Μποντιρόγκα στο Gazzetta: «Είμαι βάζελος! Πάντα θα είμαι»
Αποστολή στη Σερβία: Γιάννης Σταυρουλάκης
Στην αρχή, όταν πρωτάκουσες το όνομά του, τον είπες Μποντίρογκα. Μετά ήλθε στην Αθήνα και σε διόρθωσε, αφού ο τόνος πηγαίνει στην παραλήγουσα. Τόσο μεγάλο όνομα, στην αρχή άγαρμπο και μετά αρμονικό, σαν να κρύβει μέσα του μυστήρια. Για τους Σέρβους, ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα είναι το αγαπημένο τους παιδί. Όταν γύρισε στο αεροδρόμιο με την κούπα του πρωταθλητή κόσμου το 1998, που στην Αθήνα είχε φροντίσει να φτάσει στα χέρια των πλάβι, εκατό χιλιάδες άνθρωποι φώναζαν ότι «έχουμε έναν Θεό και τον λένε Μποντιρόγκα». Και ο ίδιος έλεγε πως «δεν υπάρχουν όνειρα τόσο γλυκά όσο αυτά που ζεις στην πραγματικότητα».
Λίγο μετά, ετοίμαζε τις βαλίτσες του και επέστρεψε στην Αθήνα, που κανονικά θα έπρεπε να τον έχουν συλλάβει ως σεσημασμένο δολοφόνο, για να ξεκινήσει τη θητεία του στον Παναθηναϊκό. Χωρίς να μπορεί να το υποψιαστεί, βρήκε την ομάδα της ζωής του. Άνθρωπος του κόσμου, αυτός ο πονηρός μικρός ήρωας της μπασκετικής πραγματικότητας, μπορεί να γυρίσει κάποια στιγμή στην Κηφισιά και να θυμηθεί πως οι φίλοι του Παναθηναϊκού την είχαν μπλοκάρει ένα βράδυ του καλοκαιριού το 2002, όταν έμαθαν ότι θα φύγει για άλλες πολιτείες. Το «Πανάθα μου σε αγαπώ» που είπε όταν η ομάδα του άλωσε το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας τον Μάιο του 1999 δεν θα ξεχαστεί... Όπως κι εκείνο το ματς στα Πατήσια. Ή ο τελικός της EuroLeague με την Κίντερ όταν είχε φροντίσει να κάνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου ο Παναθηναϊκός να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης στο PalaMalaguti της Μπολόνια.
Ο Μποντιρόγκα ήταν ο μόνος καλαθοσφαιριστής που, χωρίς να έχει παίξει ποτέ στην εθνική ομάδα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας εντούτοις, νιώθεις ότι έμαθε να παίζει παρέα με τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Βόσνιους και τους Σέρβους. Ότι κράτησε όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν αυτή την φυλή ξεχωριστή. «Το μπάσκετ είναι απλό άθλημα και γίνεται πιο απλό αν έχεις τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα», του επιδαψίλευσε τον απόλυτο έπαινο ο προπονητής του στην Μπαρτσελόνα, Σβέτισλαβ Πέσιτς.
Από τη Ζαντάρ στην Στεφανέλ, τη Ρεάλ Μαδρίτης, τον Παναθηναϊκό, την Μπαρτσελόνα και τη Ρόμα, ο Μποντιρόγκα έφερνε μαζί του χρυσό και ασήμι... Μνημειώδης θα μείνει επίσης η αυτοσυγκέντρωσή του στις ελεύθερες βολές, όπου υπήρχε η αίσθηση πως δεν κοίταζε το καλάθι όταν σούταρε, αλλά το κενό. Πλέον απολαμβάνει τη ζωή ως ιδιοκτήτης του εστιατορίου Gilda στο Βελιγράδι. Μακριά από το μπάσκετ... Δίχως ποτέ να ξεχνά τη ζωή του με φόντο το τριφύλλι. Το παραδέχεται στο Gazzetta, δηλώνοντας στα ελληνικά «βάζελος με πράσινο αίμα».
