Γάνδη 1988: Το κυνήγι των ανεμόμυλων
To φάιναλ-φορ της Γάνδης έγινε 10 μήνες μετά το τέλος του Ευρωμπάσκετ ’87 και βρήκε την Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Παράλληλα, ήταν η κορύφωση μίας πορείας 4 μηνών, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε με το περίφημο ματς της Βαρκελώνης, όπου ο Άρης πέτυχε το πρώτο μεγάλο διπλό της νέας εποχής.
Ακούγεται ίσως κλισέ για όσους δεν το έζησαν, αλλά δεν είναι. Η Εθνική Ελλάδας και ο Άρης ήταν τότε η ίδια ομάδα, ένα τέρας με δύο κεφάλια. Τα στέκια των ΠΑΟΚτζήδων ήταν τα μοναδικά που απείχαν από τη μπασκετική κατάνυξη της χειμωνιάτικης Πέμπτης. Γκάλη παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω.
Η πορεία του Άρη προς τα ευρωπαϊκά ημιτελικά, αγωνιστικά όχι τόσο δύσκολη αλλά ασφαλώς πρωτόγνωρη για εκείνους τους καιρούς, έκοβε την ανάσα και σταματούσε τη ζωή. Προσωπικά ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη με δικά μου έξοδα (που δεν μου περίσσευαν δα) για να παρακολουθήσω τα μεγάλα ματς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και φρόντιζα να περνώ τις πύλες του Παλέ γύρω στις 6 το απόγευμα, τέσσερις ώρες πριν το τζάμπολ.
Το γήπεδο ήταν ήδη γεμάτο και έβραζε από πάθος και προσμονή. Στ’ αλήθεια, όχι τρόπος του λέγειν. Η μέθεξη της Πέμπτης εξελίχθηκε σε πανελλήνιο φαινόμενο, που όμοιό του δεν ξανάδαμε ούτε πριν ούτε μετά.
Όχι ότι ήταν όλα ανέφελα, βέβαια. Όταν η διοίκηση Μιχαηλίδη ανέβασε την τιμή του εισιτηρίου στις 5.000 δραχμές (περίπου 15 σημερινά ευρώ), για το ματς με τη Μπαρτσελόνα, το γήπεδο έμεινε μισογεμάτο και το κακό κάρμα έφερε τραύμα: 93-107.
Επτά νύχτες, επτά θρίλερ, επτά γιορτές. Στον δρόμο προς τη Γάνδη. Προς το φάιναλ-φορ που άναψε τα χαμηλά φώτα του σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια: 5 Απριλίου 1988, ανήμερα Μεγάλη Τρίτη. Με δύο ημιτελικούς, όπου η νουβέλ βαγκ του ευρωπαϊκού μπάσκετ απειλούσε τις δύο γριές κυρίες οι οποίες είχαν αναμετρηθεί και στον τελικό της προηγούμενης χρονιάς στη Λωζάννη.
Η πρωταθλήτρια Τρέισερ Μιλάνο (η σημερινή Αρμάνι) αντιμετώπιζε τον Άρη του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Σούμποτιτς, του Ουίλτζερ, του Φιλίππου και του Ιωαννίδη, ενώ η ηττημένη φιναλίστ του 1987 Μακάμπι Τελ Αβίβ κλήθηκε να δοκιμάσει το μέταλλο της νεανικής Παρτίζαν: Ντίβατς, Πάσπαλι, Τζορτζεβιτς, Γκρμποβιτς, Ομπράντοβιτς, Πετσάρσκι, με προπονητή τον μόλις 29 Μαΐων Ντούσκο Βουγιόσεβιτς.
Η Τρέισερ είχε ΜάκΑντου, Ντ’Αντόνι, Μενεγκίν, Μπράουν, Πρεμιέρ και προπονητή τον άγνωστο Φράνκο Καζαλίνι, αχυράνθρωπο του σπουδαίου Νταν Πίτερσον. Η Μακάμπι του Ραλφ Κλάιν παρέταξε Μπέρκοβιτς, Αροέστι, Τζάμσι, Μαγκί, Μπάρλοου, Σιμς. Οι Γιουγκοσλάβοι δεν είχαν ξένους παίκτες, ο Άρης είχε ενάμισυ (αφού ο Σούμποτιτς έπαιζε στην Ελλάδα ως Έλληνας και στην Ευρώπη ως λεγεωνάριος), η Τρέισερ δυόμισυ (καθώς ο Ντ’Αντόνι είχε την ιταλική υπηκοότητα), η Μακάμπι ως συνήθως είχε βρει τρόπο να κατεβάσει τρεις.
