Μίτσοφ στο Gazzetta: «Ο Αταμάν δεν αφήνει αναπάντητη κριτική, γιατί αρνήθηκα την πρόταση του Ολυμπιακού»
Η ιστορία ενός Professor…
Ο όρος προέρχεται από τα λατινικά και μιλά για ένα πρόσωπο που "πρεσβεύει". Σε μπασκετικό πλαίσιο και στα πιο ελεύθερα όρια που θέτει το άθλημα γύρω του, η λέξη αυτή βρίσκει καταφύγιο σε έναν Σέρβο άσσο που επί δύο δεκαετίες έβαζε τη σφραγίδα του στα γήπεδα της Ευρώπης.
Ο Βλαντιμίρ Μίτσοφ και ο τρόπος που ο ίδιος αντιλαμβανόταν το μπάσκετμπολ είχε ωθήσει πολλάκις τους ανθρώπους που τον καθοδηγούσαν, τους προπονητές του, να παραδεχθούν πως έχουν στα χέρια τους κάτι που ξεπερνά τις τέσσερις γραμμές του παρκέ, ενώ ακόμη και μέσα σε αυτές οι λειτουργίες του κάλυπταν πολλά από τα πεδία που εκείνοι ήθελαν να κινηθούν. «Είναι τόσο ευέλικτος, αντιλαμβάνεται όσα ειπώνονται και είναι παίκτης “κλειδί”» τόνιζε κάποτε ο Πιανιτζάνι με τον οποίο συνυπήρξε στην Αρμάνι Μιλάνο που ακόμη και σήμερα έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα του ονόματος του 38χρονου.
Οι περγαμηνές της καριέρας του έφεραν στο προσκήνιο δώδεκα ομάδες και επτά διαφορετικές χώρες, ανάμεσά τους ο Πανιώνιος και η Ελλάδα. Για περίπου ένα χρόνο, ο Μίτσοφ απολαμβάνει τη ζωή του «παλαίμαχου» και ξεδιπλώνει τις σκέψεις του μέσω του Gazzetta που τον συνάντησε στη... βάση του, το Βελιγράδι!
Μακριά από δεύτερες σκέψεις και δηλώνοντας πως δεν μετανιώνει για τίποτα στην καριέρα του, ο Μίτσοφ αναλύει την πορεία του μέχρι σήμερα, το τί τον έχει σημαδέψει από τα 21 χρόνια καριέρας και θυμάται την εμπειρία του με τον Εργκίν Αταμάν. Εξηγεί γιατί αρνήθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού την εποχή του Βασίλη Σπανούλη και αναφέρεται στο φαινόμενο Νίκολα Γιόκιτς!
Συνέντευξη στην Σταυρούλα Μουστακάτου
«Πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς, είναι καλύτερα να αποσυρθείς όταν είσαι στο τοπ»
Αλήθεια, πώς είναι η πρώτη σου σεζόν μακριά από το επαγγελματικό μπάσκετ;
«Σπουδαία, ειλικρινά! Όμως στην πραγματικότητα χθες σκεφτόμουν ότι είναι μόνο ένας χρόνος που δεν παίζω και κατά κάποιο τρόπο, ο χρόνος φεύγει σαν… νερό. Πολύ γρήγορα. Νομίζω ότι το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι από τη στιγμή που τελείωσα να παίζω μπάσκετ, ξεκίνησα να ασχολούμαι με διαφορετικά πράγματα. Έχω τις ιδιωτικές μου επιχειρήσεις εδώ στο Βελιγράδι, αλλά βρήκα μία νέα ασχολία που έδωσα τον εαυτό μου μέσα σε αυτό και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα, ειδικά για εμάς… Τους επαγγελματίες αθλητές! Το να βρεις κάτι σε δουλειά να ασχοληθείς μόλις ολοκληρωθεί η καριέρα σου. Έπαιξα πάνω-κάτω 21 χρόνια ως επαγγελματίας και πιστεύω ήμασταν περίπου σαν ρομπότ. Πρέπει να γνωρίζουμε πότε θα ξυπνήσουμε, τί θα φάμε, πότε είναι η προπόνηση, τα πάντα. Αυτό είναι πραγματικότητα, πρέπει να σέβεσαι τα προγράμματα. Και τώρα είμαι εντελώς ελεύθερος, δεν χρειάζεται να σκέφτομαι τόσο πολύ τα ωράρια. Ακολουθούσα μερικούς διαφορετικούς κανόνες, αλλά έχω και τους δικούς μου τώρα. Διασκεδάζω τη ζωή, έχω περισσότερο χρόνο να ταξιδέψω και επιτέλους να δω κάτι.
Γιατί όλοι πιστεύουν “οκ ταξιδεύετε για να παίξετε”, αλλά δεν μπορούμε να δούμε τίποτα παραπάνω πέρα από αεροδρόμια, λεωφορεία και γήπεδα. Τη δεδομένη περίοδο το απολαμβάνω, αλλά από το γεγονός ότι έχει περάσει ένας χρόνος μου φαίνεται ότι ο χρόνος έχει “πετάξει».
Την περασμένη σεζόν ανακοίνωσες πως αποσύρεσαι από την ενεργό δράση. Τί σε έκανε να πάρεις αυτή την απόφαση και ήταν δύσκολο για σένα να… σκοτώσεις τον παίκτη μέσα σου;
«Εξαιρετική ερώτηση… Ειλικρινά, πρώτα από όλα κατά τη διάρκεια της καριέρας μου δεν είχα ποτέ τραυματισμούς. Τουλάχιστον όχι παραπάνω από τρεις εβδομάδες, που δεν είναι τίποτα ειδικά στα νέα format που είναι πάρα πολλά τα παιχνίδια, ταξιδεύεις πολύ και η κάθε σεζόν διαρκεί 10 μήνες. Την περασμένη σεζόν “παραιτήθηκα” όταν ήμουν 37 ετών… Έπαιξα στην EuroLeague περίπου 12 χρόνια και πιστεύω ότι όταν παίζεις στο υψηλότερο επίπεδο το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας σου, πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς. Την περσινή σεζόν αγωνίστηκα στο EuroCup.
Δεν μπορούσα να βρω το σωστό κλαμπ να παίξω στην EuroLeague, γιατί όλοι πλέον σε θεωρούν βετεράνο. Ακόμη και αν ένιωσα καλά τόσο σωματικά όσο και σε φυσική κατάσταση. Υπέγραψα και επέστρεψα στην Μπουντούτσνοστ, σε μία ομάδα για την οποία είμαι εξαιρετικά ευγνώμων καθώς όταν ήμουν 20 χρονών με πήραν στην Ευρώπη για να παίξω μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο. Ίσως οι Θεοί ήθελαν να κάνω αυτόν τον κύκλο όταν άρχισα την καριέρα μου. Να τελειώσει στην ίδια χώρα από εκεί που ξεκίνησε. Νομίζω ότι το επίπεδο με… σκότωσε. Το EuroCup είναι τελείως διαφορετική διοργάνωση, όλα είναι διαφορετικά. Από τον οργανισμό, από τα ταξίδια. Ήταν μικρή χώρα, με κακές συνδέσεις,… Ακόμη και έτσι, το συνειδητοποίησα, το δέχθηκα και προσαρμόστηκα. Δεν είχα μεγάλα προβλήματα. Γενικά η σεζόν ήταν κακή και σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω όταν έληγε το συμβόλαιό μου. “Πρέπει να αλλάξω ξανά χώρα; Να μετακινήσω και την οικογένειά μου; Να ταξιδεύω;”… Αλλά πίστευα ότι το επίπεδο της διοργάνωσης, του κλαμπ θα με “σκότωνε”.
