναν ευνοϊκούς ανέμους που έπνεαν από την Αφρική προς την Αμερική, έφτασαν σε ένα μνημειώδες εύρημα.

«Η ιχνηλάτηση που κατάφερε να κάνει ο Ταλαβέρα σαν ντετέκτιβ οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι πεταλούδες του είδους ‘’ζωγραφιστή κυρία’’ έκαναν το πρώτο υπερωκεάνιο ταξίδι που έχει καταγραφεί ποτέ από έντομο», δήλωσε ο Ντέιβιντ Λόχμαν επιστήμονας στο City College της Νέας Υόρκης, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα.