Το δράμα του ΠΑΟΚ και η πατημασιά του Ζάρκο
Όταν στήθηκε το σκηνικό για τα πλέι-οφ του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1993, έτσι την έλεγαν τότε τη μετέπειτα Ευρωλίγκα, στις αρένες της «γηραιάς ηπείρου» δεν ακουγόταν τίποτε άλλο από τον βρυχηθμό του ΠΑΟΚ. «Και της Ρεάλ Μαδρίτης», θα προσθέσει όποιος κοιτάξει την τελική βαθμολογία των Ομίλων. Αλλά η Ρεάλ του Κλίφορντ Λούικ άντεχε όσο άντεχαν τα βασανισμένα γόνατα του Άρβιντας Σαμπόνις, δηλαδή ελάχιστα.
Η δική της σειρά απείχε ακόμη δύο χρόνια και δύο αφίξεις: Ζέλικο Ομπράντοβιτς και Τζο Αρλάουκας. Μόλις την προηγούμενη χρονιά η «βασίλισσα» αγωνιζόταν στο Κύπελλο Σαπόρτα, όπου νίκησε στον τελικό της Ναντ τον ΠΑΟΚ, με την γκάφα του Παναγιώτη Φασούλα, το νικητήριο καλάθι του Ρίκυ Μπράουν και το γοερό κλάμα του Μπάνε Πρέλεβιτς. O Λιθουανός αρτίστας με τα πήλινα πόδια αγωνιζόταν τότε στην ταπεινοτάτη Φόρουμ Βαγιαδολίδ!
Την περίοδο που ακολούθησε, 1992-93, ο Σαμπόνις φόρεσε τα λευκά της Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά δεν ήταν καν ο κορυφαίος σέντερ των ευρωπαϊκών γηπέδων. Στο φάιναλ-φορ του Φαλήρου, ο ήδη 29χρονος «Σάμπας» προσγειώθηκε στη λησμονιά του μικρού τελικού αντιμέτωπος με τον Παναγιώτη Φασούλα, την ίδια ώρα που η θέση «5» στην κορυφαία πεντάδα (δίπλα σε Κόρφα, Ζντοβτς, Κούκοτς, Λέβινγκστον) δινόταν στον Ιταλό Στέφανο Ρουσκόνι της Μπένετον. Ο πατήρ Αρβίντας έμελλε να μετακομίσει στο ΝΒΑ στα 31 του το 1995, έναν χρόνο πριν γεννηθεί σε αμερικανικό έδαφος ο νυν All-Star Ντομάντας…
Ας μην προτρέχουμε, όμως. Ο ΠΑΟΚ ζευγάρωσε στα best-of-3 προημιτελικά με την Πο-Ορτέζ, που ήταν μετρίως μέτρια, αλλά είχε στο δυναμικό της τον θεόρατο Γκιόργκε Μουρεσάν των 2,31 μ., έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους στη γη που μπορούσαν να κοιτάξουν τον Φασούλα (πόσο μάλλον τον Σαμπόνις) αφ’ υψηλού. Η Ρεάλ έπεσε πάνω στην Κνορ Μπολόνια του Ντανίλοβιτς και την κατάπιε με συνοπτικές διαδικασίες: 76-56 στην Ιταλία, 79-58 στη Μαδρίτη. Η χρυσοποίκιλτη Μπένετον του Τόνι Κούκοτς και του Πέρο Σκάνσι βρήκε στο διάβα της τη γειτόνισσα Σκαβολίνι, η οποία τη βασάνισε για κάμποσες μέρες πριν παραδοθεί: 92-94, 101-94, 77-58.
Υπήρχε και ένα ζευγάρι που ιντριγκάριζε τους πάντες, αφού έστελνε ένα αουτσάιντερ σούμπιτο στο φάιναλ-φορ: Λιμόζ εναντίον Ολυμπιακού, με το πλεονέκτημα έδρας σε γαλλικά χέρια. Οι «ερυθρόλευκοι» του Πειραία είχαν καταφτάσει από το πουθενά, με αφετηρία την 8η θέση της ελληνικής Α1 και τη σκοτεινιά του Παπαστράτειου το 1991. Η επόμενη χρονιά τους βρήκε να ξεπαστρεύουν την παρακμάζουσα αυτοκρατορία του Άρη στα ημιτελικά, να φτάνουν στους τελικούς απέναντι στον αχτύπητο ΠΑΟΚ και να εκτοξεύονται στις στρατόσφαιρες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τη χρονιά μάλιστα που η Ελλάδα είχε αναλάβει να διοργανώσει το φάιναλ-φορ. Πού; Μέσα στο ίδιο τους το σπίτι!
Ο Ολυμπιακός του Κόκκαλη, του Ιωαννίδη και του Πάσπαλι τερμάτισε την κανονική περίοδο με ρεκόρ 8-6 και τρύπωσε στα πλέι-οφ μέσα από μια τριπλή ισοβαθμία που άφησε τους ίδιους στην τρίτη θέση του Ομίλου, την Ορτέζ στην τέταρτη και τη Μπάγιερ Λεβερκούζεν εκτός νυμφώνος, στην πέμπτη. Οι άλλες ομάδες που αποκλείστηκαν ήταν η Ζαντάρ, η Εστουντιάντες, η Μάες Πιλς, η Μπανταλόνα, η Τσιμπόνα και η Μακάμπι.
Όπως βλέπετε, δεν υπήρχαν πουθενά στον ορίζοντα οι μετέπειτα υπερδυνάμεις ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Μπαρτσελόνα, Παναθηναϊκός, Μιλάνο, Ζαλγκίρις, Εφές, Φενέρ/Ούλκερ. Ο Ολυμπιακός είχε αποκλείσει στον προκριματικό γύρο την Ολύμπια Λιουμπλιάνα (από τη νεοσύστατη Σλοβενία) σε διπλή αναμέτρηση, ενώ ο ΠΑΟΚ προκρίθηκε χωρίς αγώνα στους Ομίλους, αφού ο αντίπαλός του, Ερυθρός Αστέρας, αποβλήθηκε λόγω του εμπάργκο. Στην πρωταθλήτρια του 1992 Παρτιζάν, που έφερε και αυτή τα λάβαρα της σπαρασσόμενης Γιουγκοσλαβίας, απαγορεύτηκε η αυτοδίκαιη συμμετοχή στους Ομίλους της διοργάνωσης…
Το παπούτσι του Ζάρκο
Την πρόκρισή του στα πλέι-οφ ο Ολυμπιακός την όφειλε στη νίκη επί της πανίσχυρης Ρεάλ στο Φάληρο: 63-62, με σκόρερ της προτελευταίας στιγμής στο ΣΕΦ τον Ζάρκο Πάσπαλι. Ωστόσο, το ιπτάμενο κέρμα που άνοιξε το κεφάλι του Βούλγαρου διαιτητή Άνγκελ Ιβάνοφ (μολονότι ο συγκεκριμένος ρέφερι ακύρωσε ως οριακά εκπρόθεσμο το οιονεί νικητήριο καλάθι του Σαμπόνις…) δρομολόγησε την τιμωρία των υπότροπων «ερυθρολεύκων».
Μολονότι ξεσπιτωμένος στην Πάτρα για τον πρώτο από τους τρεις προημιτελικούς με τη Λιμόζ, ο Ολυμπιακός κέρδισε με 70-67, με «σκοτωμένο» τρίποντο του σεσημασμένου Πάσπαλι 4 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη. «Όταν λείπουν οι Γιουγκοσλάβοι, όλα είναι πιθανά», έλεγε στα αποδυτήρια της Περιβόλας ο δράστης, Γιουγκοσλάβος ο ίδιος, αντιμέτωπος με τους Γιουγκοσλάβους Μάλκοβιτς και Ζντοβτς.
«Ας μη ξεχνάμε, ότι ο Ολυμπιακός παίζει με τέσσερις ξένους», παραπονιόταν λίγα μέτρα παραπέρα ο προπονητής της Λιμόζ, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς («Μαλίκοβιτς», τον γράφαμε τότε). Εννοούσε τον Ντράγκαν Τάρλατς και τον Μίλαν Τόμιτς, που ένεκα των κανονισμών αγωνίζονταν ως ελληνοποιημένοι («εξώγαμα», για να χρησιμοποιήσω την ορολογία της εποχής), με δανεικά από θετούς πατεράδες επώνυμα: «Κωνσταντινίδης» και …«Γιαννακόπουλος». Υπήρχε και ο Φράνκο Νάκιτς, αλλά αυτός ήταν μόνιμα εκτός δεκάδας, οπότε ο Μπόζα τον ξέχασε.
Ο πρωτόπειρος Ολυμπιακός ταξίδεψε στη Λιμόζ αναζητώντας μία νίκη σε μάξιμουμ δύο αγώνες, αλλά έζησε ένα δράμα που έγινε ανοιχτό τραύμα και στοιχειώνει ακόμη τους εφιάλτες του Γιάννη Ιωαννίδη. Δις πρωταθλητής Ευρώπης με τη Γιουγκοπλάστικα το 1989 και 1990, φιναλίστ και στο φάιναλ-φορ του 1991 ως προπονητής της Μπαρτσελόνα πλέον, ο Μάλκοβιτς δέθηκε κόμπος από την τακτική του «ξανθού», σε ένα τριήμερο όπου το κατενάτσιο έσπασε τα κοντέρ.
Αλλά ο ήρωας της Πάτρας έγινε «ομ φατάλ», ένας ξανθός Σίσυφος ντυμένος στα κόκκινα, όχι μία, αλλά δύο φορές. Στο πρώτο από τα δύο αλησμόνητα ντέρμπι που έγιναν στο παλαιικό Μπομπλάν, ο Πάσπαλι έχασε τη μπάλα μέσα από τα χέρια του στο 52-51 και αστόχησε σε μακρινό σουτ, αμέσως μετά από το καλάθι του Μάικλ Γιανγκ που έφερε τους Γάλλους στο +3. Ο αγώνας τελείωσε με 59-53, αλλά ο Ολυμπιακός είχε άλλη μία ευκαιρία, βράδυ Τετάρτης στο Λιμόζ, με αρκετό κόσμο στο πλευρό του.
«Πάμε για διπλή πρόκριση στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο», ήταν το σύνθημα της εκδρομής. Το επόμενο βράδυ η ποδοσφαιρική ομάδα του συλλόγου είχε ραντεβού με την Ατλέτικο στη Μαδρίτη, αλλά η φιλόδοξη εκστρατεία εξελίχθηκε σε τραγωδία, αφού ένας οπαδός άφησε την τελευταία του πνοή από αδειυκρίνιστα αίτια μέσα σε πούλμαν, ενώ ένας δεύτερος μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Κλερμόν Φεράν. Τα δύο πούλμαν έφυγαν κακήν κακώς από το Λιμόζ, με τροχονόμους τους Γάλλους αστυνομικούς, που έριξαν μια ματιά στο εσωτερικό τους και αποφάσιζαν ότι δεν άξιζε να μπλέξουν.