Η γραμμή του τρίποντου βρισκόταν ακόμη στα 6,25 μ., οι διαιτητές για κάθε ματς ήταν δύο και όχι τρεις, οι βολές «μία συν μία» ή η μπάλα απ’ το πλάι. Και το μπάσκετ, ένα άλλο άθλημα, πιο αργό, λιγότερο αθλητικό, λιγότερο απαιτητικό. Ασχέτως ταλέντου, οι ομαδάρες που πλέον χάνονται στα βάθη της λήθης δεν θα είχαν την παραμικρή ελπίδα απέναντι στις σημερινές. Παρακολουθήστε οποιοδήποτε βίντεο της εποχής και θα συμφωνήσετε.
To τραύμα του Μιλάνου
Ο Άρης είχε καυτά προηγούμενα με την Τρέισερ, από εκείνον τον πολυσυζητημένο αποκλεισμό του 1986, όταν το 98-67 της Θεσσαλονίκης «έπεσε» στο Παλαλίντο του Μιλάνου μέσα σε κλαυθμό και οδυρμό (49-83). Πώς να χωρέσει το μυαλό των νεόπλουτων του μπάσκετ, ότι στο Μιλάνο ο Άρης τελείωσε το ματς της ζωής του με σκορ ημιχρόνου; Οι πονηροί της εποχής μίλησαν ακόμα και για …στημένο και έψαχναν να βρουν ποιος κανάγιας τα άρπαξε.
Πρόκειται, φυσικά, για γελοιότητα. Η Τρέισερ μπορεί να ταπεινώθηκε στο Αλεξάνδρειο, όπως ταπεινώθηκαν τόσες και τόσες καλές ομάδας, αλλά ήταν καλύτερη ομάδα από τον Άρη και πάντως είχε τον χαρακτήρα για να τουμπάρει την κατάσταση, απέναντι στον άπειρο εκτός συνόρων πρωταθλητή Ελλάδας. Ο άγουρος Άρης του 1986 δεν ήταν ακόμη ο Άρης των τριών φάιναλ-φορ.
«Η Τρέισερ είναι η Γιουβέντους του μπάσκετ», λέγαμε και γράφαμε τότε. Η Γάνδη την βρήκε πρωταθλήτρια Ευρώπης και Κόσμου, νταμπλούχο εντός των ιταλικών τειχών, με πέντε ευρωπαϊκά τρόπαια στη συλλογή της.
Ναι, και ντροπιασμένη από τον Άρη για δεύτερη φορά. Το αλησμόνητο 120-95 της Θεσσαλονίκης επί των περίφημων Ιταλών ήταν το πετράδι της προκριματικής πορείας του Άρη, μαζί με το θρυλικό διπλό στο Παλάου Μπλαουγκράνα. Αλλά η Γάνδη δεν ήταν Αλεξάνδρειο.
Η Μπαρτσελόνα έμεινε πέμπτη στη βαθμολογία με ρεκόρ 7-7, εκτός νυμφώνος. Ο Άρης τερμάτισε δεύτερος με 9-5, η Τρέισερ τρίτη ισόβαθμη με τον Άρη, η Μακάμπι τέταρτη με 8-6. Το άτυπο πρωτάθλημα της κανονικής περιόδου, όπου μετείχαν μόλις οχτώ ομάδες, τα κέρδισαν τα τρομερά μωρά από το Βελιγράδι με 10 νίκες και 4 ήττες.
Το σκηνικό συμπλήρωσαν, ανήμπορες να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο πέρα από σκόρπια πυροτεχνήματα στις Γερμανίες και στις Γαλλίες και στις Ολλανδίες, η Σατούρν Κολωνίας (5-9), η Ορτέζ (4-10) και η Ντεν Μπος (4-10).