Και επίσης, όπως είπα, πρέπει να γνωρίζεις πότε είναι αρκετά όσα έκανες! Είναι καλύτερα να αποσυρθείς όταν είσαι στο τοπ, παρά να αγωνιστώ δεν ξέρω και εγώ πού. Να επιτρέψω στους νέους παίκτες να με… ξεφτιλίσουν στο παρκέ. Να τρέξουν και να καρφώσουν από πάνω μου. Τώρα δεν σε σέβονται τόσο πολύ όσο παλαιότερα. Αυτή ήταν η απόφασή μου και πραγματικά αποφάσισα πολύ γρήγορα! Δεν σκέφτηκα πολύ και δεν το μετανιώνω. Αποφάσισα να τελειώσω την καριέρα μου στα 37 μόνο και μόνο για αυτόν τον λόγο. Ένιωθα σε εξαιρετική κατάσταση, θα μπορούσα να αγωνιστώ και άλλο. Σίγουρα εξαρτάται από το επίπεδο, αλλά είναι καλύτερα να σταματάς όταν είσαι στο πάνω ράφι παρά να επιτρέψω στους άλλους να κάνουν κάτι τέτοιο».
Και πώς είναι η ζωή σου αυτή τη στιγμή; Μας είπες για διάφορες επιχειρήσεις σου, γνωρίζω ότι έχεις ένα ξενοδοχείο για σκύλους. Μπορείς να μας πεις μερικά πράγματα με τα οποία έχεις καταπιαστεί;
«Στην πραγματικότητα είμαι dog lover. Λατρεύω τα σκυλιά και οπουδήποτε και αν έπαιξα είχα μαζί μου σκύλους. Κάποιες φορές, μάλιστα, έφερνα και νταντάδες να προσέχουν τα παιδιά μου, ώστε να μπορώ να πηγαίνω βόλτα τα σκυλιά. Ιδιαίτερα στην Ρωσία που είχε -27 βαθμούς στο μεγαλύτερο διάστημα του Δεκεμβρίου. Και, φυσικά, μέσα στο καλοκαίρι παραμένει το ίδιο πρόβλημα. Αν θέλεις να πας διακοπές πού μπορείς να αφήσεις τα σκυλιά σου. Έτσι μου ήρθε η συγκεκριμένη ιδέα και είναι περίπου έξι χρόνια που έχω αυτό το ξενοδοχείο. Τώρα που είμαστε πίσω στο Βελιγράδι, είμαστε πολύ περισσότερο εκεί, βοηθάμε, δίνουμε κάποια έξτρα ξεκούραση σε όσους εργάζονται σε αυτό. Το μεγαλύτερο “συν” είναι ότι δίπλα ακριβώς έφτιαξα το εξοχικό μου και έτσι περνάμε περισσότερο χρόνο εκεί. Αυτή είναι μία από τις ασχολίες μου…
Έχω μερικές ακόμη που δεν χρειάζεται να πω πολλές λεπτομέρειες, αλλά έτσι πέρασε ο χρόνος της προσαρμογής. Από το βρίσκομαι στο παρκέ, στο να δίνω ένα κομμάτι του εαυτού μου σε αυτές τις επιχειρήσεις. Δεν είναι ότι κάθομαι όλη μέρα δίχως να έχω κάτι να κάνω, οπότε για αυτό πιστεύω περνάει και η δική μου η ώρα τόσο γρήγορα».
«Ήθελα τον Ολυμπιακό να κερδίσει στο Final 4, εξεπλάγην που πήρε το τελευταίο σουτ ο Γιουλ»
Να σε πάω λίγο στον κόσμο που συνήθιζες να είσαι κομμάτι του… Παρακολούθησες καθόλου την EuroLeague φέτος ή έστω το Final 4;
«Την αλήθεια; Δεν παρακολουθώ καθόλου μπάσκετ! Είδα μόνο τον τελικό του Final 4… Και ίσως δύο-τρεις αγώνες ακόμη. Όλοι με κοροϊδεύουν και μου λένε δεν είναι δυνατόν! Ίσως ας πούμε… μπούχτησα από το να βλέπω μπάσκετ. Γιατί κατά τη διάρκεια της καριέρας μου είδαμε πάρα πολλά βίντεο. Ίσως πάλι να είναι το ότι πριν τα τηλεοπτικά δικαιώματα βρίσκαμε δύο αθλητικά κανάλια που μετέδιδαν τα παιχνίδια και τώρα έχουμε δέκα που δείχνουν κάθε πιθανό ματς. Θα μιλήσω για το Βελιγράδι, δείχνουν αγώνες από την Αυστραλία, τις Φιλιππίνες, τις μικρότερες κατηγορίες. Είναι πάρα πολύ το μπάσκετ στην τηλεόραση. Δεν είμαι και άνθρωπος της τηλεόρασης. Δεν πηγαίνω να παρακολουθήσω ούτε από το γήπεδο. Δεν το κάνω ποτέ, δίνω εισιτήρια στους φίλους μου, αλλά εγώ δεν πηγαίνω.
Μπορεί να είναι περίεργο. Όλοι με ρωτάνε πως γίνεται να αποκόπηκα τόσο πολύ. Αλλά μπορεί να είναι και μία περίοδος μετάβασης!».
Να προσαρμοστείς στην… νορμάλ ζωή
«Ναι, ναι ακριβώς!»
Είπες, όμως, ότι παρακολούθησες τον τελικό. Περίμενες να είναι η Ρεάλ πρωταθλήτρια;
«Ειλικρινά… Ήθελα τον Ολυμπιακό να κερδίσει! Γιατί πιστεύω ότι ο Μπαρτζώκας είναι ένας πολύ καλός, ένας εξαιρετικός προπονητής και κατά τη διάρκεια της σεζόν έκανε σπουδαία δουλειά. Ολοκλήρωσαν την κανονική διάρκεια στην πρώτη θέση. Αλλά μιλάμε για το Final 4. Δεν σημαίνει τίποτα! Το Final 4 είναι ένα παιχνίδι. Κάποιος μπορεί να αποδεχτεί το format έτσι όπως είναι, άλλος όχι. Αλλά παραμένει ένα παιχνίδι. Δυστυχώς, ήμουν δύο χρόνια πριν με το Μιλάνο (σ.σ Αρμάνι) και χάσαμε με ένα buzzer beater. Οι αγώνες τρίτης και τέταρτης θέσης δεν γίνεται να είναι μία καλή επιλογή. Πρέπει να το αλλάξουν αυτό και να το ακυρώσουν εντελώς.
Στο Final 4 δεν έχει σημασία αν είσαι καλός όλη τη σεζόν. Είδα το παιχνίδι και εξεπλάγην από την απόφαση του προπονητή (σ.σ Τσους Ματέο) για το τελευταίο σουτ. Για παράδειγμα, ο Τσάτσο Ροντρίγκεζ, που είναι και φίλος μου, έπαιξε εξαιρετικά. Είναι μεγάλος, ένα χρόνο πιο νέος από εμένα, αλλά πραγματοποίησε ένα τρομερό παιχνίδι. Δημιούργησε τόσα ελεύθερα σουτ, από το pick n’ roll, από το τρίποντο, έφερε ενέργεια και πραγματικά περίμενα ότι θα έπαιρνε εκείνος την μπάλα στο τέλος. Όλοι οι προπονητές θα του την έδιναν επειδή ήταν “καυτός” και θα έλεγαν “παίρνεις εσύ την απόφαση”. Η επίθεση έγινε από τον Γιουλ που είχε μόλις ένα σουτ μέσα στο παιχνίδι και… αυτό είναι η ζωή! Προφανώς, αυτή η απόφαση, αυτό το σουτ και το buzzer beater δείχνει το πόσο μεγάλη είναι η ομάδα σαν γκρουπ, σαν Ρεάλ Μαδρίτης! Όλοι μπορούσαν να έχουν τις αμφιβολίες τους γιατί ο Ματέο ήταν βοηθός προπονητή, δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία από αυτό το επίπεδο, αλλά στο τέλος της ημέρας του βγάζουμε το καπέλο. Απέδειξε ότι είναι καλός κόουτς».
Έστειλες μήνυμα, επικοινώνησες με τον Τσάτσο μετά τον τελικό;
«Ναι, εννοείται! Του έστειλα “Ουάου, συγχαρητήρια” και όλα αυτά! Το άξιζε. Ειδικά μετά από όσα έκανε στα play-offs και ιδιαίτερα στο πέμπτο παιχνίδι απέναντι στην Παρτίζαν. Έδωσα μία συνέντευξη κατά τη διάρκεια των αγώνων και με ρώτησε ένας Σέρβος δημοσιογράφος για τις προβλέψεις μου επειδή έχω παίξει αντίπαλος με τους περισσότερους και επειδή γνώριζα τον Ροντρίγκεζ. Είπα ότι είναι 2-2 και ο τρόπος που η Ρεάλ γύρισε πίσω τη σειρά στη Μαδρίτη ήταν τρομερό… Είχαν πρόβλημα με τον πάγκο λόγω τραυματισμών κτλ, έχουν τον ψηλό που είναι δυόμιση μέτρα (γέλια) οπότε εννοείται θα έπαιζαν ζώνη και με εξέπληξε το γεγονός ότι η Παρτίζαν δεν βρήκε λύση σε αυτό. Και σίγουρα είχαν ψυχολογικό προβάδισμα αφού γύρισαν σε πέμπτο ματς στην έδρα τους. Φυσικά στο ρόστερ τους υπήρχαν παίκτες που ήξεραν πως να κερδίσουν μία EuroLeague, ήξεραν πώς να παίξουν αυτά τα ματς. Από την άλλη, η Παρτίζαν δεν είχε αυτή την εμπειρία και στο τέλος είδαμε τί έγινε.
Είμαι φαν της Παρτίζαν, αλλά η Ρεάλ έδειξε ποιότητα!».
Λίγο καιρό νωρίτερα είχες πει ότι προσωπικά δεν ήθελες να παίζεις εναντίον της Ρεάλ ή των παικτών της. Γιατί αυτό;
«Επειδή κάθε φορά που παίζεις με τη Ρεάλ και συγκεκριμένα στη Μαδρίτη, είναι σαν να μην τους αρέσει…η επαφή! Ακόμη και οι φίλαθλοι ξέρουν πώς να βάλουν πίεση στους διαιτητές. Όποτε τους ακουμπάς κάνουν λες και τους έριξες μπουνιά. Όλη μου τη ζωή ήμουν ειλικρινής και ξέρω ότι πολλοί δεν θέλουν να ακούνε την αλήθεια γιατί πονάει περισσότερο και μπορεί να προκαλέσει πολλές αντιδράσεις στο κοινό. Αλλά πραγματικά έτσι λειτουργεί αυτό! Όταν παίζεις εναντίον τους στη Μαδρίτη, δεν μπορείς να τους ακουμπήσεις. Αν το κάνεις, ξεκινάνε να “κλαίνε”, να αντιδρούν και μπορούν να σε αποσυντονίσουν. Είναι τελείως διαφορετικό από όταν αγωνίζονται εκτός έδρας.
Τώρα, όμως, έγινε διαφορετικά. Έχαναν 2-0 στη Μαδρίτη και κατάφεραν να επιστρέψουν με το 2-2 από το Βελιγράδι με το γήπεδο να είναι sold out με 20.000 φίλους της Παρτίζαν».
Έχεις βρεθεί να διεκδικείς τίτλους της EuroLeague, πέρασες από τη διαδικασία των Final 4, αλλά δεν ήρθε αυτή η κατάκτηση στην καριέρα σου. Σου λείπει αυτό το στοιχείο από την τροπαιοθήκη σου;
«Ναι! Για μένα ναι! Στην καριέρα μου αυτά τα 21 χρόνια αλήθεια δεν μετανιώνω για τίποτα. Τίποτα! Ακόμη και την ιστορία με την Εθνική ομάδα, δεν θέλω να περάσω σε πολλές λεπτομέρειες, αλλά όσο σκέφτομαι για την πορεία μου δεν μετανιώνω. Βρέθηκα σε τρία Final 4 και δυστυχώς σε όλα έχασα στον ημιτελικό. Όλα έγιναν με τον Έτορε Μεσίνα, που δεν ξέρω αν είναι κάποια σύμπτωση. Δύο φορές με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και μία με την Αρμάνι. Για παράδειγμα, έχω τον τίτλο του EuroCup με την Γαλατασαράι, αλλά δεν έχω της EuroLeague. Ας πούμε ότι είναι το μόνο που σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, όμως, θεωρώ ότι δεν έχουν πολλοί παίκτες την ευκαιρία στην καριέρα τους να αγωνιστούν στο Final 4! Όχι να το κερδίσουν κιόλας, οπότε είμαι πολύ χαρούμενος που το έκανα!».
«Ο πατέρας μου και η πορεία της Γιουγκοσλαβίας με… έσπρωξαν προς το μπάσκετ. Η πορεία μου στον Πανιώνιο ολοκληρώθηκε σε τρεις βδομάδες, αλλά έμεινα άλλες 10 μέρες για να απολαύσω τη ζωή της Αθήνας»
Στη ζωή του κάθε παιδιού, οι προσλαμβάνουσες από την οικογένεια έχουν τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο στα ενδιαφέροντα που θα αναπτυχθούν. Ο Μίτσοφ μεγαλώνοντας δεν θα γινόταν να “ξεφύγει” από τον συγκεκριμένο κανόνα και η πορτοκαλί μπάλα ήρθε στα χέρια του μετά από τις εικόνες που απέκτησε από τον πατέρα του γεννώντας μέσα του το όνειρο του παίκτη! Σταδιακά και όσο ρομαντικά επίτασσε η ηλικία του.
«Ξεκίνησα μικρός λόγω του ότι ο μπαμπάς μου έπαιζε πολύ μπάσκετ τα πρωινά τις Κυριακές! Το καλοκαίρι σε ανοιχτά γηπεδάκια και το χειμώνα σε ένα μικρό γήπεδο με κάποιους συνεργάτες του από τη δουλειά. Όταν ήμουν 7 χρονών άρχισε να με παίρνει μαζί του, εννοείται επειδή το ζήτησα, και τους παρακολουθούσα να παίζουν. Και όταν είχαν μικρά διαλείμματα για νερό ή για timeout στα παιχνίδια, έμπαινα στο παρκέ για να σουτάρω και εγώ για λίγο που τότε μου φαινόταν συναρπαστικό. Μόλις μεγάλωσα λίγο και σωματικά μπορούσα να τους ακολουθήσω, όταν τους έλειπε κάποιος με άφηναν να παίζω μαζί τους. Όταν έκλεισα τα 10 άρχισα να προπονούμε και επίσημα στο δημοτικό μου. Εκείνη την περίοδο, βέβαια, η Γιουγκοσλαβία είχε εξαιρετική πορεία και κέρδιζε κάθε είδους τίτλο ως ομάδα, οπότε ήταν και ένας από τους λόγους που με… έσπρωξαν προς το μπάσκετ!».