Photo credits: Darko Duckin / www.darkoduckin.com
Η αποστολή του Gazzetta στη Σερβία
Ομπράντοβιτς στο Gazzetta: «Έχω δουλέψει για μηδέν ευρώ και μιλάνε ακόμα για μεγάλα μπάτζετ»;
Σάβιτς στο Gazzetta: «Δεν έχω δει άλλον άνθρωπο να αγαπάει την Παρτιζάν όπως ο Ομπράντοβιτς»
Ημερολόγιο από τη rookie χρονιά του Ομπράντοβιτς
Πρόεδρος Παρτιζάν στο Gazzetta: «Είμαστε έτοιμοι για μεγάλα πράγματα με τον Ομπράντοβιτς»!
Ντανίλοβιτς στο Gazzetta: «Δεν υπήρχε καλύτερο δίδυμο στην Ευρώπη από εμένα και τον Τζόρτζεβιτς»!
«Στα 18 μου έπρεπε να τα βάλω με τον Κούκοτς, τον Ράτζα και τον Ντανίλοβιτς»
Λίγο πριν από τα 50 σου, έχεις καταλήξει αν η ζωή σου έχει φερθεί καλά μέχρι τώρα;
«Αν κοιτάξω πίσω και δω ξανά την καριέρα μου, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία, δεν θα άλλαζα τίποτα… Νιώθω πραγματικά γεμάτος με ό,τι έκανα και ευχαριστώ τον Θεό για όσα έζησα, για όλες εκείνες τις αναμνήσεις που καμιά φορά γυρίζουν στο μυαλό μου. Όταν σταμάτησα, το έκανα χαρούμενος. Επειδή ακριβώς ξέρω πως πέτυχα ό,τι ονειρεύτηκα, πως έδωσα ό,τι είχα για 20 χρόνια και γέμισα τη ψυχή μου. Πως βίωσα πράγματα που ήθελα να κάνω όταν άρχισα το μπάσκετ. Ο Θεός μου έδωσε πολλά, μου χάρισε το ταλέντο προκειμένου να παίξω και να φτάσω ως εδώ. Θα είμαι πάντα ευγνώμων για αυτό το ταξίδι…».
Πλέον γιατί είσαι μακριά από το μπάσκετ;
«Από τη στιγμή που σταμάτησα, είχα κάποιες άλλες ιδέες στο μυαλό μου. Ο κόσμος του μπάσκετ αλλάζει συνέχεια όμως η ζωή δεν είναι μόνο το μπάσκετ. Έδωσα τα πάντα όσο έπαιζα όμως ήθελα να δοκιμάσω κάποια άλλα πράγματα».
Ο Μποντιρόγκα ήταν ο… θεός της Γιουγκοσλαβίας ενώ ο κόσμος και ο Τύπος άρχισε να σε αποκαλεί ακριβώς έτσι. Γιατί ζήτησες να σταματήσει εκείνο το σύνθημα*;
«Παρακάλεσα να σταματήσει αυτή η υπερβολή… ΟΚ, είναι όμορφο να το ακούς και κατανοώ πως οι φίλαθλοι μού έδωσαν πολλά. Όχι μόνο στη Σερβία αλλά οπουδήποτε και αν έπαιξα. Φώναζαν αυτό το σύνθημα όμως υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι για να εκφράσεις τον εαυτό σου και να πεις μια καλή κουβέντα για μένα…».
*Mi imamo jednog Boga ime mu je Bodiroga, κοινώς: Έχουμε έναν Θεό και τον λένε Μποντιρόγκα
Ανέφερες προηγουμένως πως έφυγες χαρούμενος από το μπάσκετ. Πώς ορίζεις την απόλυτη ευτυχία;
«Να είσαι ο εαυτός σου. Να περνάς στιγμές με τους φίλους και την οικογένειά σου. Να νιώθεις γεμάτος όταν είσαι ανάμεσά τους. Κυρίως όμως, να είσαι χαρούμενος μέσα σου και να απολαμβάνεις τα απλά πράγματα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα».