Ο Άρης εξασφάλισε την πρόκριση δύο αγωνιστικές πριν το τέλος και έστειλε στο Μιλάνο τα δεύτερα για να αποπροσανατολίσει την προσεχή αντίπαλό του, αφού ο ακροτελεύτιος αγώνας είχε διαδικαστική σημασία. Μολαταύτα, απείλησε την Τρέισερ με νίλα πριν παραδοθεί, με κορυφαίο τον Γιώργο Δοξάκη που τους περισσότερους αγώνες τους έβλεπε από τον πάγκο. Ο Γιαννάκης και ο Γκάλης είχαν μείνει στη Θεσσαλονίκη, θύματα αόρατου διπλωματικού «τραυματισμού».
Ο ξεσηκωμός του Απριλίου του 1988 υπήρξε, για τα σημερινά δεδομένα, αδιανόητος. Γνωρίζω κόσμο που ταξίδεψε στη Γάνδη χωρίς εισιτήρια για τους αγώνες, μόνο και μόνο για το χάζι και για την ατμόσφαιρα. Και αμέτρητους που ετοίμαζαν βαλίτσες, αλλά ματαίωσαν το ταξίδι όταν κατάλαβαν ότι δεν είχαν τρόπο να μπουν στο γήπεδο.
Πολλοί κατέφτασαν από τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Γαλλία. Η ΕΡΤ έκανε λόγο για «ελληνικό προσκλητήριο» και έστειλε στη Γάνδη τους Λιάνη και Χαρδαβέλλα για να στήσουν ειδική εκπομπή. Ένας ταξιδιωτικός πράκτορας της Θεσσαλονίκης εδάρη ανηλεώς κάπου έξω από τη Βενετία όταν αποκάλυψε στους πελάτες του ότι δεν είχε εξασφαλίσει εισιτήρια. «Τον πασάλειψαν με πίσσα και πούπουλα», έγραψαν οι εφημερίδες.
Τα κίτρινα καραβάνια άφησαν στα κανάλια και στους ανεμόμυλους της Φλάνδρας περίπου 4.000 Έλληνες. Δεν ήταν η μαζικότερη μετακίνηση της ιστορίας, σίγουρα όμως ήταν η πιο ηχηρή. Ο αριθμός θα φούσκωνε πολύ περισσότερο, εάν υπήρχε διαθέσιμος χώρος στο γήπεδο. Αλίμονο, όμως, οι αγώνες έγιναν σε μία αποθήκη του εκθεσιακού κέντρου Φλάντερς Έξπο, με πτυσσόμενες κερκίδες που στέναζαν υπό το βάρος του συνωστισμού.
«Θα καεί όλη η Ελλάδα όταν γυρίσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή με το κύπελλο», έλεγε επί βελγικού εδάφους ο θρυλικός φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης Γιάννης Κυριακίδης. Μέχρι και οι «Υπάλληλοι του ΟΣΕ» κρέμασαν πανό συμπαράστασης στο αυτοσχέδιο γηπεδάκι του Έξπο! Οι Ιταλοί εκδρομείς ήταν περίπου 500 αλλά φωνακλάδες όσο οι δικοί μας, οι Ισραηλινοί πολύ περισσότεροι ως συνήθως. Γιουγκοσλάβους δεν θυμάμαι. Εν έτει 1988, τα σύνορά τους ήταν ακόμη μισόκλειστα.
Ο Άρης εμφανίστηκε στο σκληρό παρκέ της Γάνδης με άγνωστα πρόσωπα στη σύνθεσή του. Τη δεκάδα του συμπλήρωναν ο Στέργιος Μπουσβάρος και ο νεαρός Βαγγέλης Αθανασιάδης, αφού ο τραυματίας Σταμάτης έμεινε εκτός αποστολής (το όνομά του αναφέρεται στο φύλλο στατιστικής εκ παραδρομής). Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει περισσότερους από 5-6 παίκτες απέναντι στο θηρίο από τη Λομβαρδία.
