Αξέχαστες σκηνές: Ρε Ηλία, ρίχτο, ξανά και ξανά
Η σκηνή αυτή είναι αξέχαστη, όπως και όσες θα παρουσιάσουμε. Ναι, αλλά ελάχιστες έχουν εγγραφεί στη συλλογική ποπ κουλτούρα. Και πάλι, δεν είναι η μόνη. Η ερμηνεία του πρωταγωνιστή πάντα θα μνημονεύεται. Όπως και άλλων ηθοποιών. Μια εποχή, ένας τρόπος ζωής, διασκέδασης, αποτυπωμένα σε λίγα λεπτά. Λίγες είναι οι κινηματογραφικές προσπάθειες της ημεδαπής που μπορούν να ακολουθήσουν. Η σκηνή αυτή, όμως, εκκινεί από την απολυτότητα της μοναξιάς, της εγκατάλειψης. Ο άνθρωπος διαλύεται εσωτερικά και η άηχη συντριβή συναντά το σπάσιμο πιάτων, ποτηριών, μπιντέδων! Τα δάκρυα βρίσκουν το κάψιμο του αλκοόλ και της φωτιάς πάνω στην πίστα. Και η καψούρα συνοδοιπορεί με το ξέσπασμα του συναισθήματος και ο χώρος, ο χρόνος δεν αρκούν για να σώσουν τον διαλυμένο άνθρωπο. Η κατεδάφιση του είναι, της ψυχής, έρχεται να επαναληφθεί πάνω στη δύναμη της μπουλντόζας και στη σάρωση του θυσιασμένου νυχτερινού κέντρου διασκέδασης. Το «Ηλία, ρίχτο!» είναι η κορύφωση μιας σπουδαία σκηνοθετημένης σκηνής. Πριν δοθεί η εντολή, πριν ο ήρωας χαθεί στο ξημέρωμα, η κάμερα, οι ερμηνείες, η ατμόσφαιρα, τα τραγούδια. Αυτά ήταν που έστρωσαν τον δρόμο για να πέσει μια ψευδοισχυρή ζωή. Γι’ αυτό, πριν την τελική πενιά, ας δούμε πώς φτάσαμε στη διάσημη, πια, φράση. Αυτή η σκηνή έχει πολλά, όχι μόνο λεπτά, να μας δώσει, να μας πει.
Ο χωρισμός και ο εαυτός που σώζεται
Για όσους δεν γνωρίζουν, αναφερόμαστε στο «Όλα είναι δρόμος», του Παντελή Βούλγαρη. Πριν μπούμε στο «Βιετνάμ» [σ.σ το νυχτερινό κέντρο που διαδραματίζεται η επίμαχη σκηνή], λίγα λόγια για την ταινία. Σκόρπιες λέξεις-φράσεις, θραύσματα φωτοχυσίας, σημάδια που θα δείξουν καλύτερα το «Ηλία, ρίχτο!». Σπονδυλωτό έργο. Τρεις ιστορίες. Τρεις άνθρωποι. Μόνοι, μοιραίοι. Τρεις σπουδαίοι ηθοποιοί. Καταλειφός, Βέγγος, Αρμένης. Πρώτα η αυτοκτονία. Μετά η δολοφονία. Στο τέλος ο χωρισμός. Και εδώ μπαίνει ο χαρακτήρας του Μάκη Τσετσένογλου. Μεγαλέμπορος επίπλων πολυτελείας. Κάπου στο Κιλκίς. Καταλήγει μόνος. Η γυναίκα του τον χωρίζει και παίρνει τα παιδιά μαζί της. Ο άνδρας έχει γίνει άδειο σαρκίο. Η καρδιά χτυπά, τα πόδια κινούνται, το στόμα μιλά, αλλά η ψυχή έχει παγώσει. Εσωτερικά, μόνο σιωπή. Η διέξοδος γι’ αυτόν είναι η ακραία ψευδαίσθηση του «σκυλάδικου». Το σύννεφο του τσιγάρου, το τέντωμα της χορδής του μπουζουκιού, η πίκρα από το ποτό, η παρέα της πληρωμένης γυναίκας, το σπάσιμο του πιάτου και η φωνή του λαϊκού τραγουδιστή οδηγούν στην κάθαρση, στον ρημαγμένο παράδεισο. Σε αυτό το σκηνικό ο Τσετσένογλου ζει, «πεθαίνει» και ανασταίνεται. Και προχωρά, πληγωμένος, έρημος, παρέα με τον εαυτό που έχει σώσει.
Η μοναξιά είναι ο άρχοντας της πίστας
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας «Βιετνάμ» στηρίζεται στην ερμηνεία του Γιώργου Αρμένη. Η μαεστρία των Γιώργου Φρέντζου [διεύθυνση φωτογραφίας], Ντίνου Κατσουρίδη [μοντάζ] μένει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ και συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτυχία της καταληκτικής ιστορίας. Στα 24 λεπτά που διαρκεί βλέπουμε κάθε γωνιά του κόσμου της νύχτας. Και η μοναξιά είναι ο άρχοντας της πίστας! Κάθε πλάνο και ένα σταθερό, ήρεμο, μπάσιμο της κάμερας. Πίσω από κάθε υγρό βλέμμα, πίσω από κάθε σκληρό πρόσωπο, πίσω από κάθε ρωγμή, ένα καδράρισμα λαϊκής ομορφιάς. Και σε αυτή την τραγωδία των λίγων λεπτών, ο Γιώργος Αρμένης, ο Τσετσένογλου, είναι ο ήρωας που με τις σιωπές, τον εσωτερικό πόνο, τα λίγα λόγια ρίχνεται στο θηρίο της ψυχικής ερήμωσης. Η δίχως όρια διασκέδαση θα δώσει τη διέξοδο που ψάχνει. Λίγο πριν ξημερώσει, μια μπουλντούζα, το προσωπικό του μαγαζιού, ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα ζεϊμπέκικο θα φτιάξουν τη μεγάλη έξοδο, τη φυγή προς το ασθενικό φως. Το σενάριο [Βούλγαρης, Σκαρμπαρδώνης] σε προετοιμάζει για την κορύφωση, για το «Ηλία, ρίχτο!». Περιμένεις το τελικό ξέσπασμα του Τσετσένογλου. Και όταν έρχεται, δεν ισοπεδώνεται μόνο ένα μαγαζί, αλλά κι ένα κομμάτι του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.