Και αρκετά νωρίς στην καριέρα σου, στην επαγγελματική σου πλέον ζωή, βρέθηκε στην Ελλάδα και τον Πανιώνιο. Θυμάσαι εκείνη την περίοδο;
«Ναι, ναι. Ήμουν τέσσερα χρόνια στο Μαυροβούνιο με την Μπουντούτσνοστ και το συμβόλαιό μου ολοκληρωνόταν. Όταν τελειώσαμε την Αδριατική Λίγκα ήταν περίπου τέλη Μαρτίου με αρχές Απρίλη. Ο Τριφούνοβιτς, ένας Σέρβος, προπονούσε τότε τον Πανιώνιο και μου τηλεφώνησε να πάω για τα play-offs. Αν θυμάμαι καλά ήταν 2-3 παιχνίδια ακόμη για την regular season και μετά ακολουθούσαν τα play-offs. Γιατί τότε στην Ελλάδα ήταν ακόμη τα παιχνίδια της τρίτης θέσης και όποιος το έπαιρνε πήγαινε στην EuroLeague. Δυστυχώς εκεί χάσαμε 2-0 από τον Άρη. Οπότε η… καριέρα μου στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε σε τρεις εβδομάδες. Αλλά έμεινα δέκα μέρες ακόμη για να απολαύσω τη ζωή στην Αθήνα (γέλια)».
Κρατάς κάποια επαφή με οποιονδήποτε από όσους συνάντησες τότε στον Πανιώνιο;
«Μόνο με έναν… Τον Ίβαν Ζορόφσκι. Έπαιξε για τον Ολυμπιακό και τώρα είναι ατζέντης στον χώρο του μπάσκετ και κάνει καλή δουλειά. Αλλά με τους Έλληνες που υπήρχαν τότε δεν έχω κάποια επαφή. Ειδικά εκείνη την περίοδο είχε αρκετούς παίκτες που σχεδόν ολοκλήρωσαν την καριέρα τους μετά από εμένα. Ίσως μετά από ένα χρόνο, οπότε έχασα την επικοινωνία. Αλλά ήμουν πολύ μικρό διάστημα εκεί, οπότε δεν είχαμε τόσο χρόνο να γνωριστούμε. Είχαμε και αρκετούς Σέρβους τότε και σε εμάς και σε άλλες ελληνικές ομάδες και περνούσα αρκετό χρόνο μαζί τους. Ήταν ο Τσβέτκοβιτς, μετά ο προπονητής ο Τριφούνοβιτς, ήταν ο Βλάντο Γιάνκοβιτς… Έμενα σε μία “σέρβικη¨ κοινότητα στη Γλυφάδα, σέρβικα εστιατόρια, οπότε περνούσα χρόνο μαζί τους».
Άρα ήσουν αρκετά με τον Γιάνκοβιτς…
«Ναι! Και τότε ο Παναθηναϊκός είχε Πέκοβιτς και Κέτσμαν και εκείνο το καλοκαίρι κέρδισαν και την EuroLeague!».
«Με προσέγγισε ο Ολυμπιακός μετά την ΤΣΣΚΑ, είχαν πολύ περίεργη φιλοσοφία στις διαπραγματεύσεις μας, οπότε αποφάσισα να μην υπογράψω εκεί»
Μιλώντας για Ελλάδα, είχες ποτέ πρόταση από κάποια μεγάλη ομάδα της χώρας;
«Από τον Ολυμπιακό! Μετά την ΤΣΣΚΑ… Όταν φεύγεις από έναν μεγάλο σύλλογο όπως η ΤΣΣΚΑ, που για εκείνους το να πας στο Final 4 είναι νορμάλ και το να μην κερδίσεις είναι καταστροφή, τότε κατά κάποιο τρόπο αν δεν είσαι τόσο καλός για αυτή την ομάδα τότε κατά κάποιο τρόπο είσαι για τις υπόλοιπες. Αυτή είναι η άποψή μου! Τότε όλοι σε καλούν και έτσι έκανε και ο Ολυμπιακός. Ειλικρινά, δεν κυνηγούσα ποτέ τα λεφτά στην καριέρα μου. Προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου σε μία ομάδα που θα ταίριαζα και να βρω τον εαυτό μου. Τα χρήματα ήταν σημαντικά, αλλά όχι τόσο πολύ! Ο Ολυμπιακός επικοινώνησε και προσέφερε άθλιες συνθήκες για εμένα. Είχαν πολύ περίεργη φιλοσοφία στις διαπραγματεύσεις με μένα και τον ατζέντη μου, οπότε αποφάσισα να μην υπογράψω εκεί».
Τι εννοείς με το “άθλιες συνθήκες”;
«Τότε εντάξει ο Βασίλης Σπανούλης ήταν το Νο1, ο ήρωας και ο μεγάλος θρύλος. Αλλά όλα ήταν γύρω από εκείνον και ήταν λες και έλεγαν “δίνουμε ελευθερία μόνο σε αυτόν - την περίοδο εκείνη ήταν και ο Πρίντεζης - και όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο».
Να κάνουν ένα βήμα πίσω δηλαδή…
«Αρκετά βήματα πίσω! Και τέτοια πράγματα. Οπότε είπα εντάξει, το να παίξεις με τον Σπανούλη, τον Πρίντεζη και τον Ολυμπιακό θα ήταν ωραίο. Με κέρδισαν με 20 στο Λονδίνο με την ΤΣΣΚΑ, οπότε ναι. Θες να πας στον Ολυμπιακό, όμως η συζήτηση, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εκείνων, εμένα και του ατζέντη μου είχαν πολύ κακή κατεύθυνση. Δεν μου άρεσε η προσέγγιση και η μεγαλύτερη εικόνα και για αυτό είπα όχι!».
«Ο Αταμάν δεν ήταν πάντα εκεί, αλλά γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τον αγώνα και τους παίκτες του»
Ας περάσουμε λίγο τώρα στην άλλη πλευρά. Αυτό που συνδέει πλέον εσένα με τον Παναθηναϊκό είναι ο κόουτς Αταμάν. Μπορείς να μας περιγράψεις τον νέο κόουτς του Παναθηναϊκού σαν προσωπικότητα εντός και εκτός παρκέ. Γιατί τον έχουμε δει αρκετά εκδηλωτικό, “θορυβώδη”,πώς είναι στην πραγματικότητα;
«Πρώτα από όλα πρέπει να υπογραμμίσω ότι προφανώς είναι διαφορετικός άνθρωπος από τότε που κοουτσάρισε εμένα στην Γαλατασαράι, μετά με την Εφές και σε σχέση με τώρα που αναλαμβάνει τον Παναθηναϊκό γιατί άφησε την Τουρκία. Δεν είναι το ίδιο πράγμα όταν δουλεύεις στην πατρίδα σου και όταν πηγαίνεις στο εξωτερικό. Αλλά ας τα πάρουμε λίγο από την αρχή…
Στην Τουρκία τα πάντα είναι συνδεδεμένα με το ποδόσφαιρο! Η Τουρκία έχει 60.000.000 ανθρώπους και χωρίζονται ανά 20.000.000 σε Φενέμπαχτσε, σε Γαλατασαράι και σε Μπεσίκτας. Αν οι ομάδες του ποδοσφαίρου πηγαίνουν καλά και παίζουν στο Champions League, θα επενδύσουν τα λεφτά στο μπάσκετ, στο χαντμπολ, στο πόλο κτλ. Εκείνη την περίοδο, η Γαλατά έπαιζε στο Champions League και ο Εργκίν Αταμάν δεν λειτουργούσε απλώς ως προπονητής. Ήταν, ας πούμε, τα πάντα. Γενικός Διευθυντής, Μάνατζερ, Αθλητικός Διευθυντής… τα πάντα! Γνώριζε το πώς να διαχειριστεί τον οργανισμό γύρω του. Την πρώτη χρονιά που αγωνίστηκα εκεί, ήταν πολύ άσχημη! Ερχόμουν από την ΤΣΣΚΑ που ήταν ένας εξαιρετικός σύλλογος, σπουδαίος προπονητής και έφτασα στην Τουρκία όπου καθυστερούσαν τους μισθούς, υπήρχαν προβλήματα στο κλαμπ και κατά τη διάρκεια της σεζόν πολλοί παίκτες έφευγαν. Γενικότερα, όλα ήταν περίεργα. Δεν ήταν καταστροφικά γιατί εξακολουθούσαμε να είμαστε στην EuroLeague, αλλά και ο Αταμάν δεν ήταν τόσο συγκεντρωμένος σε όσα γίνονταν στο παρκέ. Πιθανότατα εξαιτίας των όσων γίνονταν γύρω του.