Από τα 18 σου χρόνια, όταν ο Τάνιεβιτς σε έφερε στην Τεργέστη και έγινες ο νεότερος παίκτης στο ιταλικό μπάσκετ, ζεις με έναν προβολέα διαρκώς πάνω σου. Ένιωσες ποτέ να σε κουράζει αυτή η διαδικασία;
«Όχι, δεν μπορώ να πω ότι με κούρασε όμως ήταν δύσκολο… Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς με έφερε στη Ζαντάρ στα 16 μου και έπειτα από δυο χρόνια, πήγα στη Στεφανέλ σε μια εποχή που έπαιζαν μόνο δυο ξένοι. Ο Τάνιεβιτς μού έδωσε εκείνη την τεράστια ευκαιρία, όλοι μιλούσαν για ένα μεγάλο ταλέντο όμως μην ξεχνάς πως ήμουν ένα παιδί 18 χρονών και είχα απέναντι τον Κούκοτς στην Μπένετον, τον Ράτζα, τον Ντανίλοβιτς, τον Τζόρτζεβιτς και τον Βολκόφ! Η Σκαβολίνι είχε επίσης καλούς Αμερικανούς. Έπρεπε, λοιπόν να τα βάλω με όλους αυτούς τους τύπους! Να αποδείξω αμέσως τον εαυτό μου. Ο κόουτς Τάνιεβιτς με πίστεψε και κυρίως, με προστάτευσε. Ήταν σημαντικό για μένα σε μια εποχή που προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται εκεί έξω. Δεν μπορούσα να πω σε κανέναν: "Ξέρεις κάτι; Δώσε μου λίγο χρόνο, είμαι ακόμα μικρός". Έπρεπε να το κάνω αμέσως! Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στην Ιταλία. Έπρεπε να μεγαλώσω πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους».
Από τον μικρό Ντέγιαν, τον γιο του Βάσο και της Μίλκα που μεγάλωσε στο Ζρένιανιν, τι έχει μείνει στον άνδρα του σήμερα;
«Νομίζω πως το πιο σημαντικό έχει να κάνει με τις αρχές και τις αξίες που πήρα από τους γονείς μου… Θα τους ευγνωμονώ για πάντα για αυτό. Για όλα εκείνα τα βασικά πράγματα που μου έμαθαν και συνεχίζω να κουβαλώ μέσα μου. Όσο περνούν τα χρόνια πετυχαίνεις πράγματα, σκέφτεσαι διαφορετικά, μαθαίνεις, γνωρίζεις, αποκτάς εμπειρίες όμως οι βάσεις έρχονται από την οικογένειά σου».
Πόση παιδικότητα σου έχει απομείνει; Ή η παιδικότητα εξαντλήθηκε όταν έφυγες από το σπίτι;
«Όπως σου εξήγησα, μεγάλωσα γρήγορα. Βασικά, έπρεπε να μεγαλώσω γρήγορα για να επιβιώσω. Στα 16 μου έπρεπε να φύγω πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου, να κάνω προπονήσεις 7-8 ώρες τη μέρα, να γίνω επαγγελματίας από πολύ μικρός. Να ζήσω πράγματα και καταστάσεις που σε κάνουν αμέσως άνδρα…».
Πώς έζησες τον πόλεμο στην πατρίδα σου;
«Ήταν δύσκολο για όλους… Μεγαλώσαμε ως μια χώρα και μετά έγινε ό,τι έγινε. Εκείνη την εποχή τα παιδιά της ηλικίας μου έπρεπε να κάνουν όνειρα για το μέλλον, να ταξιδεύουν, να ερωτεύονται… Να ζουν τη ζωή τους. Και μετά ήλθε ο πόλεμος. Έπρεπε να πάρουμε έναν άλλον δρόμο».
