Η ησυχία της πτώσης (vid)
Η πτώση, κάθε πτώση, ξεκινά από μέσα. Οι άνθρωποι το ξέρουν καλά και τα αντικείμενα, τα άψυχα, το επιβεβαιώνουν με τον θόρυβο, με τον κρότο που παράγουν. Εδώ, όμως, μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Πότε δημιουργήθηκε το πρώτο ράγισμα; Πότε αυτό αφέθηκε στην τύχη του και δεν αποκαταστάθηκε; Πότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση; Πότε και πώς ξεπετάχτηκε η σκέψη που θέλει το παιδί να φοβάται την επιστροφή της μάνας; Οι απαντήσεις υπάρχουν στη «σιωπή» του παρελθόντος. Η «φλυαρία» του παρόντος και η αδημονία του μέλλοντος καλύπτουν τα προηγούμενα και υποτιμούν τα επόμενα. Όσα, όμως, έχουν προηγηθεί και δεν έχουν εξηγηθεί, ζητούν βίαια τις απαντήσεις και η διεκδίκηση γίνεται εκδίκηση. Και τότε, όσοι πέσουν δύσκολα θα σηκωθούν. Κι αν το κάνουν, κάτι θα τους λείπει, κάτι θα απουσιάζει και αυτοί θα είναι αλλαγμένοι. Πριν την έκρηξη, το ξέσπασμα, είναι αυτή η ηρεμία και η επίμονη εσωτερική αναταραχή που μετατοπίζουν το βλέμμα και αλλάζουν τον τρόπο σκέψης. Και όταν φτάνει η στιγμή της μοιραίας αντίδρασης, δύο είναι οι δρόμοι έκφρασης: ο μανιασμένος, ο σαρωτικός και ο ήσυχος. Στην ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα, ο ήχος του εσωτερικού-εξωτερικού ραγίσματος ίσα που ακούγεται. «Ανατομία μιας πτώσης» (2023), της Ζιστίν Τριέ.
«Κάπου σε βρίσκω μα κάπου σε χάνω»
Πάμε αμέσως στο τι θέλει να πει η ταινία: οι άνθρωποι δεν βρίσκονται όταν πρέπει και δεν μένουν μόνοι όταν επιβάλλεται να μείνουν μόνοι. Η βραβευμένη στις Κάννες (Χρυσός Φοίνικας) ταινία απεικονίζει και εξιστορεί τη φράση/στίχο «κάπου σε βρίσκω μα κάπου σε χάνω». Η οικογένεια στην οποία εστιάζει η ιστορία ακριβώς σε αυτό το εύθραυστο και θολό τοπίο κινείται. Και όταν το περίβλημα σπάει, ο ήχος της θραύσης μόλις που ακούγεται. Η σχέση του ανδρόγυνου δοκιμάζεται. Ο γάλλος σύζυγος θεωρεί ότι η γυναίκα του, γερμανίδα συγγραφέας, του «κλέβει» τον χρόνο και τον χώρο που χρειάζεται. Αυτή την τον κατηγορεί για ατολμία και κακές αποφάσεις. Αυτή τον έχει απατήσει. Αυτός δεν προφύλαξε το παιδί τους και μετά από ατύχημα έχασε την όρασή του. Και μια μέρα, ο άντρας πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού, στο βουνό, και πεθαίνει. Κανείς δεν έχει δει πώς και γιατί έπεσε. Τον βρίσκει το τυφλό παιδί και η ανατομία της πτώσης ξεκινά. Η σύζυγος κατηγορείται για φόνο. Αυτή υποστηρίζει ότι ο άντρας της αυτοκτόνησε. Όλοι ψάχνουν την αρχή του νήματος και την αιτία της πτώσης. Και όλα φαίνονται καθαρά και όλα είναι μπλεγμένα και το «κάπου σε βρίσκω μα κάπου σε χάνω» επαναλαμβάνεται. Οι χαρακτήρες μετακινούνται από το ένα άκρο στο άλλο και στο τέλος όλοι κουβαλάνε ένα κομμάτι ενοχής και ένα αθωότητας.
Οι γονείς στα άκρα και το παιδί στη μέση
Το σενάριο και η σκηνοθετική προσέγγιση της Ζιστίν Τριέ κινούνται στον δρόμο του διακριτικού. Πάνω σε αυτόν γίνεται η αναζήτηση της αιτίας του κακού και στο πώς θα επιμεριστεί η ευθύνη στους «ώριμους» ενήλικες. Η αφήγηση και η πλοκή κυλάνε ήσυχα και καθαρά. Τα τραύματα του παρελθόντος έρχονται στην επιφάνεια με προσοχή και αποφασιστικότητα και η κάμερα ακολουθεί. Δύο οι χώροι δράσης. Το σπίτι της οικογένειας και η δικαστική αίθουσα. Το άμεσο και επιτακτικό ύφος του δικαστηρίου συναντά τη ζεστασιά και την ψυχρότητα του σπιτιού. Το ζευγάρι στέκεται στα δύο άκρα, εναλλάσσεται, και το παιδί είναι στη μέση. Η μητέρα στο εδώλιο, ο πατέρας νεκρός και το αγόρι να αναζητά κι αυτό την αλήθεια, τον αθώο και τον ένοχο.
Η Τριέ παίρνει το απόλυτο από μοντάζ και φωτογραφία, ενώ μέσα από τον φακό της κάμερας αναδεικνύει όλες τις «μικρές» στιγμές που γιγαντώνονται και επιβάλλονται στους πρωταγωνιστές. Δεν υπάρχει καμία χαλάρωση στον ρυθμό και τίποτα περιττό. Ερμηνευτικά η Σάντρα Χίλερ δεσπόζει. Το αγόρι που υποδύεται τον γιο της, ο Μίλο Ματσάντο Γκράνερ, αποδίδει πιστά το συναισθηματικά φορτισμένο παιδί. Φυσικά η ταινία είναι κάτι παραπάνω από δικαστικό θρίλερ. Είναι ένα υπαρξιακό δράμα και μία σπουδή πάνω δύναμη του μη οριστικού, του μη τελεσίδικου. Η αλήθεια δεν είναι ποτέ εύκολη και κάποιες φορές δεν αποκαλύπτεται όπως περιμένουμε. Λίγο πριν το φινάλε, το παιδί λέει στη μάνα του, που επιστρέφει από δικαστήριο την ημέρα της απόφασης, «φοβόμουν να επιστρέψεις». Και αυτή απαντά «φοβόμουν να επιστρέψω».