Κάποια στιγμή μίλησα για εκείνον και είπα ότι δεν ήταν παρών στην προπόνηση… Αλλά για να το ξεκαθαρίσω, στη διάρκεια της καριέρας μου πέρασαν πολλοί προπονητές. Κάποιοι έδιναν μεγάλη βάση στην προπόνηση και δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν στο παιχνίδι, όμως για εκείνον ήταν το αντίθετο! Στην προπόνηση δεν ήταν πάντα εκεί, δεν εστίαζε τόσο πολύ σε λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι το θετικό του στοιχείο είναι ότι γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τον αγώνα, πώς να χειριστεί τους παίκτες του, ακόμη και τις μικρές λεπτομέρειες… Πώς να βάλει πίεση στους διαιτητές, στο ρόστερ του, πώς να “χορεύει” στο παρκέ. Είναι γνωστός για το ότι παίρνει τεχνικές ποινές, αποβολές και τέτοια πράγματα.
Κερδίσαμε το EuroCup, για παράδειγμα… Πρώτα συμμετείχαμε στην EuroLeague και μετά στο EuroCup και θυμάμαι την συνέντευξή του στην αρχή της σεζόν. Είπε “εμπιστευτείτε με, θα κερδίσουμε αυτή τη διοργάνωση και θα γυρίσουμε στο υψηλότερο επίπεδο”. Πολλοί μπορούν να πουν τέτοια πράγματα και να κάνουν αντίστοιχες δηλώσεις, αλλά πώς μπορείς να το ξέρεις; Σήμερα δεν μπορείς να υποσχεθείς τίποτα στη ζωή σου. Στο τέλος της χρονιάς καταφέραμε να κατακτήσουμε το EuroCup, γυρίσαμε στην EuroLeague, αλλά μετά η ομάδα ανανεώθηκε γιατί δεν υπήρχαν τα χρήματα και όλοι έφυγαν!
Για να γυρίσω πάλι στον Αταμάν, κέρδισε τα πάντα. Πήρε το triple crown, πήρε το EuroCup, του έλειπε μόνο η EuroLeague και έκανε back-to-back! Οπότε είναι ο καλύτερος Τούρκος προπονητής. Τώρα θα δούμε έξω από την Τουρκία το τί θα συμβεί…»
Μπορείς να ανακαλέσεις κάποια, ας πούμε, περιέργεια, κάποια συγκεκριμένη συνήθεια που μπορεί να είχε στις προπονήσεις ή στα παιχνίδια;
«Καθυστερούσε στα παιχνίδια (γέλια)… Περισσότερο επειδή ερχόταν πάντα με το αυτοκίνητό του και δεν έφτανε ποτέ στην ώρα του! Τώρα όσον αφορά για τις συνήθειες κτλ, δεν ξέρω, όπως κάθε προπονητής. Κάθεται στο δικό του γραφείο. Αλλά πίστεψέ με περνάει αρκετό χρόνο στο τηλέφωνό του. Τότε, τουλάχιστον, περνούσε πολύ χρόνο στο κινητό του. Όπως μου είχαν πει, κατά κάποιο τρόπο του άρεσε να “τσακώνεται” με φιλάθλους. Εγώ δεν έχω social media, οπότε δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για αυτό. Αλλά έτσι με είχαν ενημερώσει οι Τούρκοι παίκτες. Του αρέσει να απαντάει σε όλους. Κάποιος του λέει “γιατί κάνεις αυτό, γιατί χρησιμοποιείς εκείνον, ή γιατί παίζεις αυτό το σύστημα” και απαντάει.
Δεν υπάρχει και λόγος γιατί κάποιοι απλώς δεν κάνουν τίποτα στη ζωή τους και τους αρέσει να σχολιάζουν με άσχημο τρόπο. Για τις συνήθειες όλοι λίγο-πολύ κάνουν τα ίδια πράγματα!».
Θα συνεργαζόσουν ξανά μαζί του αν είχες την ευκαιρία;
«Εννοείται! Πέρασα πολύ ωραία μαζί του και ξέρω ότι με σεβάστηκε. Ακόμη και τώρα ξέρω ότι με σέβεται πολύ. Έπαιξα αρκετό καιρό υπό τις οδηγίες του, κέρδισα το EuroCup, άρα φυσικά ήταν μία εξαιρετική περίοδος για μένα!».
Πέρα από τον Αταμάν, αγωνίστηκες υπό τις οδηγίες του Τρινκιέρι, του Μεσίνα, του Ιβάνοβιτς… Όλοι διαφορετικές και ιδιαίτερες προσωπικότητες. Με ποιον είχες την καλύτερη σύνδεση;
«Με τον Ιβάνοβιτς ήμουν μόλις τρεις μήνες! Είχαμε τραγική σύνδεση γιατί μου μίλησε στα ισπανικά από την πρώτη μέρα. Για μένα ήταν μεγάλο σοκ ότι ένας άνθρωπος που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα μου απήυθυνε τον λόγο στα ισπανικά. Ειλικρινά, ήμουν μόνο τρεις μήνες εκεί και έφυγα αμέσως. Όλα ήταν πολύ άσχημα. Μετά πήγα στην Καντού με τον Τρινκιέρι, έναν Ιταλό που έχει βαλκανικές ρίζες, μιλάει σέρβικα. Τότε μεγαλώσαμε όλοι μαζί. Εκείνος ως προπονητής, εμείς ως ομάδα, εγώ προσωπικά ως παίκτης. Τα πάντα μαζί και αυτή την ατμόσφαιρα δεν την βρήκα πουθενά αλλού στην καριέρα μου. Όλοι περνούσαν χρόνο μαζί, εκείνος κατάφερνε να κοντρολάρει τα πάντα γύρω του, δεν είχα ποτέ αντίστοιχη εμπειρία.
Ακολούθησε ο Μεσίνα. Μαζί του, είχε ενδιαφέρον ότι τον είχα και πριν την Αμερική και μετά από αυτή! Τον είχα στην ΤΣΣΚΑ στη Μόσχα. Τρομερά “κρύος” άνθρωπος».
Αλήθεια;
«Ναι. Εκτός παρκέ κρύος, στο παρκέ… τρελός, όπως τώρα! Όταν υπέγραψε στην Αρμάνι, είχα συμβόλαιο την περίοδο που έφυγε ο Πιανιτζάνι. Μου τηλεφώνησε και μου είπε “άκου Βλάντο, άλλαξα! Αντιλήφθηκα τα πάντα διαφορετικά!”. Σαν να τον άλλαξε η Αμερική. Γνώρισα μερικούς ανθρώπους στη ζωή μου που είπαν επίσης ότι τους άλλαξε η ζωή εκεί. Εντάξει, έμεινε πέντε χρόνια δίπλα στον Γκρεγκ Πόποβιτς, έναν από τους καλύτερους προπονητές στην Αμερική και το ΝΒΑ! Είχε μεγάλη επιρροή… Ένας άνθρωπος που είναι 50+ χρονών και να παραδέχεται στον εαυτό του και στους άλλους ότι είναι ικανός να αλλάξει πράγματα στον εαυτό του, είναι τρομερό! Το έκανε πραγματικά. Εκτός του παρκέ ήταν ευχάριστος, έκανε πολλά αστεία, κάναμε οτιδήποτε. Μπορούσε να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί πριν το παιχνίδι, να πιει ένα ποτήρι μπύρα. Ήταν τελείως χαλαρός. Ήταν σοκ για μένα που γνώρισα και τους δύο εαυτούς του.
