Η ζωή… δεν γέλασε στον Μίμη Φωτόπουλο: Από την αντίσταση στην εξορία στην Αφρική!

Gazzetta team
Η ζωή… δεν γέλασε στον Μίμη Φωτόπουλο: Από την αντίσταση στην εξορία στην Αφρική!
Η προδοσία από άνθρωπο του θεάτρου, η σύλληψη και η εξορία σε στρατόπεδο της Αφρικής. Ο Μίμης Φωτόπουλος σαν σήμερα (8 Απριλίου του 1913) γεννήθηκε, αλλά η ζωή του δεν είχε τόσα χαμόγελα όσα προσέφερε αυτός.

Ένας από τους θρύλους του ελληνικού κινηματογράφου, ένας από τους γνήσιους, τους μάγκες, που έχεις χαζέψει δεκάδες φορές στην τηλεόραση, έχεις γελάσει, έχεις ταυτιστεί, αλλά αγνοείς την ιστορία του. Και ο Μίμης Φωτόπουλος- περί ου ο λόγος- κουβαλούσε μία άγνωστη, σκληρή και επίπονη ιστορία πίσω του.

Συνηθίζουμε να ταυτίζουμε τους ηθοποιούς ανάλογα με τους ρόλους στους οποίους τους βλέπουμε συχνά, αλλά ο Μίμης Φωτόπουλος, ο οποίος σαν σήμερα στις 8 Απριλίου του 1913 γεννήθηκε, είχε έναν… κόντρα ρόλο, καθώς η ζωή… μόνο χαμόγελα δεν του είχε προσφέρει.

Η αντίσταση στην κατοχή και τα «Δεκεμβριανά»

Ο Μίμης Φωτόπουλος, την περίοδο της γερμανικής κατοχής επέλεξε την πλευρά της… αντίστασης και έγινε γρήγορα μέλος του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου). Μορφωμένος γαρ, είχε ρόλο εμψυχωτικό και διαφωτιστικό για να μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα της αντίστασης.

 

Μετά τη γερμανική κατοχή, στα «Δεκεμβριανά» και κατά τις συγκρούσεις των ανταρτών με τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, υπέστη ένα πρώτο πλήγμα, καθώς καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του, με αποτέλεσμα αυτός και ο αδερφός του να μείνουν στον δρόμο. Πικράθηκαν διπλά, γιατί εκτός από το σπίτι τους, κάηκε και η μεγάλη βιβλιοθήκη τους με πάνω από 2.000 βιβλία.

Η προδοσία και η σύλληψη

Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν γνωστός στους χώρους του θεάτρου και παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1945, «ανέβηκε» στο Κολωνάκι –«εκεί που οι εγγλέζικες κονσέρβες ετοιμάζονταν να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά»- ευελπιστώντας να ζητήσει και να βρει δουλειά.

«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος «ένοικος». Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».

Έτσι είχε περιγράψει ο ίδιος τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου». Ένας άνθρωπος του θεάτρου τον είχε προδώσει γιατί τον είχε ακούσει να μιλάει για «λαοκρατία».

Η… κόκκινη πιτζάμα

Ο αρχιφύλακας που τον αναλαμβάνει διαπιστώνει ότι από το παντελόνι του βγαίνει ένα κομμάτι κόκκινο πανί.

«Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντελόνι σου, τι είναι;»

«Η πιτζάμα μου κύριε πόλισμαν!»

«Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;»

«Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου και μου την έραψε την πιτζάμα. Κι επειδή σήμερα κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα».

Ένα κόκκινο κομμάτι ύφασμα ήταν αρκετό για να «δέσει» με την προδοσία του ταξιθέτη.

Η εξορία στην Αφρική

Γρήγορα βρέθηκε μέσα σε ένα καράβι –«που μάλλον δεν μας πήγαινε στην Αίγινα»- και ξάφνου βρέθηκε στην… Αφρική και το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα… 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια. Μαζί του στην εξορία ακόμα 8 με 10 χιλιάδες Έλληνες που είχαν συλληφθεί και εξοριστεί κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.

Πείνα, κακουχίες, ψείρες και αρρώστιες, αλλά και μαράζι που του έλειπε το θέατρο. Βλέπετε ακόμα και στην κατοχή σκαρώνανε παραστάσεις.

Λιθοβολισμοί, μούντζες και βρισιές

25η Μαρτίου ήταν η σημαδιακή μέρα της… απελευθέρωσής του, ωστόσο στην επιστροφή στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμεναν: «Σουρούπωνε όταν βγήκαμε από το Γουδί. Τραβήξαμε μια παρέα για τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από κάτι νοσοκομεία άρχισαν να μας πετροβολάνε. Μας είχαν κατευοδώσει με μούντζες, μας υποδέχονταν με λιθοβολισμό. Ξέρανε αυτοί οι άνθρωποι ποιοι είμαστε; Τι λέγανε οι ψυχές μας; ... Όταν ύστερα από πολλούς κόπους βρήκα κάπου τους δικού μου, η μάνα μου καθώς με αντίκρισε έπεσε στα πόδια μου και τα φιλούσε. Ντρεπόμουνα, μα όσο κι αν την παρακαλούσα, όση δύναμη κι αν έβαλα, δεν μπορούσα να τη σηκώσω από τα πόδια μου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