Είχες την ευκαιρία να πάρεις ελληνικό διαβατήριο όπως πολλά από τα παιδιά της γενιάς σου όμως δεν το έκανες. Γιατί προτίμησες τον δύσκολο δρόμο;
«Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο… Πήγαινες να παίξεις σε κάποιο τουρνουά όταν άρχισε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και κάποιες ομάδες σε πλησίαζαν και σου έλεγαν ότι μπορούσαν να σου βγάλουν διαβατήριο. Πίστευα στον εαυτό μου, ο Τάνιεβιτς πίστεψε σε εμένα ενώ ο Τσόσιτς με στήριξε από την πρώτη στιγμή και τον πίεσε να με πάρει στην Στεφανέλ. Ήθελα να το κάνω με τον δικό μου τρόπο! Ίσως ήταν ρίσκο αλλά πίστευα στον εαυτό μου από την πρώτη στιγμή».
«Ήθελα να το κάνω με τον δικό μου τρόπο»
«Σε όλη μου την καριέρα κουβαλούσα 100 κιλά στους ώμους μου»!
Παρεμπιπτόντως, η πρώτη ατάκα που είπε ο Τάνιεβιτς στον Τσόσιτς όταν σε είδε ήταν πως «εδώ έχουμε να κάνουμε με τον λευκό Μάτζικ»! Δεν ξέρω αν αυτό το κομπλιμέντο για ένα παιδί 18 χρονών είναι αρκετό για να τον γεμίσει πίεση…
«Σε όλη μου την καριέρα κουβαλούσα 100 κιλά στους ώμους μου! Ήταν πάντα δύσκολο… Ήταν μια μεγάλη κουβέντα από τον Τάνιεβιτς. Μια κουβέντα που σε έκανε να θέλεις να αποδείξεις τον εαυτό σου στο γήπεδο, στους αντιπάλους, στα Media και στους φιλάθλους, σε όλους εκεί έξω».
Γενικώς, είσαι άνθρωπος της νοσταλγίας; Ζεις με τις αναμνήσεις σου;
«Οι αναμνήσεις και η καριέρα είναι μόνο ένα κομμάτι της ζωή μου. Πολλές φορές είναι ευπρόσδεκτες. Καμιά φορά σκέφτομαι αυτό ή εκείνο το παιχνίδι… Έχω φτιάξει όμορφες αναμνήσεις. Όλα εκείνα τα ντέρμπι, όλοι εκείνοι οι τελικοί με την εθνική και τις ομάδες μου, όλα αυτά είναι βαθιά μέσα μου… Ένα κομμάτι του εαυτού μου. Τα απόλαυσα εκείνη τη στιγμή όμως δεν ζω στο παρελθόν. Πάντα προκαλούσα τον εαυτό μου. Δεν είμαι ο τύπος που θα κατακτούσα μια EuroLeague και μετά θα έλεγα "ΟΚ, αρκετά, είμαι χαρούμενος με αυτό". Ήθελα τη δεύτερη, μετά την τρίτη και την τέταρτη! Να κερδίσω ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, μετά ένα δεύτερο και το τρίτο… Τώρα δεν σκέφτομαι τι θα γινόταν αν έκανα διαφορετικές επιλογές. Το παρελθόν είναι εκεί, το έζησα καλά, καμιά φορά μιλάω με τους φίλους μου για αυτό… Όμως δεν ζω σε αυτό».
Πως θα περιέγραφες σε ένα παιδί 10-15 ετών τι παίκτης ήταν ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα;
«Τώρα είναι πολύ πιο εύκολα τα πράγματα με το YouTube, όλοι μπορούν να βρουν τα πάντα. Ας πούμε πως ο Μποντιρόγκα ήταν ένας παίκτης που μπορούσε να παίζει σε 4 θέσεις. Ένας ολοκληρωμένος παίκτης που μπορούσε να σουτάρει, να παίξει το 1vs1, να μοιράσει ασίστ… Η δική μου γενιά νομίζω πως ήταν καλύτερη στο τεχνικό κομμάτι, πλέον το παιχνίδι έχει γίνει πιο physical».