Κάθε προπονητής είναι κάτι ξεχωριστό. Όπως το βλέπω εγώ, όλα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα. Αν κερδίζεις σου αρέσουν όλα! Η πόλη, το κλαμπ, τα πάντα. Αν χάνεις και δεν παίζεις καλά, αν δεν είσαι καλά, ακόμη και αν μένεις στο καλύτερο μέρος, την Μπαρτσελόνα, το Μιλάνο, στην Αθήνα, δεν θα σου είναι τίποτα αρκετό».
«Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου είχα μόνο ένα συμπαίκτη που δεν τα πήγαινα καλά, με τον Τζέιμς είχαμε τρομερή χημεία»
Ας μιλήσουμε για τους συμπαίκτες σου… Θυμάσαι ποιος είναι περισσότερο “γκρινιάρης”;
«Δεν μπορώ να το αποκαλύψω, δεν μπορώ να πω… Τον είδα εδώ όμως! (γέλια). Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου είχα μόνο έναν άνθρωπο που δεν τα πήγαινα καλά! Ξέρουν ότι δεν δείχνω τα συναισθήματά μου έξω από το γήπεδο, στο παρκέ είμαι λίγο διαφορετικός. Δεν ξέρω το γιατί. Δεν μπορείς να είσαι φίλος με όλους, σαφώς. Αλλά στο παρκέ πρέπει να είσαι αλλιώς. Τουλάχιστον να προσπαθείς να έχεις με όλους καλή επαφή. Στο μπάσκετ υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί, φτιάχνουν το δικό τους “hood”, για παράδειγμα. Κάνουν όλοι μαζί παρέα που είναι φυσιολογικό. Και οι Σέρβοι είναι σε όλη την Ευρώπη και, όπως σου είπα και πριν, κάνουν επίσης τις δικές τους μικρές ομάδες. Και αυτό φυσιολογικό.
Αλλά δεν είχα ποτέ κανένα είδος αντιπαράθεσης, πέρα από έναν τύπο».
Και δεν μπορείς να αποκαλύψεις…
«Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά ήμουν έτοιμος να τσακωθώ. Δεν το κάνω ποτέ, αλλά έκανε πολλά πράγματα στους συμπαίκτες μας. Στους νεότερους και τους πιο… αδύναμους. Και είχα βαρεθεί τις κινήσεις του. Δεν είχε σεβασμό στους ανθρώπους του κλαμπ, ήταν πραγματικά κακό και είπα “αρκετά”!».
Παίζει στη Σερβία τώρα (γέλια);
«(γέλια) ας μην το πούμε και αυτό…»
Ποιος ήταν ο πιο αστείος;
«Α, δύσκολο αυτό! Κανένας δεν ρωτάει για τον πιο αστείο, όλοι σε ρωτούν να τους πεις για τους καλύτερους παίκτες που είχες δίπλα σου και τους πέντε χειρότερους. Δύσκολο να θυμηθώ. Αλλά γενικά είναι πολύ σημαντικό να έχεις καλή ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια. Κάθε χρόνο έχεις έναν που είναι υπεύθυνος για αυτό«.
Ας το αλλάξουμε τότε λίγο. Με ποιον έχεις κρατήσει καλύτερη σχέση όλα αυτά τα χρόνια;
«Ανέφερα ήδη τον Τσάτσο, ακόμη και αν ζούμε σε διαφορετικές χώρες. Δεν θα πω παίκτες που είμαστε από την ίδια χώρα, αλλά ας πούμε με τους ξένους, μιλάω πολύ μαζί του, μέσα στη χρονιά πήγα στο Μονακό να δω την ομάδα γιατί δεν είχα την ευκαιρία να παίξω ποτέ εκεί. Ο βοηθός τους, Μαρκοϊσβίλι, είμαστε οι καλύτεροι φίλοι. Πήγαμε εκεί να δούμε εκείνον και την οικογένειά του. Είδα και τον Μάικ Τζέιμς, με τον οποίο είχαμε τρομερή χημεία στο Μιλάνο. Πολύ καλός τύπος. Όλοι τον γνωρίζουν σαν “βόμβα”, δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί κάποιες φορές. Όταν σταματάς, είναι λογικό να μειώνεται και η επαφή σου με κάποιους από αυτούς. Τον Μάρτιο που με τίμησε η Αρμάνι σε εκείνο το παιχνίδι, ήταν όμορφα γιατί συναντήθηκα με πολλούς παίκτες για δείπνο, για ποτά… Δεν μπορείς να μιλάς με όλους, αλλά για κάποιο λόγο έχω περισσότερη επικοινωνία με προπονητές παρά με παίκτες. Δεν ξέρω γιατί και πώς».
Θυμάσαι ποιος σου έδωσε το παρατσούκλι “Professor”;
«Νομίζω ήταν ο Πέτερσον, ο διάσημος ιταλοαμερικανός δημοσιογράφος και σχολιαστής. Με περιγράφει, γιατί πάντα έλεγα ότι δεν κυνηγάω τα στατιστικά! Όσο δεν το σκέφτεσαι είναι καλύτερα για σένα. Δεν χρειάζεται να σκοράρω 20 πόντους σε κάθε παιχνίδι αν δεν έχεις ασίστ, ριμπάουντ, κλεψίματα και όλα αυτά. Επίσης είπε ότι είμαι “υποβρύχιο”! Ότι κινούμαι… υπογείως, κάτω από το νερό πολλά πράγματα που δεν μπορούν να δουν όλοι. Οπότε νομίζω ότι αυτά με περιγράφουν. Μου άρεσε το “professor”. Έτσι μου έδωσαν το παρατσούκλι και με “σημάδεψε” για το υπόλοιπο της καριέρας μου».
«Η περίπτωση του Γιόκιτς είναι μία στο εκατομμύριο. Αν κοιτάξεις το σώμα του, τον τρόπο που μεγάλωσε… δεν είναι ένα πρότυπο, αλλά αυτό που κάνει είναι φανταστικό»
Πίσω στο χρόνο, προσπάθησες να μπεις στο ΝΒΑ;
«Ποτέ! Μου έγινε μία συνέντευξη όταν ήμουν 16 χρονών. Έπαιζα σε μία ομάδα που ήταν στη δεύτερη κατηγορία της Σερβίας, αλλά εκείνη την εποχή η β’ κατηγορία της χώρας ήταν εξαιρετικά καλή. Και έπαιζα καλά, για 25 λεπτά. Και για αυτό το λόγο ορισμένοι με πλησίαζαν για συνεντεύξεις. Μου είπαν “εντάξει είσαι παιδί, το όνειρό σου φαντάζομαι είναι το ΝΒΑ” και απάντησα “Όχι, κατάλαβα την ερώτηση, αλλά δεν είναι το όνειρό μου”. Οπότε από τότε που ήμουν πολύ νέος δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παίξω στην Αμερική, στο ΝΒΑ. Φυσικά παρακολουθώ, ο Τζόρνταν ήταν το είδωλό μου, αλλά ποτέ δεν ήθελα. Ειδικά με το σώμα μου και την γνώση μου στο μπάσκετ».