Η αποστολή του Ολυμπιακού δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τα τεκταινόμενα, αλλά έζησε το δικό της δράμα, αφού ο Πάσπαλι πάτησε τη ρημάδα τη γραμμή μόλις παρέλαβε τη μπάλα για το σουτ της νίκης. «Πρόσεχε το πόδι σου!» φώναξε ένας Έλληνας δημοσιογράφος όταν είδε τον Μαυροβούνιο να κοιτάζει ψηλά αντί για χάμω, με τη μπάλα στα χέρια. Το παπούτσι του Ζάρκο ακούμπησε στην πλάγια γραμμή του γηπέδου χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πίεση και η στρογγυλή θεά δόθηκε πεσκέσι στους Γάλλους, τυλιγμένη σε συσκευασία δώρου.
Αυτή τη φορά, ο Πάσπαλι επιχείρησε να εξιλεωθεί με μία άμυνα, που δεν ήταν δα το φόρτε του. «Αναλαμβάνω εγώ», είπε στους συμπαίκτες του. Αλλά ο φιλαράκος του από την παλιά πατρίδα, ο Γιούρε Ζντοβτς, βρήκε τρόπο να τον ξεφορτωθεί και να στείλει τη Λιμόζ στο φάιναλ-φορ, με ένα σουτ χαρταετό, ωστόσο εύστοχο, 2 δευτερόλεπτα πριν το τέλος.
Ο Ιωαννίδης γύρισε στον Πειραιά με άδεια χέρια, υποχρεωμένος να παίξει ρόλο οικοδεσπότη για τον άσπονδο ΠΑΟΚ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Η κατάκτηση του Κυπέλλου Σαπόρτα από τον «δικό του» Άρη στο Τορίνο, τις ίδιες μέρες του γαλλικού μαρτυρίου, πολλαπλασίασε τη σκασίλα του. «Θα επιστρέψουμε δριμύτεροι», προφήτευσε. Και έλεγε αλήθεια.
Μέσα στην αναμπουμπούλα που ακολούθησε, ο Ολυμπιακός συνάντησε τον πρωταθλητή Ελλάδας ΠΑΟΚ μισοπεθαμένο από το ευρωπαϊκό στραπάτσο του Φαλήρου και αναρριχήθηκε ο ίδιος στον εγχώριο θρόνο, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια ανομβρίας. Ο Παναθηναϊκός του Παύλου Γιαννακόπουλου βούτηξε με το κεφάλι στην κούρσα των εξοπλισμών, τα εκατέρωθεν αντανακλαστικά ερεθίστηκαν ανεπανόρθωτα και το κέντρο βάρους του ελληνικού μπάσκετ μετατοπίστηκε οριστικά και αμετάκλητα, από τη Θεσσαλονίκη προς το λεκανοπέδιο της Αττικής.
Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω στους ευρωπαϊκούς ημιτελικούς του 1994 και 1995 και μοιράστηκαν εξ ημισείας τα δύο αμέσως επόμενα τρόπαια: οι «πράσινοι» το 1996 στο Παρίσι με τον Μάλκοβιτς στο τιμόνι και οι «κόκκινοι» το 1997 στη Ρώμη, χωρίς πια τον Ιωαννίδη, που είχε εκπαραθυρωθεί. Ουδείς φανταζόταν τότε, ότι η μεταξύ τους αντιπαλότητα θα έφερνε στην Ελλάδα 9 Κύπελλα Πρωταθλητριών…
Πίσω στο μαρτυρικό 1993, ο ΠΑΟΚ έδωσε ραντεβού στα πλέι-οφ με την Ορτέζ και την καταβρόχθισε για ορντέβρ, σκορπίζοντας τον τρόμο στους επίδοξους παρτενέρ του στο φάιναλ-φορ. Πώς να αντιμετωπίσει κανείς την αρμάδα του Ντούσαν Ίβκοβιτς και των Πρέλεβιτς, Κόρφα, Μπάρλοου, Λέβινγκστον, Κόρφα μπροστά σε 10.000 φανατισμένους οπαδούς της; Σπάνια εμφανίστηκε τόσο ισχυρό φαβορί σε φάιναλ-φορ και σπάνια απέτυχε με τόσο πάταγο.
«Φέρτε μας τους Μπουλς», ήταν ο τίτλος στο Τρίποντο μετά το 86-103 του πρώτου προημιτελικού στο Πο. Και ήταν βγαλμένος όχι από την καλπάζουσα φαντασία του δημοσιογράφου που κάλυψε το ματς (δηλαδή της αφεντιάς μου), αλλά από τα λόγια του προπονητή της Ορτέζ, Μισέλ Γκομέζ: «Να κερδίσουμε στη Θεσσαλονίκη δύο φορές; Μα, δεν τον είδατε απόψε τον ΠΑΟΚ; Ούτε οι Σικάγο Μπουλς δεν θα ένιωθαν σίγουροι ότι θα τον νικήσουν και μάλιστα στην έδρα του. Οι Έλληνες έπαιξαν το τέλειο μπάσκετ».