Ο διεθνής Μιχάλης Ρωμανίδης έμεινε ανενεργός, όπως και ο Δοξάκης. Η πρώτη αλλαγή έγινε στο 26ο λεπτό, όταν ο Βασίλης Λυπηρίδης επιστρατεύτηκε αντί του φορτωμένου με φάουλ Νίκου Φιλίππου. Οι Γκάλης, Γιαννάκης έπαιξαν φυσικά από 40 λεπτά απνευστί. Ο μοναδικός σέντερ Γκρεγκ Ουίλτζερ αποσύρθηκε μόνο όταν χρεώθηκε με το 4ο φάουλ. Ο Λευτέρης Σούμποτιτς αποσύρθηκε στον πάγκο για ένα τρίλεπτο, λόγω φάουλ και αυτός. Ο Άρης της Γάνδης ήταν μία ομάδα των έξι παικτών.
«Άρη, γερά, με τσαμπουκά», φώναζε το πλήθος από τις ξύλινες κερκίδες. «Καλύτερα να φωνάξουν “γρήγορα”, παρά “γερά”», σχολίασε ο Φίλιππος Συρίγος από το μικρόφωνο της κρατικής τηλεόρασης. «Δεν αρκεί απόψε το “γερά”».
Τα κίτρινα καραβάνια
Οι τρεις δεινόσαυροι
Βαθύς γνώστης του αθλήματος, ο αείμνηστος Συρίγος τόνιζε από τον πρόλογο κιόλας ότι ο Άρης έπρεπε πάση θυσία να τρέξει. Η Τρέισερ ήταν μία βαριά ομάδα, που έψαχνε τρόπους για να στριμώξει στην πεντάδα της τρεις δεινοσαύρους, με μπόι πάνω από 2,10 μ.: Μενεγκίν, ΜάκΑντου, Μπράουν.
Ο Άρης είχε το πλεονέκτημα της σβελτάδας και αναζητούσε τον αιφνιδιασμό, αλλά δεν μπορούσε ούτε να μαρκάρει ούτε να εξασφαλίσει το εύκολο αμυντικό ριμπάουντ. Οι Ιταλοί τροφοδοτούσαν συνεχώς τους ψηλούς, οι οποίοι σκόραραν από τα 3-4 μέτρα με σουτάκια χωρίς την παραμικρή αντίσταση.
Στο μαν-του-μαν του Ιωαννίδη, δεν υπήρχε άλλη λύση, παρά να ζευγαρώσει ο Σούμποτιτς με τον ΜάκΑντου. Ναι, ο ελαφρύς Σούμποτιτς πάσχιζε να σταματήσει τον πάλαι ποτε MVP και δις πρώτο σκόρερ του ΝΒΑ! Στο ξεκίνημα ο Λευτέρης τα κατάφερε καλούτσικα, αλλά μόνο για 6-7 λεπτά.
Ο ΜάκΑντου, που ήταν και ικανός σουτέρ από την περίμετρο, έβαλε για πλάκα 39 πόντους με 16/30 σουτ και 6/6 βολές. Ο Ρίκι Μπράουν, μετέπειτα δήμιος του ΠΑΟΚ στη Ναντ , πέτυχε άλλους 28 με 13/20 προσπάθειες, αφού ο Ουίλτζερ του έδινε το σουτ βάσει σχεδίου για να αποφύγει και τη φθορά. Ο Ντίνο Μενεγκίν πρόσθεσε 7 πόντους με 3/5 δίποντα.
Οι τρεις μασίστες της Τρέισερ μάζεψαν και 29 ριμπάουντ, χώρια οι 7 ασίστ και τα 7 κλεψίματα. Η μάχη ήταν άνιση, αφού εκτός των άλλων οι Ιταλοί είχαν καντάρια πείρας. Μόνο ο Μενεγκίν μετρούσε ήδη 11 τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών! Έμελλε να σηκώσει πρώτος το τρόπαιο και στη Γάνδη.
Ο ημιτελικός εξελίχθηκε σε ατελείωτο, αλλά μάταιο κυνηγητό. Ήταν από εκείνα τα ματς, που λες ότι δεν γυρίζουν ανάποδα ούτε στη Δευτέρα Παρουσία. Ο Άρης προηγήθηκε για τελευταία φορά λίγο πριν την ανάπαυλα (45-43), αλλά το λάδι στο καντήλι του άδειαζε.