Ανέφερες προηγουμένως το YouTube. Είναι… γεμάτο με την ντρίμπλα - μαστίγιο. Πως την τελειοποίησες;
«Πολλές φορές προσπαθείς να κάνεις κάτι διαφορετικό. Βλέπεις τι έκαναν κάποιοι παίκτες από το παρελθόν και προσπαθείς να το κάνεις δικό σου με κάποιο τρόπο. Πάντα βοηθάει την ώρα του αγώνα να έχεις αυτές τις 2-3 κινήσεις που ξέρεις ότι θα ξεκολλήσουν την ομάδα στα δύσκολα».
Ο Σπανούλης ήταν ο καλύτερος… διάδοχος σε αυτό το κομμάτι;
«Ναι, ναι… Ο Σπανούλης το έκανε. Επίσης και ο Τζινόμπιλι έκανε πολλές φορές αυτή την ντρίμπλα».
Πώς έκανες καριέρα την ώρα που κάποιοι έλεγαν πως είσαι αργός;
«Πολλοί εκείνη την εποχή έλεγαν πως ο Μποντιρόγκα είναι καλός, είναι εξαιρετικός, είναι εκείνο, είναι το άλλο… Αλλά είναι αργός. Θα σου πω κάτι… Στην καριέρα μου κέρδισα περισσότερους τίτλους όταν άλλαξε ο κανονισμός και έγιναν 24" αντί για 30". Το δεύτερο είναι αυτό που είπε κάποτε ο Τσόσιτς. Ναι, ο Μποντιρόγκα είναι λίγο αργός αλλά σκέφτεται πιο γρήγορα από όλους. Το σημαντικό είναι αυτό. Οι μύες μπορεί να βοηθήσουν όμως πρέπει να είσαι γρήγορος στο μυαλό. Επίσης, ήμουν 2μ.05. Άλλοι σε αυτό το ύψος παίζουν σέντερ, εγώ όμως έπαιζα έξω από τη ρακέτα».
Πώς κατάφερες να γίνεις ένα με τον Παναθηναϊκό; Να δημιουργήσεις σχέσεις ζωής με αυτή την ομάδα;
«Νομίζω πως ήλθε φυσιολογικά… Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ήταν κάτι που μου βγήκε από την πρώτη στιγμή που ήλθα. Ο Παναθηναϊκός δεν είναι μόνο οι νίκες στην Μπολόνια ή στον Πειραιά… Οι φίλαθλοί του με άγγιξαν. Από την πρώτη μέρα ένιωσα σαν να μεγάλωσα εκεί! Μου έδωσαν αυτή την ενέργεια όπως κανείς άλλος. Συνέβη αμέσως. Πήρα αγάπη και ήθελα να την επιστρέψω, να τους κάνω να νιώθουν χαρούμενοι και περήφανοι. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον κόσμο του Παναθηναϊκού! Όλοι ξέρουν πως η σχέση μας είναι αληθινή. Πως αυτό που ένιωθα για εκείνους έβγαινε από μέσα μου. Είναι αδύνατον να τους κοροϊδέψεις! Είσαι σαν τον ηθοποιό που ανεβαίνει στο θέατρο. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Ο κόσμος θα σε κρίνει. Αν είσαι καλός, αν είσαι κακός, αν δεν είσαι στη μέρα σου… Αυτό που έχω στη ψυχή μου για τον Παναθηναϊκό και τον κόσμο του είναι αληθινό».
Τι ήταν, λοιπόν ο Παναθηναϊκός για τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα;
«Το καλύτερο κομμάτι της καριέρας μου. Αν βάλω στην άκρη την εθνική ομάδα… Κάτι ξεχωριστό, αληθινό και δυνατό. Ο Παναθηναϊκός έχει τεράστια ιστορία, πέρασαν απίστευτοι παίκτες και προπονητές όμως την περίοδο που ήλθα, κυρίαρχος ήταν ο Ολυμπιακός. Χτίσαμε λοιπόν κάτι νέο. Αλλάξαμε την κατάσταση, φέραμε μια νέα νοοτροπία στον Παναθηναϊκό. Τη νοοτροπία του νικητή. Δεν ήταν εύκολο. Ο Ολυμπιακός είχε την αυτοπεποίθηση, είχε κερδίσει τα προηγούμενα πρωταθλήματα… Με το πρωτάθλημα στο ΣΕΦ άρχισε η κυριαρχία μας. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη».