Ο Κλιφ Λέβινγκστον -που προερχόταν καλή ώρα από τους Μπουλς- έσκασε το κάρφωμα της δεκαετίας στα μούτρα του Μουρεσάν, ο Παναγιώτης Φασούλας πέτυχε το παρθενικό του τρίποντο, ο Κόρφας μοίρασε 9 ασίστ, ο Μπάνε ανάγκασε την Εκίπ να τον βαφτίσει «διάβολο» με την 30άρα που πέτυχε, ο Μπάρλοου άγγιξε το τέλειο (19 π., 11 ρ.) και ο ΠΑΟΚ, αντιγράφω από την ανταπόκρισή μου, «έμοιαζε στιγμές στιγμές σαν να αγωνιζόταν με έξι ή επτά ή οκτώ παίκτες».
Μακριά από τους προβολείς, ωστόσο, ο Φασούλας προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό που του προκαλούσε ο νέος του ρόλος και δυσκολευόταν πολύ, παρά την ευφορία της νίκης. «Δεν ξέρω, ρωτήστε τον σοφό», απάντησε σαρκαστικά, όταν τον ρώτησα πώς του φαινόταν το παρκάρισμά του στην κορυφή της ρακέτας.
Αργότερα μετάνιωσε για τα λόγια του και μου τηλεφωνούσε στο ξενοδοχείο -μέσω του εφόρου του ΠΑΟΚ, Άγγελου Μιχόπουλου- για να αποσύρει την επίμαχη δήλωση. Ήταν όμως πολύ αργά και η Ελευθεροτυπία της επόμενης ημέρας βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν για το πιεστήριο. Η κόντρα ανάμεσα στα δύο ισχυρά «εγώ», του προπονητή και του αρχηγού, ήταν ένα δυσοίωνο σύννεφο που πύκνωσε πολύ γρήγορα και έκανε τον Φασούλα να ρίξει μαύρη πέτρα προς τον Πύργο τον Λευκό. Οι δυό τους έμελλε να σηκώσουν ευρωπαϊκό τίτλο μαζί, αλλά ντυμένοι στα κόκκινα, τέσσερα; χρόνια αργότερα.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής του ΠΑΟΚ από τη Γαλλία στη Θεσσαλονίκη, ο Ίβκοβιτς έχρισε τον Ολυμπιακό φαβορί για πρόκριση επί της Λιμόζ. «Εκτός αν τον χαντακώσουν οι διαιτητές, αφού στην Ευρώπη δεν περνάνε τα σακάκια», έλεγε σε κατάσταση τσακίρ ευθυμίας στη γαλαρία του αεροπλάνου, αναφερόμενος στο περίφημο περιστατικό του Ιωαννίδη με τον ρέφερι Τσανίδη.
«Εγώ πάντως ποντάρω όλα τα λεφτά μου στον ΠΑΟΚ για κατάκτηση του τροπαίου», δήλωσε ο αρχηγός των Ορτέζ Ντιντιέ Γκαντού, μετά τη δεύτερη συντριβή της ομάδας των Πυρηναίων στον δεύτερο και τελευταίο προημιτελικό (81-65 στο Αλεξάνδρειο, με νέο κρεσέντο του «Δικεφάλου»). Σημειωτέον ότι η Ορτέζ είχε αναδειχθεί το 1992 πρωταθλήτρια Γαλλίας, πάνω από τη Λιμόζ του Μάλκοβιτς. «Στον τελικό της Αθήνας θα παίξουν ΠΑΟΚ-Ρεάλ», προφήτευσε ο εμβληματικός πρόεδρός της, Πιερ Σεγιάν. Στον μικρό τελικό θα εννοούσατε, μεσιέ…
«Φέρτε μας τους Μπουλς»
Η οργή των παπάδων
Στους αγώνες με την Ορτέζ, ο Ίβκοβιτς βρήκε τον άνθρωπο που θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα και κυβικά απέναντι στον «σέντερ του 1 δισεκατομμυρίου» Ρουσκόνι -που προαλειφόταν για το ΝΒΑ- και, δυνητικά, στον Σαμπόνις. Ο νεοφερμένος στην ομάδα (από τον γείτονα Ηρακλή) Χρήστος Τσέκος ήταν ένα «αμετακίνητο αντικείμενο» 130 κιλών, ικανό να οχυρώσει τις ρακέτες και να προστατεύσει τον Φασούλα από τα φάουλ. «Ο Τσέκος ο αληταράς», τον αποθέωνε η κερκίδα.
Ωστόσο, ο Θηβαίος 27χρονος σέντερ των 2,10 μ., που κάθε άλλο παρά αληταράς ήταν, τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα στον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης τις παραμονές του φάιναλ-φορ και παροπλίστηκε. Το φριχτό τράκο του Τσέκου έγινε τρυφερό τραγουδάκι στο Παλέ, αλλά ο Φασούλας έμεινε αβοήθητος στα κρίσιμα ματς του Φαλήρου. Στον ημιτελικό με τη Μπένετον, η «αράχνη» έμεινε στο παρκέ του ΣΕΦ μόλις για 22 λεπτά. Πέτυχε 9 πόντους, μάζεψε 10 ριμπάουντ, μοίρασε και 4 τάπες, αλλά δέχθηκε 23 πόντους από τον Ρουσκόνι και είδε το φινάλε ανενεργός από τον πάγκο. Στο 4ο λεπτό είχε ήδη φορτωθεί με 3 φάουλ.
