Δημήτρης Μητροπάνος: Ένας ήχος που ζει στη σιωπή...
Κάποτε πριν από 6 χρόνια είδα για πρώτη φορά από κοντά τον Δημήτρη Μητροπάνο να τραγουδά… Η αλήθεια είναι πως γνώριζα, - όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, ότι η υγεία του δεν ήταν σε καλή κατάσταση τα τελευταία χρόνια. Είχε πάει στην Αμερική… Του είπαν να μην ξανατραγουδήσει κι απάντησε πως η ζωή του δεν είχε νόημα χωρίς το τραγούδι. Έκανε απεργίας πείνας. Τον είδα να μην μπορεί να πάρει ανάσα λίγο πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα και πέντε λεπτά μετά «ν’ ανασταίνεται» μπροστά μου, πάνω στη σκηνή. Ναι. Δεν πίστεψα ποτέ ότι μπορεί να πάθει κάτι.
Ήτανε «Άγιος Φεβρουάριος» όταν συναντήθηκε με τον Δήμο Μούτση και τον Μάνο Ελευθερίου κι «αν φταίει κανείς να μην το πεις, τα λόγια είναι της ντροπής, κι ό,τι ραγίζει δεν πονά, ποτάμι ο κόσμος και περνά». Ο κόσμος περνά. Αλλά δεν ξεχνά. Ο πόνος όμως της απώλειάς του όσα καλοκαίρια κι όσοι χειμώνες και να περάσουν δύσκολα να γιατρευτεί. Γιατί η δική του η φωνή, η δική του παρουσία, η αξιοπρέπειά του, η δυναμική του, η ψυχή του, η καλοσύνη του δεν ήταν περαστική. Ήταν και είναι η ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Ξεκίνησε με τον μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα του όπως ο ίδιος αποκαλούσε , το Γιώργο Ζαμπέτα, «Είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα», είχε δηλώσει ο ίδιος. Έπειτα πήρε «Το δρόμο για τα Κύθηρα» με συνοδοιπόρο τον Γιώργο Κατσαρό, «Κάτσε στην πέτρα του γιαλού, βάλε το χέρι αντήλιο, πάρε μια χούφτα θάλασσα, πάρε μια χούφτα ήλιο, και πλύνε μου το πρόσωπο», στην πορεία του συνάντησε το Μίκη Θεοδωράκη, το Γιώργο Χατζηνάσιο «ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου, ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ», τον Τάκη Μουσαφίρη «κάνε κάτι λοιπόν, να χάσω το τρένο», τον Απόστολο Καλδάρα «δύσκολη η ζωή εντέλει, κι άιντε ζήσε αλλά πως;”, το Γιάννη Σπανό «εγώ είμαι αγάπη δίκοπη, σου το χω πει», το Χρήστο Νικολόπουλο.
Δεν είχε στεγανά. Πάντα ανοιχτόμυαλος. Δε φοβόταν να τολμήσει. Γιατί για εκείνον η μουσική δεν είχε όρια. Δεν έβαζε ταμπέλες. Συνεργάστηκε με τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Στέφανο Κορκολή, τον Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και με νεότερους καλλιτέχνες. Τους οποίους αντιμετώπιζε πάντα με τον ίδιο σεβασμό.
Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά δε χρειαζόταν. Είχε μπει στα σπίτια όλων μας. Υπήρχε στις ζωές μας. Στους χωρισμούς μας, στους αναστεναγμούς μας, στις χαρές μας, στο «Αλίμονο» μας.
Ποιος δε χόρεψε τη «Ρόζα», ποιος δεν έκλαψε όταν άκουσε «χωρίς την αγάπη σου θα ήμουνα μόνος», ποιος δεν έκανε «μια στάση εδώ», ποιος δεν αναζήτησε στην «Σαλονίκη» και στα «Λαδάδικα»…
Ήμουν όρθια. Όπως κι όλος ο κόσμος στο νυχτερινό μαγαζί εκείνο το βράδυ. Και τα μάτια μου έτρεχαν. Ανεξέλεγκτα.
Όπως στις 17 του Απρίλη…
Μπορεί να πέφτουνε τα φύλλα μου στο χώμα
μπορεί να έφτασε η ψυχή μου μες στο στόμα
όμως εγώ δεν έχω πει αντίο ακόμα
άκου, ακόμα ζω
Μπορεί να κάνει παγωνιά να νιώθω κρύο
να 'ναι για μένα στο λιμάνι αυτό το πλοίο
όμως δεν έχω πει ακόμα το αντίο
άκου, ακόμα ζω
Είμαι φωτιά κεραυνός και αστραπή
η καταιγίδα που φέρνει βροχή
είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή
άκου, έχω φωνή
Μπορεί να έφυγες κι εσύ απ' τη ζωή μου
και να μου πήρες την ανάσα απ' την πνοή μου
όμως εγώ σε νιώθω ακόμα στην αφή μου
άκου ακόμα ζω
Μπορεί η νύχτα να 'ναι απ' έξω απ' την καρδιά μου
να με γυρεύει, να φωνάζει το όνομά μου
όμως εγώ θα τα τελειώσω τα όνειρά μου
άκου, ακόμα ζω
Είμαι φωτιά κεραυνός και αστραπή
η καταιγίδα που φέρνει βροχή
είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή
άκου, έχω φωνή
Είμαι φωτιά κεραυνός και αστραπή
η καταιγίδα που φέρνει βροχή
είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή
άκου, έχω φωνή
άκου, άκου, έχω φωνή
Είσαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή… Σ’ ακούμε…