Ακόμα βάζεις α’ πληθυντικό όταν μιλάς για τον Παναθηναϊκό…
«Είναι κάτι που χτίσαμε μαζί. Ο κύριος Παύλος και ο κύριος Θανάσης έβαζαν πάθος και τρέλα… Όταν ήλθα, το είδα. Όλοι στον Παναθηναϊκό ήταν μια μεγάλη οικογένεια. Χτίσαμε κάτι αληθινό. Μια οικογένεια που μεγάλωνε μαζί».
«Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον κόσμο του Παναθηναϊκού»!
«Για τον Παύλο και τον Θανάση δίνεις τα πάντα...»
Από την άλλη πλευρά, τι ήταν ο Μποντιρόγκα για τον Παναθηναϊκό;
«Μεγάλωσα μαζί του. Νομίζω πως έδωσα τα πάντα και ο κόσμος το είδε. Βάλαμε τις βάσεις για τα επόμενα χρόνια. Για ό,τι μεγάλο ακολούθησε… Κάναμε μαζί εκείνα τα πρώτα βήματα».
Παύλος και Θανάσης Γιαννακόπουλος….
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αγώνα στο Ζάγκρεμπ, εκείνον τον προημιτελικό με την Τσιμπόνα. Νομίζω πως ο Θανάσης είχε ένα καρδιακό επεισόδιο. Πήγε στο νοσοκομείο και φώναξε να του φέρουν μια τηλεόραση για να δει τον Παναθηναϊκό! Επίσης, εκείνη η αγκαλιά στη Θεσσαλονίκη, μετά τον τελικό της Ευρωλίγκας. Το ίδιο και ο Παύλος. Ήταν δυο διαφορετικοί χαρακτήρες. Είχαν το ίδιο πάθος όμως ο Παύλος εξέφραζε διαφορετικά τα συναισθήματά του. Δυο αγνοί και υπέροχοι άνθρωποι… Μετά από έναν τελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ στη Θεσσαλονίκη που χάσαμε, ο Παύλος ήλθε να με αγκαλιάσει και να μου πει: "Αγόρι μου μην στεναχωριέσαι… Δεν πειράζει". Για αυτούς τους ανθρώπους, δίνεις τα πάντα. Είχαν τις οικογένειές τους και τον Παναθηναϊκό. Ήταν το ίδιο για εκείνους. Θυμάμαι τον Θανάση να παίρνει το μικρόφωνο και να λέει στο ΟΑΚΑ πως ήθελε να τον θάψουν με τη σημαία του Παναθηναϊκού…».
Πως άκουσες εκείνη τη δήλωση του Θανάση Γιαννακόπουλου;
«Βλέπεις πόσο αγαπούσε τον Παναθηναϊκό και τι ήταν ο Παναθηναϊκός για εκείνον. Από την πλευρά μου, ήταν τεράστια χαρά που έπαιξα για αυτούς τους ανθρώπους, που φτιάξαμε μαζί αυτές τις αναμνήσεις. Και φυσικά για τους φιλάθλους...».
Εκείνο το βράδυ στο Σπόρτιγκ... Όταν επέστρεψες ως αντίπαλος με την Μπαρτσελόνα και 800 άνθρωποι στοιβάχτηκαν σε εκείνο το γήπεδο και φώναζαν να γυρίζεις πίσω. Που σήκωσαν πανό «Είσαι ένας από εμάς»...
«Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ένιωθα μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Ακόμα και τώρα μου είναι πολύ δύσκολο. Μπορούμε να μιλάμε για ώρες για εκείνο το βράδυ και να μην βρω τις λέξεις. Τι να πω… Αγάπη. Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια λέξη, θα ήταν αγάπη. Ήθελα να ανέβω στις εξέδρες και να τους αγκαλιάσω όλους! Αγκάλιασα κάποια παιδιά όμως ήθελα να το κάνω με όλο τον κόσμο! Πως το λένε… Δεν μπορώ να στο εξηγήσω… Όταν δέχεσαι αυτή την αγάπη, θες επίσης να δώσεις πίσω αγάπη. Αυτό έγινε εκείνο το βράδυ. Είναι σπάνιο να το βλέπεις σήμερα. Δεν βρίσκεις κάτι τέτοιο και για αυτό είναι τόσο ξεχωριστό. Μου είπαν πως είμαι ένας από αυτούς και έτσι ένιωθα».
Ήταν ίσως η μόνη στιγμή που έσπασες μέσα σου;
«Ναι… Ήταν δύσκολο να κοντρολάρεις τα συναισθήματά σου. Το έκανα όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορούσα να το κάνω εκεί».
Πόσες φορές έχεις μιλήσει στη ζωή σου για την Μπολόνια;
«Πολλές πραγματικά! Ήταν μια από τις μεγαλύτερες νίκες του Παναθηναϊκού. Κερδίσαμε μια από τις καλύτερες ομάδες της Κίντερ όλων των εποχών. Αν δεις το ρόστερ τους, ήταν καλύτερο από το δικό μας εκείνη τη στιγμή, έπαιζαν στο γήπεδό τους… Θυμάμαι πως το περασμένο βράδυ ήμασταν στην εκκλησία ως τη 1-1:30 το βράδυ για την Ανάσταση, ο Παύλος ήταν μαζί μας… Και το επόμενο πρωί κάναμε μια χαλαρή προπόνηση. Το πιστέψαμε. Πιστέψαμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε ακόμα και όταν η Μπολόνια ξέφυγε στο σκορ. Ακόμα και όταν ήμασταν πίσω με -14 απέναντι σε παίκτες όπως ο Τζινόμπιλι, ο Ριγκοντό, ο Μπετσίροβιτς, ο Σμόντις, ο Άντερσον… Το ρόστερ ήταν εκπληκτικό. Ισοφαρίσαμε και η Μπολόνια άρχισε να τα… χάνει. Τότε αρχίσαμε να το πιστεύουμε».
Πως θα ήθελες να σε θυμούνται οι φίλοι του Παναθηναϊκού;
«Δεν ξέρω… Δεν υπάρχει συνταγή. Δεν είναι ότι πας στο φαρμακείο με μια συνταγή και λες: "Θέλω να με θυμούνται έτσι". Νιώθουν πράγματα, νιώθω κι εγώ πράγματα, δεν υπάρχει συνταγή για αυτό. Πρέπει να είσαι αληθινός. Πλέον βλέπω τι γίνεται στην εποχή που ζούμε με τα social media. Κάποιος παίκτης θα ανεβάσει μια φωτογραφία, θα πει πως αγαπά την ομάδα, πως θα την αγαπά για πάντα, πως αγαπάει τον κόσμο της κλπ. Δεν είναι έτσι. Δείξε μου κάτι αληθινό! Δεν μιλάω για το γήπεδο, αλλά εκτός γηπέδου. Αν με ρωτάς, είμαι βάζελος! Πάντα θα είμαι. Όπως λέω… Το αίμα είναι πράσινο (σ.σ. το λέει στα ελληνικά)».
Το γεγονός, λοιπόν πως μιλούν ακόμα για σένα έπειτα από 20 χρόνια, σημαίνει πως όντως ήταν κάτι αληθινό;
«Απλώς, είμαι χαρούμενος που κάναμε μαζί κάτι πραγματικά σπουδαίο. Είναι τρομερό να με βλέπω κόσμο να με πλησιάζει και να μου μιλάει έπειτα από τόσα χρόνια… Είναι αυτό που λέγαμε πριν. Ήταν κάτι αληθινό και κάτι που θα μείνει για πάντα».