Η πανστρατιά των φίλων του ΠΑΟΚ έντυσε το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με ασπρόμαυρες κορδέλες, τα δε εισιτήρια του φάιναλ-φορ εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού και έκαναν θραύση στη μαύρη αγορά. Πολλοί οπαδοί, ακόμα και επώνυμοι της Τούμπας, προσπάθησαν να μπουν στο γήπεδο με διαπίστευση Τύπου, αλλά έπεσαν πάνω στον κέρβερο Φίλιππο Συρίγο, που μέσα στην τούρλα μπλοκάρισε και μερικούς πραγματικούς δημοσιογράφους, όπως εκείνον τον κακομοίρη (ανταποκριτή ελληνικών Μέσων) που ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη.
Το σημαντικότερο εμπόδιο για τη διεξαγωγή του φάιναλ-φορ ήταν η …Εκκλησία. Αδιάφορη για τις ιδιαιτερότητες του τόπου φιλοξενίας της ετήσιας γιορτής του μπάσκετ, η FIBA έριξε (όχι για πρώτη, ούτε για τελευταία φορά) τους αγώνες μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα των ορθοδόξων. Ω, της ιεροσυλίας!
Οι ημιτελικοί ορίστηκαν να γίνουν Μεγάλη Τρίτη 13 Απριλίου και ο τελικός, μαζί με το ματς της 3ης-4ης θέσης, Μεγάλη Πέμπτη 15 Απριλίου του σωτηρίου έτους 1993. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, τα φάιναλ-φορ της δεκαετίας του ’80 και του ’90 γίνονταν μεσοβδόμαδα και όχι Παρασκευοσαββατοκύριακο. «Πάντως εγώ Τρίτη και δεκατρείς δεν παίζω ημιτελικό», αστειευόταν ο παροιμιωδώς προληπτικός Ιωαννίδης πριν τον αποκλεισμό του Ολυμπιακό. Είμαστε βέβαιοι ότι δεν σοβαρολογούσε;
Το ιερατείο εξοργίστηκε με την ασέβεια και απείλησε με αφορισμό τους πάντες: τους αθλητές, τους προπονητές, τους φιλάθλους, τους δημοσιογράφους, τον Βασιλακόπουλο και τη λοιπή ΕΟΚ, άπαντες τους εμπλεκόμενους. Πέρα από τα υπόλοιπα, η Εκκλησία απαιτούσε τη ματαίωση της τηλεοπτικής μετάδοσης, που έπεφτε πάνω στην ακολουθία του Νυμφίου (οι ημιτελικοί) και στα Δώδεκα Ευαγγέλια (ο μικρός και ο μεγάλος τελικός). Η διοίκηση της ΕΡΤ μπήκε κι αυτή στην ουρά για αφορισμό, μαζί με τη Γενική Γραμματεία Τύπου και τη λοιπή κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, με υφυπουργό Αθλητισμού την αγλαή Φάνη Πάλλη-Πετραλιά.
Όταν μετρήθηκαν τα λάφυρα από τις διαφημίσεις που είχε κλείσει η ΕΡΤ -μπουκώνοντας τα τάιμ-άουτ με αποτέλεσμα να μη μεταδοθούν ποτέ τα τελευταία δευτερόλεπτα του ημιτελικού ΠΑΟΚ-Μπένετον- οι διαμαρτυρίες των παπάδων αγνοήθηκαν και οι αγώνες μεταδόθηκαν κανονικά από την ΕΤ2, ενώ η θεία λειτουργία προβλήθηκε από την ΕΤ1. Πιθανόν και να μας αφόρισαν στ’ αλήθεια τότε, δεν είμαι βέβαιος ούτε ξέρω πώς να το ψάξω.
Στα 25 του χρόνια, ο Τόνι Κούκοτς ήταν το λαμπρότερο αστέρι των ευρωπαϊκών γηπέδων και πατούσε ήδη με το ένα πόδι στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, όπου τον περίμεναν στο Σικάγο οι παντοδύναμοι Μπουλς, προβάροντας το τρίτο συνεχόμενο δαχτυλίδι τους (1991, 1992, 1993). Το κισμέτ του Κούκοτς ήταν να συναντήσει τους «Ταύρους» ορφανούς από τον Μάικλ Τζόρνταν, αλλά αυτό διορθώθηκε δύο χρόνια αργότερα, με την επιστροφή του Τζόρνταν από την αποστρατεία και την εκκίνηση του δεύτερου «three-peat».
Ο Κροάτης είχε ήδη πανηγυρίσει το δικό του «three-peat» στα ευρωπαϊκά γήπεδα, εξέχον μέλος και τελικά ηγέτης στη Γιουγκοπλάστικα του Μάλκοβιτς και έπειτα του Ζέλικο Παβλίτσεβιτς μεταξύ 1989-91. Το Τρεβίζο έριξε δίπλα του αρκετό χρήμα, προσέλαβε και έναν παινεμένο Κροάτη προπονητή (Σκάνσι), αλλά ο Μποσμάν δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στο προσκήνιο και η οικογένεια Μπενετόν υποχρεώθηκε να πλαισιώσει τον Κούκοτς και τον Τέρι Τιγκλ με Ιταλούς παίκτες σε καίριες θέσεις. Ήταν γραφτό, να κάνουν αυτοί τη διαφορά. Οι όνομα και πράγμα «ραγκάτσι».