Όταν ο Καζαλίνι έριξε πάνω στον Νίκο Γκάλη τον νεαρό Πίτις με τα μακριά χέρια και το ευέλικτο κορμί, το γήπεδο μίκρυνε. Στο δεύτερο μέρος, ο «γκάνγκστερ» δεν σκόραρε καθόλου απέναντι σε οργανωμένη άμυνα, ενώ και ο Γιαννάκης έμεινε χωρίς καλάθι μέχρι το τελευταίο δίλεπτο.
Ο θρύλος λέει ότι ο Ιωαννίδης τα έβαλε με τον Σούμποτιτς («δεν μπορώ να σου ρυθμίσω εγώ το χέρι»), αλλά ήταν συνηθισμένο χούι του, να τα λέει στο σκύλο για να τα ακούσει η ουρά. «Είναι η μαύρη βραδιά του Γκάλη», έλεγε ο Συρίγος λίγο πριν το φινάλε του ημιτελικού. Στο τέλος, μετρούσε τα άστοχα σουτ των «κιτρίνων» και μιλούσε για πετροπόλεμο.
Ο Άρης βρέθηκε να χάνει 51-59, 56-63, 64-73 με το μοναδικό καλάθι του Πιέρο Μοντέκι. Τη μοναδική -χλιαρή- αντεπίθεσή του την σάλπισε με τρία απανωτά καλάθια στον αιφνιδιασμό (Γκάλης, Γκάλης, Φιλίππου) που τον έφεραν σε απόσταση ενός τριπόντου, 70-73, στο 32ο λεπτό.
Αλλά οι Ιταλοί τάισαν ξανά τον ΜάκΑντου, ο οποίος νίκησε κατά κράτος τον Φιλίππου και έφερε το σκορ στο 70-76 με έμμεσο τρίποντο. Ένα άστοχο σουτ του Γιαννάκη και δύο χαμένες βολές του Ουίλτζερ αμέσως μετά έκοψαν τα φτερά των «κιτρινόμαυρων» και τον βήχα της ελληνικής κερκίδας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μικρού, του Αθανασιάδη, τόσο ο Γκάλης όσο και ο Γιαννάκης έβαλαν τα κλάματα στα αποδυτήρια μετά την ήττα. «Τότε και μόνο τότε κατάλαβα πόσο ήθελαν το τρόπαιο».
Η Τρέισερ νίκησε τον Άρη με 87-82, ακριβώς το ίδιο σκορ με το οποίο η κωλοπετσωμένη Μακάμπι απέκλεισε την πρωτάρα Παρτίζαν στον άλλον ημιτελικό. Ο Γκάλης πέτυχε 28 πόντους με 11/23 σουτ και 4 ασίστ, ο Γιαννάκης 15 με 4/9 τρίποντα, 6 ριμπάουντ και 3 κλεψίματα.
Ο Σούμποτιτς ήταν δεύτερος σκόρερ με 23 πόντους, αλλά σούταρε 3/10 από τη γραμμή των 6,25 μέτρων. Ο Φιλίππου έβαλε 8 και ο Λυπηρίδης 2, ενώ αμφότεροι έσβησαν τα φώτα στον ΜάκΑντου όταν αυτός σηκώθηκε χαλαρά μπροστά τους. Ο Ουίλτζερ μέτρησε 6 πόντους και 13 ριμπάουντ. Οι υπόλοιποι δεν έβγαλαν ποτέ τη φόρμα.
Ο Ιωαννίδης, που έμελλε να ζήσει άλλα 5 χαμένα φάιναλ-φορ, με Άρη, Ολυμπιακό και ΑΕΚ, αναζητούσε παρηγοριά στο τσιγάρο. Και δεν υπήρχε καν το άλλοθι της διαιτησίας. «Γνωστός φιλέλληνας ο Ζιχ», σάρκασε ο Συρίγος, όταν είδε τον Πολωνό να φορτώνει τον ΜάκΑντου με 4ο φάουλ κάπου μακριά από τη μπάλα (στο 55-59).
Ο Μπομπ ΜάκΑντου, που αναδείχθηκε για δεύτερη φορά πρωταθλητής Ευρώπης στην τρυφερή ηλικία των 37 ετών, έπαιζε με 3 φάουλ από το 6ο λεπτό. Αλλά ο Άρης δεν είχε τρόπο να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα και ο πολύπειρος Αμερικανός δεν βγήκε από το παιχνίδι ούτε για μια ανάσα.