Να σε ρωτήσω τότε για ένα Σέρβο του ΝΒΑ, τον Νίκολα Γιόκιτς. Πώς βλέπεις εκείνον και την παρουσία του στους τελικούς;
«Άκου, τελευταία όλοι μιλούν για εκείνον! Με ρωτάνε σαν πρώην μπασκετμπολίστα να τους πω τη γνώμη μου για τον Γιόκιτς και “πώς είναι δυνατόν”. Νομίζω η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω καταλήγει στο ότι είναι ένας στο εκατομμύριο! Ακόμη και περισσότερο… Αν κοιτάξεις το σώμα του, τον τρόπο που μεγάλωσε, δεν είναι ένα πρότυπο. Δεν λες “α θέλω να γίνω σαν εκείνον. Ααα, κοίτα πόσο σκληρά δουλεύει” και τέτοια. Υπάρχει μία φωτογραφία που τρώει την πίτα με το τυρί, πίνει δύο λίτρα κοκα κόλα. Αλλά αυτό που κάνει είναι φανταστικό. Μπορούμε να μιλήσουμε για το ΝΒΑ και το πώς λειτουργεί, για το μεγαλύτερο γήπεδο, για το ότι δεν μπορείς να παίξεις ζώνη, τα 48 λεπτά. Όχι…
Στην Αμερική έχεις αθλητές…Παίκτες δυνατότερους, πιο γρήγορους, που μπορούν να πηδήξουν πιο ψηλά από εσένα, αλλά αυτά που κάνει εξακολουθούν να είναι απίστευτα! Για αυτό είπα, ας σταματήσουμε να μιλάμε για εκείνον, η περίπτωσή του είναι μία στο εκατομμύριο. Έτσι μπορώ να τον περιγράψω αυτή τη στιγμή».
Η Σερβία είναι μία ολόκληρη βιομηχανία όσον αφορά το μπάσκετ. Ποιο είναι αυτό το ειδικό σύστημα που χρησιμοποιούν; Είναι ίσως οι ακαδημίες ή η προσέγγιση που έχουν προς τους νέους παίκτες που βοηθούν περισσότερο;
«Πολύ καλή ερώτηση. Πιστεύω λίγο-πολύ είναι τα πάντα. Προφανώς η Σερβία είναι μία χώρα γεμάτη με ταλέντα. Τώρα οτιδήποτε είναι δημοφιλές μία περίοδο, “τραβάει” και περισσότερο. Ο Νόβακ Τζόκοβιτς είναι το Νο1 για τόσα πολλά χρόνια και ξαφνικά πολλά παιδιά ξεκίνησαν να παίζουν και να εξασκούνται στο τένις, οπότε φτιάχτηκαν και πολλά γήπεδα τένις. Έτσι ξεκίνησα και εγώ. Είχα τον πατέρα μου, αλλά τότε η Γιουγκοσλαβία είχε πολύ καλή πορεία και με τράβηξε και μένα. Έχουμε αρκετή ποιότητα, ακαδημίες, προπονητές, σχολεία; Ναι!
Δυστυχώς τελευταία, έχουμε μεγάλα προβλήματα επίσης. Διάβασα την συνέντευξη του Μπαρτζώκα μετά το Final 4 για τις… ακατάστατες επιθέσεις κτλ. Βλέπω και τον γιο μου πλέον. Όταν ήμουν νεότερος, κάναμε προπόνηση στο σχολείο με έναν προπονητή που πληρωνόταν από την κοινότητα. Γύρω στα 15 έχεις μερικά παιδιά που δείχνουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι σε αθλήματα. Και αν ένα παιδί έρθει, όπως λέμε εμείς με… δύο αριστερά πόδια, που δεν μπορεί να κάνει κάτι, ακόμη και μετά από μία προπόνηση, ο κόουτς θα πάει στους γονείς και θα τους πει “ακούστε, αυτό δεν είναι για εκείνον, μπορεί να ακολουθήσει κάτι άλλο”. Τώρα στα σχολεία υπάρχουν 40 παιδιά, μπερδεύουν ηλικίες από 6 έως 12 ετών και το επίπεδο γίνεται τραγικό. Υπάρχουν παιδιά που δεν ξέρουν πώς να ντριπλάρουν. Βάζουν μαζί αγόρια και κορίτσια που επίσης δεν βοηθάει. Στο τέλος της ημέρας πλέον όλα γίνονται για να πληρωθεί το ενοίκιο για το γήπεδο και ο μισθός των προπονητών.
Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα! Ακόμη, όμως, και το γεγονός ότι οι οικογένειες που έχουν μία οικονομική άνεση μπορούν να αγοράζουν στο παιδί παπούτσια και ρούχα του Τζόρνταν, εξοπλισμό, να του παρέχουν τα πιο ακριβά πράγματα και το παιδί να μην γνωρίζει πώς να χτυπήσει την μπάλα στο παρκέ. Να μην μπορούν να κάνουν τα βασικά. Αλλά δεν τους ενδιαφέρει και λένε “εντάξει οι γονείς έχουν τα χρήματα, ας κρατήσουμε το παιδί κοντά μας”. Στην εποχή μου δεν ήταν έτσι. Για αυτό καταστρέφουμε τα θεμέλια και δυστυχώς υπάρχει πιθανότητα να χάνουμε πολλά ταλέντα.
Για να μην μιλήσουμε για τα κινητά και το ίντερνετ. Τα παιδιά τώρα κάθονται περισσότερο στο σπίτι και παίζουν βιντεοπαιχνίδια. Εμείς ήμασταν συνεχώς έξω και παίζαμε! Σαφώς πρέπει να ακολουθούμε την εποχή καθώς εξελισσόμαστε, αλλά πρέπει να βρεθεί η ισορροπία».
«Απέκλεισα τον εαυτό μου από τα social media, ο πραγματικός κόσμος έχει μεγαλύτερη αξία για μένα από το κινητό»
Μου έδωσες τρομερή πάσα, βασικά, γιατί ήθελα να σε ρωτήσω. Είσαι από τους σταρ των ευρωπαϊκών γηπέδων που δεν έχουν social media. Είναι ένα σημαντικό στοιχείο του να είσαι αθλητής και να παραμένεις στο τοπ επίπεδο;
«Όχι, όχι. Έχουμε δει πολλούς παίκτες που έχουν πετύχει πολλά στην καριέρα τους και έχουν social media, δίνουν το “παρών” εκεί και το χρησιμοποιούν με θετικό τρόπο, αλλά υπάρχει και ο κακός. Κάποια χρόνια πριν, το Facebook ήταν πολύ δημοφιλές τότε, είχαν όλοι. Ρώτησα τί είναι αυτό και μου έλεγαν “Ααα το χρειάζομαι για να επικοινωνώ με τον φίλο που είχα στο Λύκειο και έχασα επαφή κτλ”. Και έλεγα εντάξει αφού ήταν φίλος σου μπορείς να τον πάρεις ένα τηλέφωνο και να πάτε για ένα καφέ, πώς το χρειάζεσαι αυτό; Έτσι νομίζω επέκλεισα τον εαυτό μου από όλα αυτά. Συν του ότι θεωρώ ότι είμαι πολύ… χαζός όσον αφορά την τεχνολογία. Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ τίποτα από το τηλέφωνο, οπότε θα κάνω σίγουρα κάτι που δεν πρέπει εκεί. Είμαι της άποψης ότι αν έχεις να πεις κάτι σε οποιονδήποτε πρέπει να το πεις χωρίς να κρύβεις τον εαυτό σου πίσω από μία οθόνη. Στο Instagram, στο Twitter λένε άσχημα πράγματα για σένα κρύβοντας την ταυτότητά τους. Ο πραγματικός κόσμος για μένα έχει μεγαλύτερη αξία από το κινητό.
Έχεις, όμως, πολλούς επιτυχημένους παίκτες που τα χρησιμοποιούν. Πλέον όλοι καταγράφουν όσα συμβαίνουν γύρω τους. Εγώ δεν το καταλαβαίνω και δεν μου αρέσει ο τρόπος που ο κόσμος χρησιμοποιεί τα social media οπότε επέλεξα να μην είμαι σε αυτά».