Στον πρώτο και μοναδικό ημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών της ιστορίας του, ο άβγαλτος σε τέτοια υψόμετρα ΠΑΟΚ πήρε μεγάλες διαφορές (24-15, 38-29, 44-35, 51-45 στο ημίχρονο, 68-61) αλλά ένιωθε το άγχος να του ροκανίζει τα πόδια. Ο «X-factor» που χρειαζόταν η Μπένετον για να εκμεταλλευτεί τη δημιουργία του Κούκοτς (τον οποίο μάρκαρε αρχικά ο Κεν Μπάρλοου και αργότερα ο Νίκος Μπουντούρης) εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Μάσιμο Γιακοπίνι (17 π.), ο οποίος μπουμπούνισε 4/4 τρίποντα μέσα σε ένα σκάρτο τετράλεπτο και έδωσε προβάδισμα στους Ιταλούς, σκορπίζοντας μουγκαμάρα στην εξέδρα: 71-73.
Ο ΠΑΟΚ προηγήθηκε για τελευταία φορά με μακρινό σουτ του Πρέλεβιτς (77-75), αλλά στην τελική ευθεία είδε τον ηγέτη του να γίνεται μοιραίο πρόσωπο. Στο δίλεπτο της κρίσης, ο Μπάνε αστόχησε σε τρίποντο, σε ελεύθερη βολή (μία συν μία) και σε ένα στριφνό ψηλοκρεμαστό σουτ, που θα έδινε στον ΠΑΟΚ προβάδισμα 13’’ πριν το φινάλε. «Σκόπευα να δώσω τη μπάλα στον Κόρφα ή τον Λέβινγκστον, αλλά με έκλεισαν οι Ιταλοί και ήταν αδύνατο να πασάρω», είπε μετά.
Ο Κούκοτς ενορχήστρωσε την τελευταία επίθεση της Μπενετόν, είδε με την άκρη του ματιού τον Τζον Κόρφα να αφήνει ανενόχλητο τον παίκτη του για να δώσει βοήθεια και σημάδεψε με απόλυτη ακρίβεια τον άγραφο Ραγκάτσι, που πέτυχε ανενόχλητος το καλάθι της νίκης με σουτ από τη γωνία 2.3 δευτερόλεπτα πριν το πικρό φινάλε: 77-79. Το τάιμ-άουτ του Ίβκοβιτς δεν ωφέλησε σε τίποτε, αφού το τελευταίο σουτ του ΠΑΟΚ έγινε από τη σέντρα και έμοιαζε με απονενοημένο διάβημα. Οι τηλεθεατές της ΕΡΤ δεν το είδαν ποτέ, αφού παρακολουθούσαν βλαστημώντας ρεκλάμες για την Αmstel, τη Lacoste και τα Οπτικά Αράθυμος.
Η ασίστ που έκρινε τον ημιτελικό ήταν η 10η του υπέροχου Κούκοτς, που έγραψε ακόμη 15 πόντους και 8 ριμπάουντ στον ημιτελικό. Εάν δεν με απατά η μνήμη, ο 29χρονος Μαουρίτσιο Ραγκάτσι (με μ.ο. 4,1 π.), από τους πιο απίθανους ήρωες στην ιστορία των φάιναλ-φορ, δεν είχε πετύχει ούτε ένα δίποντο όλη τη σεζόν! Δύο μέρες μετά, στον τελικό με τη Λιμόζ, δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε δευτερόλεπτο από τον άκαρδο Σκάνσι.
Στον ημιτελικό της ζωής του, ο ΠΑΟΚ έπεσε από τους 51 πόντους του πρώτου μέρος στους 26 του δεύτερου. Ο Πρέλεβιτς δοκίμασε 5 τρίποντα και δεν έβαλε κανένα. Ο άδειος πάγκος έδωσε στον «Δικέφαλο» μόλις 3 πόντους, ένα τρίποντο του Μπουντούρη στο «έμπα» του τελευταίου πενταλέπτου. Τρεις από τους δέκα παίκτες του Ίβκοβιτς δεν έπαιξαν καθόλου, ένας τέταρτος (Φιλίππου) πάτησε παρκέ για 3 λεπτά. Το +10 στα ριμπάουντ έμεινε ανεκμετάλλευτο, όπως και οι +6 βολές και τα μόλις 6 λάθη.
Η άμυνα έκλεψε μόνο 2 φορές τη μπάλα, ενώ οι ασίστ του ΠΑΟΚ -όπως τις μετρούσαν τότε- ήταν μόλις 3. Ο Κούκοτς μοίρασε 10 τελικές πάσες με το μαγικό αριστερό του χέρι και έκανε μάγκες τους Γιακοπίνι και τους Ραγκάτσι και τους Μιάν. O Ραγκάτσι, που νεότερος έφερε το παρατσούκλι «Ρίτσο» επειδή είχε πλούσια κόμη και είναι συγχωριανός με τον Μάρκο Μπελινέλι, έπαιξε μέχρι τα 36 του σε 9 διαφορετικές ιταλικές ομάδες, χωρίς ποτέ να γίνει διεθνής.
Ένας κάποιος Ραγκάτσι
Έφυγαν από το γήπεδο
Πιστοί στα ήθη και έθιμα του ελληνικού αθλητισμού, οι οπαδοί του «Δικεφάλου» επέρριψαν την ευθύνη της ήττας στους διαιτητές, τον Ισραηλινό Βιρόβνικ και τον Σλοβένο Ρεμς. «Ο ΠΑΟΚ πλήρωσε την οργή της FIBA ενάντια στο ελληνικό μπάσκετ για τα επεισόδια των οπαδών του Άρη στον τελικό με την Εφές στο Τορίνο», έγραψαν οι εφημερίδες, με πρίμο σεκόντο από τον ίδιο τον Ίβκοβιτς.