O Άρης βρήκε καλύτερο ρυθμό στον μικρό τελικό, αλλά η Παρτίζαν, που τον είχε κατατροπώσει με 101-94 μερικούς μήνες νωρίτερα στη Χάλα Πιονίρ, τον κατανίκησε σχεδόν με το ίδιο σκορ (105-93) και με την ίδια συνταγή των Καζαλίνι-Πίτερσον . Η μπάλα στους ψηλούς και βουρ στον πατσά: Ντίβατς 31, Πετσάρσκι 24, Πάσπαλι 21, οι τρεις μαζί 31/49 δίποντα. Η στατιστική του 20χρονου Βλάντε Ντίβατς ήταν ένα μικρό αριστούργημα, αφού εκτός των 12/22 σουτ κατέγραψε και 14 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 6 κλεψίματα, 2 τάπες.
Ο Νίκος Γκάλης πέτυχε 41 πόντους με 18/26 δίποντα, ο Σούμποτιτς 18, ο Γιαννάκης 11, ο Ουίλτζερ 10, ο Φιλίππου 4, ο Ρωμανίδης 7, ο Λυπηρίδης 2, ενώ έπαιξε λίγο και ο Δοξάκης. Αλλά ποιος θυμάται τους μικρούς τελικούς της ανύπαρκτης παρηγοριάς; Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς ήταν 28 ετών και απείχε δύο χρόνια από την αποστρατεία, ενώ ο Γιάννης Ιωαννίδης έβλεπε στην κρυστάλλινη σφαίρα του το κοινό μέλλον με τον Ζάρκο Πάσπαλι στον Πειραιά.
«Δεν πειράζει Αρειανάρα, θα το σηκώσουμε του χρόνου», έλεγαν οι Ελληνάρες έξω από το «Χίλτον» των Βρυξελλών. Ο Άρης έφτασε στο φάιναλ-φορ του Μονάχου το 1989, αλλά ηττήθηκε στον ημιτελικό από τη Μακάμπι. Έναν χρόνο αργότερα, στη Σαραγόσα, θύτης του αποκλεισμού ήταν η σχεδόν γηπεδούχος Μπαρτσελόνα.
Ο τελικός γινόταν ερήμην του Άρη, το πολυπόθητο Κύπελλο Πρωταθλητριών κατέληγε κάθε χρόνο σε ξένα χέρια, το όνειρο ξεθώριαζε και οι πληγές κακοφόρμιζαν. Το ίδιο πλήθος που αποθεώθηκε από την ίδια τη FIBA στη Γάνδη δημιούργησε τρομερά επεισόδια στη Σαραγόσα και αργότερα στο Τορίνο και στο Σαρλερουά. Ο Άρης κατόρθωσε να κατακτήσει άλλα ευρωπαϊκά τρόπαια στη δεκαετία του ’90, αλλά ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Ιωαννίδης έμειναν αστεφείς με την κίτρινη φανέλα. Ο δεύτερος παρηγορήθηκε με ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, το 1993 στο Τορίνο.
Παρηγοριά στο τσιγάρο
Πάντα κάτι έλειπε
Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με την Ιστορία, ο τρανός Άρης της εποχής δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο της Τρέισερ ή της Γιουγκοπλάστικα που κυριάρχησε με ομοβροντία ευρωπαϊκών τίτλων την επόμενη τριετία (1989-91). Πάντοτε κάτι του έλειπε: ένας μεγάλος σέντερ, εναλλακτικές λύσεις στον πάγκο, ένας τρίτος γκαρντ για να δώσει ανάσες.
Ίσως και λίγη τύχη! Ο Ιωαννίδης βλαστημάει μέχρι και σήμερα τους ανθρώπους που επέλεξαν για ορμητήριο το περιβόητο ξενοδοχείο «Χωριό του Ψαρά» που είχε στο οικόσημό του μία γρουσούζα μαύρη γάτα, αλλά ξέρει κατά βάθος ότι ευθυνόταν και ο ίδιος για την αστοχία.