Έχοντας παίξει σε τόσες διαφορετικές χώρες, πού συνάντησες την καλύτερη φιλοσοφία όσον αφορά το μπάσκετ;
«Όπως είπες, άλλαξα αρκετές χώρες. Σε άλλες έμεινα περισσότερο και σε κάποιες λιγότερο. Αλλά κάθε μία από αυτές είναι νέα εμπειρία, από θέμα κουλτούρας, από τη γλώσσα… Σίγουρα πηγαίνεις εκεί για να παίξεις και όπως σου είπα πριν αν γίνεται και καλά και κερδίζεις, τότε σου αρέσουν όλα. Είχα πολύ ωραίες στιγμές στη Μόσχα, συν του ότι η Ρωσία είναι πολύ κοντά στη σέρβικη κουλτούρα. Οι άνθρωποι, η γλώσσα μοιάζουν αρκετά. Αλλά είχα και άσχημη εμπειρία γιατί σαν έθνος είναι “κρύοι”. Οι άνθρωποι του κλαμπ σε υποδέχονται ευχάριστα, αλλά εξω από το γήπεδο δεν είσαι εύκολα ευπρόσδεκτος. Δεν είναι φιλικοί. Μετά πήγα στην Ιταλία και δεν είχα ζήσει ξανά αυτή την ατμόσφαιρα σε όλα τα επίπεδα. Είχα απίστευτες στιγμές. Ήταν και το γεγονός ότι εξελιχθήκαμε από την ομάδα που δεν μπήκε στα play-offs, μέχρι και την είσοδο στην EuroLeague σε δυόμιση χρόνια, που ήταν απίστευτο επίτευγμα για μένα, την ομάδα και τον Τρινκιέρι ως νέο προπονητή. Η Τουρκία μου φαίνεται πιο κοντά σε εμάς, στη Σερβία. Ήμασταν υπό την κατοχή τους για πολύ μεγάλο διάστημα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα λοιπά, αλλά σαν έθνος είμαστε πιο κοντά. Είχα κάποια προβλήματα λόγω πολιτικής, αλλά στην Ιταλία ένιωσα εκπληκτικά! Έχω αγοράσει σπίτι εκεί, οπότε σημαίνει πως πέρασα πολύ καλά. Μου συμπεριφέρθηκαν άψογα, πήρα το παρατσούκλι μου, με τίμησαν μετά το τέλος της καριέρας μου και σημαίνει πολλά για εμένα».
Η αλήθεια είναι ότι όταν μιλάς για τον Μίτσοφ σαν παίκτη, έχεις απευθείας την εικόνα της Αρμάνι στο μυαλό σου…
«Έφυγα από την ομάδα μετά το Final 4. Είχα αγωνιστεί καλά, αλλά και πάλι δεν με νοιάζει αν δεν μπορεί η ομάδα να κερδίσει κάτι. Παρόλα αυτά η μεγαλύτερη εικόνα είναι ότι πήγαμε μετά από καιρό στο Final 4 και το πώς ολοκλήρωσα τον ρόλο μου εκεί έχει συνδεθεί με αυτό, οπότε είναι όμορφο!».
«Το Ερυθρός-Παρτίζαν είναι σαν το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, είναι εξαιρετικό για το μπάσκετ χωρίς τη βία»
Προσφάτως ολοκληρώθηκε η διοργάνωση της Αδριατικής Λίγκας βρίσκοντας την Παρτίζαν πρωταθλήτρια απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα! Μετά το τέλος του Game 3, o Ζέλικο Ομπράντοβιτς μίλησε με συγκλονιστικά λόγια για τα όσα διαδραματίζονται ανάμεσα στους φιλάθλους των δύο ομάδων με το εχθρικό κλίμα να είναι έντονο! Ο Μίτσοφ γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το τί σημαίνει να είσαι μέσα σε αυτή την κατάσταση απαντά…
Έχοντας γίνει κομμάτι του μπάσκετ και γνωρίζοντας την αντιπαλότητα ανάμεσα σε Ερυθρό Αστέρα και Παρτίζαν. Ποια είναι η δική σου άποψη;
«Είναι εξαιρετική για το μπάσκετ! Είναι σαν να μιλάμε για το Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός! Δεν υποστηρίζω την βία και τους τσακωμούς, αλλά δυστυχώς αυτό είναι επακόλουθο».
Κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις…
«Ναι, μόνο αν προσπαθήσεις πάρα πολύ, αλλά και πάλι δεν μπορείς! Για παράδειγμα, κάποια χρόνια πριν όσο θυμάμαι στις εγχώριες διοργανώσεις ακόμη και στο Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός δεν επιτρέπονταν οι φίλαθλοι των φιλοξενούμενων. Αλλά στην EuroLeague ναι. Οπότε χάρη σε αυτό, επιτρέπεις σε κάποιους αντιπάλους να έρθουν και προσπαθείς να κρατήσεις το κλίμα.., ειρηνικό. Το ίδιο και για το Ερυθρός Αστέρας - Παρτίζαν. Βλέπουμε και στους τελικούς της Αδριατικής Λίγκας το τί συμβαίνει».
Η μπασκετική πραγματικότητα του Μίτσοφ μένει χαραγμένη πάνω του. Το μελάνι στο σώμα του δεν έχει δώσει μορφή σε τυχαίες φράσεις, αλλά σε όσα αντιπροσωπεύουν την προσωπικότητά του σε συνδυασμό με τα μέρη στα οποία έχει βρεθεί. Απομένει ο τελευταίος του σταθμός για συμπληρωθεί ένα παζλ που μπορεί να αποτυπώσει με τον καλύτερο τρόπο μία εμπειρία 20 χρόνων. Το Μιλάνο θα έχει πάντα τη θέση του σε ένα ιδιαίτερο μοτίβο.
«Έκανα όλα μου τα τατουάζ για ένα σκοπό. Δεν το έκανα μόνο επειδή είναι εντυπωσιακά και… fancy. Πολλοί το κάνουν γιατί είναι μόδα. Εγώ τα έκανα με την ιδέα ότι ξέρω τί σχεδιάζω. Στο πάνω μέρος της πλάτης μου έχω όσα μου φάνηκαν ενδιαφέροντα από τις πόλεις στις οποίες αγωνίστηκα, όχι τις ομάδες. Μου λείπει το τελευταίο, από την Ποντγκόριτσα. Έχω μία ιδέα αλλά περιμένω τον τατουατζή μου να επιστρέψει από τις ΗΠΑ. Έχω από το Μιλάνο την πιο ενδιαφέρουσα ιστορία για μένα. Όταν πήγα εκεί είχαμε τις καλύτερες συνθήκες. Τις καλύτερες εγκαταστάσεις σε πρότυπα ΝΒΑ. Για μένα, λοιπόν, ήταν ανεπίτρεπτο να έρχεσαι στο Μιλάνο που έχεις τσάρτερ, έχεις τα πάντα, αλλά να είναι πολύ νορμάλ για εκείνους να είσαι 13ος, 15ος στη Λίγκα.
Όλοι γελούσαν και ήταν πολύ θετικοί στον οργανισμό. Ήμουν δυστυχισμένος και έλεγα “γιατί είστε χαρούμενοι; Μόλις χάσαμε”. Μας έδιναν bonus τα Χριστούγεννα ενώ χάναμε! Και μιλούσαν για την επόμενη σεζόν όσο ακόμη ήταν Φεβρουάριος. Αυτό με ενοχλούσε πολύ και έτσι σχεδίασα το αντίστοιχο πράγμα στην πλάτη μου για το Μιλάνο. Δεν ήθελα να βάλω το Duomo. Γιατί αυτό υπάρχει σε κάθε φωτογραφία στο Ίντερνετ, οπότε έβαλα ένα πολύ ενδιαφέρον μνημείο μπροστά από ένα κτίριο που μόνο άνθρωποι στην παραλία μπορούν να δουν! Η συγκεκριμένη εικόνα δείχνει και τη δυσαρέσκειά μου για το σκεπτικό τα πρώτα δύο χρόνια. Εντάξει κερδίσαμε το Super Cup και το πρωτάθλημα, αλλά στην EuroLeague σε σχέση με τις επενδύσεις δεν κάναμε αυτό που έπρεπε».