Στο ΣΕΦ δεν έγιναν επεισόδια, αλλά οι οπαδοί του ΠΑΟΚ εκδήλωσαν τη δυσαρέσκειά τους με μυριόστομα υβριστικά συνθήματα και με μαζική αποχώρηση από το γήπεδο αμέσως μετά τη λήξη του μικρού τελικού (ΠΑΟΚ-Ρεάλ 76-70). Αρκετοί μάλιστα έφυγαν από την Αθήνα το βράδυ της ήττα από τη Μπένετον, αδιαφορώντας για το δεύτερο ματς της αγαπημένης τους ομάδας. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της FIBA, τη στέψη της Λιμόζ παρακολούθησαν μόλις 6.000 θεατές, πάει να πει ότι το ΣΕΦ ήταν μισοάδειο.
«Συνεχίζουμε για το επόμενο», ήταν το σάλπισμα της διοίκησης του ΠΑΟΚ την ώρα που η αποστολή επιβιβαζόταν στην πτήση της σιωπηλής επιστροφής. «Τιμούμε την αξιοσύνη του προπονητή μας, την αξιοσύνη των παικτών μας. Πάνω απ’ όλα, όμως, τιμούμε τους καλύτερους φιλάθλους στην Ευρώπη. Ο “πόλεμος” για την κατάκτηση των τίτλων συνεχίζεται με μεγαλύτερο πάθος και ένταση».
Η ανακοίνωση του Νίκου Βεζυρτζή δεν περιείχε αιχμές και συνωμοσιολογία, αποδείχθηκε όμως ουτοπική ως προς τις αγωνιστικές προσδοκίες. Ο σοκαρισμένος ΠΑΟΚ αποκλείστηκε από τον καμικάζι Ολυμπιακό στους ημιτελικούς της Α1 και το πρωτάθλημα του 1992 έμεινε μονάκριβο στον καιρό του επαγγελματισμού, όπως και η συμμετοχή στο φάιναλ-φορ του 1993. Η κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς έναν χρόνο αργότερα, με προπονητή τον Σούλη Μαρκόπουλο και «θύμα» τη Στεφανέλ του 21χρονου Ντέγιαν Μποντιρόγκα, στην όχι και τόσο μακρινή από το Τρεβίζο Τεργέστη, ήταν μια κάποια παρηγοριά.
Πίσω στο Φάληρο, η Μπένετον επιδόθηκε ενθουσιασμένη σε πρόβες νυφικού, αλλά τελείωσε το ταξίδι της ντυμένη -και αυτή- με κουρέλια. Η ίδια Λιμόζ που είδε κι έπαθε για να ξεφορτωθεί τον άγουρο Ολυμπιακό στα προημιτελικά ανάγκασε τους προπονητές της εποχής να σκίσουν τα διπλώματά τους, με έναν υπνωτιστικό ρυθμό που ξεκινούσε από τη σκληροτράχηλη άμυνα και κατέληγε σε επιθέσεις των 28-29 δευτερολέπτων, γεννημένες από τον εγκέφαλο του ασύγκριτου Ζντοβτς.
Με αυτή την ενοχλητική αλλά εξοργιστικά αποτελεσματική μέθοδο, και με κιτρινωπές φανέλες ταιριαστές με τα γούρια του Μάλκοβιτς (ο οποίες εξοστράκισε τις παραδοσιακές πράσινες στο χρονοντούλαπο), οι «Λιμουζό» έριξαν νοκ-άουτ πρώτα τη Ρεάλ του Σαμπόνις και του 16-2 και κατόπιν την πλουμιστή Μπένετον του Κούκοτς: 62-52 στον ημιτελικό, 59-55 στον τελικό. Εκατόν είκοσι ένας πόντοι σε δύο αγώνες έφταναν και περίσσευαν για να στείλουν τους Γάλλους στην αίθουσα του θρόνου και τους πιουρίστες στα χαρακώματα.
«Απόψε πέθανε το μπάσκετ, χάσαμε έναν αγώνα κατς», διαμαρτυρήθηκε δίπλα στον δακρυσμένο Κούκοτς ο Πέταρ Σκάνσι. «Θα νικήσει όποιος έχει την πιο μεγάλη καρδιά», έλεγε ο ίδιος 24 ώρες νωρίτερα. Στο 28ο λεπτό οι παίκτες του είχαν προβάδισμα 9 πόντων απέναντι σε αντίπαλο που σκόραρε με το σταγονόμετρο (43-34), αλλά αποδείχθηκε ότι είχαν ψυχή ψαριού. Όταν η Λιμόζ προσπέρασε 43-44, με μπροστάρη τον μοναδικό προικισμένο σκόρερ της (Μάικλ Γιανγκ), οι Ιταλοί λέρωσαν τα σινιέ εσώρουχά τους.
Ο δήμιος του ΠΑΟΚ Μάσιμο Γιακοπίνι τελείωσε τον τελικό με 0/6 σουτ, ενώ ο Τόνι Κούκοτς έχασε τη μπάλα από τον περιφερειακό παλαιάς τεχνολογίας Φρεντερίκ Φόρτε στην κρισιμότερη φάση του αγώνα. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρτε έπαιξε στο Ηράκλειο και έγινε …Φορτάκης, ενώ από το 2004 έως το 2017 υπηρέτησε τη Λιμόζ από τον προεδρικό θώκο της. Περίπου όπως ο Μπάνε Πρέλεβιτς στον ΠΑΟΚ, αλλά με αξάν Κορσικής.