Το «Auberge du Pecheur» είναι υπέροχο, αλλά η στρατηγική της απόλυτης απομόνωσης αποδείχθηκε αντιπαραγωγική. «Στο Μιλάνο το ‘86 ήμασταν τσίρκο και το πληρώσαμε, όπως και στον μπαράζ με τον Παναθηναϊκό στην Κέρκυρα», έλεγε πριν τη Γάνδη.
Τα μαντρόσκυλα της Γάνδης αποκοιμήθηκαν για λίγο τις παραμονές του φάιναλ-φορ και ο «ξανθός» έγινε έξαλλος όταν έμαθε ότι ο Γκάλης είχε δώσει συνέντευξη στην ΕΡΤ. «Πήραμε άδεια από τον ξανθό», θρυλείται ότι το τηλεοπτικό συνεργείο διαβεβαίωσε τον παίκτη, σε μία έξαρση καπατσοσύνης. Ο Ιωαννίδης κήρυξε εμπάργκο στον Τύπο, οι δημοσιογράφοι αρνήθηκαν με τη σειρά τους να παραστούν στην επίσημη συνέντευξη και γίναμε όλοι μία ωραία ατμόσφαιρα.
Εγώ πάντως ζούσα το όνειρό μου, μερικούς μήνες πριν κλείσω τα 22. Όταν έσβησαν τα φώτα της αποθήκης του Φλάντερς Έξπο, όπου τίποτε δεν λειτουργούσε σωστά, έγινα λαθρεπιβάτης στο αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει οι παλιοσειρές Τάκης Ευσταθίου, Χρήστος Μότσιας Γιάννης Ιωαννίδης: Ο ξανθός αρχάγγελος του μπάσκετ και βγήκαμε στα σκοτεινά δάση αναζητώντας το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει ο Άρης.
Παραδόξως, ο Ιωαννίδης ήταν κεφάτος και πέρασε όλη τη νύχτα αγορεύοντας, καταπώς συνήθιζε. Καταλάβαινε ότι η Γάνδη ήταν μόνο η αρχή, αλλά δεν υποψιαζόταν ότι το προσωπικό του ημερολόγιο από φάιναλ-φορ θα τελείωνε με μία σειρά από μουντζούρες. Στον νικητή του ημιτελικού Καζαλίνι, που αποδείχθηκε αλεξιπτωτιστής και κομήτης της μίας φοράς, ο Ιωαννίδης δεν έδωσε ποτέ το χέρι.
Στον συναρπαστικό τελικό των μπαρουτοκαπνισμένων, η Τρέισερ νίκησε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τη Μακάμπι (90-84), με MVP τον ασυναγώνιστο ΜάκΑντου, που πρόσθεσε άλλους 25 πόντους στους 39 του ημιτελικού. Οι Ισραηλινοί πήραν 24 πόντους από τον Ντορόν Τζάμσι, 21 από τον μετέπειτα ΠΑΟΚτζή Κεν Μπάρλοου, 15 από τον Ουίλι Σιμς και 13 από τον συγχωρεμένο Κέβιν Μαγκί.
Τη διαφορά την έκανε στη μάχη του τίτλου ο έτερος των 37χρονων «διόσκουρων» Μάικ Ντ’Αντόνι, που αυτή τη φορά ανέλαβε ρόλο όχι οργανωτικό (όπως στον ημιτελικό), αλλά εκτελεστικό, με 17 πόντους. «Όταν έχω χρόνο για να μελετήσω τον αντίπαλο, γίνομαι καλύτερος», δήλωσε o Iταλοαμερικανός, που αργότερα κατέκτησε δύο τίτλους Προπονητή της Χρονιάς στο ΝΒΑ (2005, 2017).
«Τι θυμάμαι από τον τελικό της Γάνδης; Μα, τους τρελούς τους Έλληνες! Έξι χιλιάδες άτομα, είχαν γυρίσει όλοι την πλάτη στον αγωνιστικό χώρο και τραγουδούσαν ασταμάτητα, χοροπηδώντας επί δύο ώρες. Δεν ήταν ένδειξη διαμαρτυρίας ή κάτι τέτοιο. “Αφού δεν παίζει ο Άρης, δεν μας νοιάζει ποιος θα κερδίσει”, ήταν σαν να έλεγαν».