Ο μετέπειτα «Ενωσίτης» Τζιμ Μπιλμπά ήταν ο άτυπος MVP του τελικού του Φαλήρου, ενώ ο παίκτης-σύμβολο του γαλλικού μπάσκετ Ρισάρ Ντακουρί άναψε το πρώτο πούρο. Ποιος τους θυμάται, αλήθεια τους υπόλοιπους; Τους Μ’Μπαϊά, τους Βερόβ, τους Μπιτέρ, τους Ρέντεν…
«Εγώ είμαι το σήμερα, εγώ και το αύριο», έλεγε μεθυσμένος από τον προσωπικό του θρίαμβο ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. «Όλοι οι προπονητές έχουν μία εποχή και η δική μου εποχή είναι τώρα. Αυτό που πετύχαμε είναι, χωρίς υπερβολή, ένα θαύμα. Κανένας δεν περίμενε ότι θα παίρναμε το κύπελλο. Μου λέτε ότι το μπάσκετ της Λιμόζ ήταν άσχημο, αλλά δεν με ενδιαφέρει η άποψη των περιστασιακών θεατών. Εγώ κοουτσάρω μόνο για το 10 τοις εκατό των φιλάθλων, αυτούς που καταλαβαίνουν το μπάσκετ. Εάν είχα τον Κούκοτς, μπορεί να έπαιζα διαφορετικά».
Και πράγματι, η Γιουγκοπλάστικα του Μάλκοβιτς και του Κούκοτς έπαιζε «διαφορετικά» τον καιρό που μεσουρανούσε, όπως και ο Παναθηναϊκός του Μάλκοβιτς και του Ντομινίκ τη χρονιά του Παρισιού. Μαθημένος να πατάει σε δύο βάρκες ταυτόχρονα, Σέρβος αλλά μόνιμος κάτοικος Σπλιτ, Γιουγκοσλάβος και ταυτόχρονα Παριζιάνος, ένας χωριάτης που έγινε μπον βιβέρ, ο Μπόζα έγραψε χρυσές σελίδες ιστορίας κερδίζοντας 4 ευρωπαϊκούς τίτλους με 3 διαφορετικές ομάδες. Και δεν δίνει τσακιστό δηνάριο για τους αμφισβητίες.
«Η ήττα του μπάσκετ», θρήνησε το περιοδικό Τρίποντο από το πρωτοσέλιδό του την επαύριο της μελαγχολικής γιορτής. «Η νίκη της Λιμόζ επιβράβευσε έναν ικανότατο προπονητή, αλλά ζημίωσε το ίδιο το άθλημα. Το μπάσκετ βρίσκεται μπροστά σε ένα φαινόμενο παρόμοιο με το ποδοσφαιρικό κατενάτσιο. Εάν πρόκειται να επικρατήσει αυτό το στυλ σε βάρος του ταλέντου, της τεχνικής και της φαντασίας, το πλήγμα θα είναι ανεπανόρθωτο», προφήτευσε ο Φίλιππος Συρίγος στην επιφυλλίδα του.
Και, επειδή έγραφε χωρίς μαλλιά στη γλώσσα, έσπευσε να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά των Ελλήνων οπαδών: «Έδειξαν ότι τελικώς δεν ενδιαφέρονται για το μπάσκετ, τον αθλητισμό και το φερ πλέι, αλλά μόνο για την ομάδα τους και για τη νίκη. Πρέπει να μάθουμε να αποδεχόμαστε την ήττα με αξιοπρέπεια, με μεγαλοψυχία και με σεβασμό για τον αντίπαλο. Κακώς πιστεύουν οι πολλοί ότι ο ΠΑΟΚ αδικήθηκε από τη διαιτησία».
Πώς θα είχε γραφτεί άραγε η ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ εάν ο Ζάρκο Πάσπαλι πρόσεχε πού πατούσε εκείνο το μοιραίο για τον Ολυμπιακό βράδυ στη Γαλλία; Σε ποια χέρια θα κατέληγε το τρόπαιο εάν το σουτ-χαρταετός του Πρέλεβιτς στα 13’’ του ημιτελικού έστελνε τη μπάλα να αναπαυτεί το πλεχτό; Ή αν εκείνος ο Ραγκάτσι σημάδευε σίδερο; Είναι φυσικά αδύνατον να δοθούν απαντήσεις σε υποθετικά ερωτήματα και δεν έχει και νόημα το παιχνίδισμα με τους υποθετικούς λόγους.
Το βέβαιο είναι ότι ο ΠΑΟΚ έχασε το 1993 τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ιστορίας του, το δε ευρωπαϊκό μπάσκετ απέκτησε για μια χρονιά μία ξυπόλητη βασίλισσα. Σήμερα που συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον ιστορικό θρίαμβο της Λιμόζ, η πόλη της πορσελάνης θα φωταγωγήσει τα επαρχιώτικα σαλόνια της και θα πιει vintage σαμπάνια για να γιορτάσει τη λαμπρότερη μέρα στα χρονικά της. Τρεις σωματοφύλακες που ήρθαν από ξένους τόπους, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ο Γιούρε Ζντοβτς και ο Μάικλ Γιανγκ θα δοξάζονται παντοτινά για τη σταυροφορία που κούρσεψε το Λιμάνι των Λεόντων.