Φεράν Μαρτίνεθ στο Gazzetta: «Πολύτιμος ο Χουάντσο, νιώθαμε σαν rock stars στον Παναθηναϊκό» (vids)
Για κάποιους παίκτες χρησιμοποιείται ο όρος «τίμιος». Γιατί; Επειδή κάθε φορά που θα «πατήσει» το πόδι του στο παρκέ θα (προσπαθήσει να) κάνει αυτό ακριβώς που του ζητάει ο προπονητής του. Χωρίς... φιοριτούρες. Χωρίς να επιδιώξει το κάτι παραπάνω. Εντελώς... αθόρυβα, αλλά και άκρως αποτελεσματικά, να βγάζει εις πέρας την αποστολή του.
Ο Φεράν Μαρτίνεθ ήταν από τους παίκτες που θα μπορούσαν να έχουν τη φωτογραφία τους δίπλα από τη λέξη «τίμιος μπασκετμπολίστας» όσο προχωρούσε στη δύση της καριέρας του. Στην Μπαρτσελόνα και στην Μπανταλόνα είχε «φτιάξει» το όνομά του ενώ ουσιαστικά ήταν ο MVP στον τελικό του 1994 στο Τελ Αβίβ (17π., 10ριμπ.) όταν η ομάδα του είχε κατακτήσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο σε βάρος του Ολυμπιακού.
Η διετία 1996-1998 τον βρήκε στον Παναθηναϊκό. Πρώτα υπό τις οδηγίες του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και στη συνέχεια υπό τις οδηγίες του Λευτέρη Σούμποτιτς. Δύο χρονιές με ανάμεικτα συναισθήματα. Τόσο για εκείνον, όσο και συνολικά για τον οργανισμό του Παναθηναϊκού. Από το ναδίρ της σεζόν 1996-97 στο... ζενίθ της σεζόν 1997-98 με την επιστροφή στον ελληνικό θρόνο ύστερα από 14 χρόνια «ξηρασίας».
Ο Φεράν είχε περάσει στην ιστορία και ως ο πρώτος και μοναδικός Ισπανός παίκτης στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Τουλάχιστον μέχρι το φετινό καλοκαίρι, καθώς ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ «έσβησε» την... αποκλειστικότητα που είχε ο 55χρονος -σήμερα- Μαρτίνεθ. Το Gazzetta φιλοξενεί τον άλλοτε διεθνή σέντερ, ο οποίος είχε πολλά να πει και να θυμηθεί. Φυσικά μίλησε για τον Χουάντσο και τα όσα περιμένει να δει από τον συμπατριώτη του στον Παναθηναϊκό, ενώ έκανε και μια μεγάλη «βουτιά» στο παρελθόν θέλοντας να «ξεσκονίσει» τη μνήμη του από τη δεκαετία του '90: «Αααα... μου έχει λείψει τόσο πολύ το ΟΑΚΑ και η Κηφισιά» ήταν τα πρώτα λόγια του Φεράν, ο οποίος εκτός από τον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε και στο Περιστέρι για να κλείσει την καριέρα του στην ιταλική Φαμπριάνο το 2002.
«Μετά που αποσύρθηκα είχα δημιουργήσει ένα τμήμα σε ιδιωτική τράπεζα με το οποίο βοηθούσα τους αθλητές να κάνουν την καλύτερη δυνατή διαχείριση στα οικονομικά τους ενώ στη συνέχεια δημιούργησα μια δική μου συμβουλευτική εταιρεία στην Ανδόρα. To 2015 πήρα και δίπλωμα προπονητικής γιατί θέλω να επιστρέψω και στο μπάσκετ. Πάντως είναι δύσκολα γενικά. Στην Ισπανία για παράδειγμα και ειδικά στις μεγάλες ομάδες, προτιμούν ανθρώπους οι οποίοι είναι κοντά στον πρόεδρο» λέει για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητα στην... μετά-μπάσκετ καριέρα του ωστόσο τώρα έτοιμος να... εγκαταλείψει και τη χώρα του προκειμένου να επιστρέψει στον χώρο της πορτοκαλί μπάλας:
«Είμαι ανοικτός στα πάντα, ακόμα και αν χρειαστεί να μετακομίσω σε κάποια άλλη χώρα προκειμένου να ασχοληθώ ξανά με το μπάσκετ. Δεν έχω πια υποχρεώσεις. Είμαι μόνο μαζί με τη σύζυγό μου. Ο γιος μου μένει μόνιμα στο Λονδίνο όπου εργάζεται ενώ η κόρη μου βρίσκεται στη Μαδρίτη και κάνει τη δική της καριέρα στον καλλιτεχνικό χώρο, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως τραγουδίστρια.»
«Ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ έχει πολλά να δώσει στον Παναθηναϊκό»
Ο Φεράν έχει κλείσει τα 55 του χρόνια αλλά όπως είπε «προσπαθώ να σταθώ ακόμα και να παίζω. Είμαι με την ομάδα των παλαιμάχων της Μπαρτσελόνα και δίνουμε κάποια παιχνίδια κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Είχαμε παίξει και εναντίον της Ελλάδας και του Αλβέρτη. Τώρα έχουμε να πάμε τον Δεκέμβριο στην Ιταλία για αντιμετωπίσουμε την εθνική παλαιμάχων της χώρας. Πάντως ναι, προσπαθώ και παίζω περίπου 15 λεπτά σε κάθε παιχνίδι. Αν και τα πόδια μου και το σώμα μου δεν είναι και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Όμως το ωραίο είναι μετά τα παιχνίδια όταν βγαίνουμε με όλους τους παίκτες για φαγητό και περνάμε καλά...»
Πάντως ήταν ξεκάθαρος όταν τον ρωτήσαμε εάν εξακολουθεί να καρφώνει: «Εάν το προσπαθήσω θα σπάσω το πόδι μου (γέλια). Άλλωστε όταν έπαιζα είχα και κάποιους τραυματισμούς οπότε δεν είναι δυνατόν να συμβεί» ωστόσο «εξακολουθώ να σουτάρω από μακριά. Εκεί δεν έχω πρόβλημα. Όπως σου είπα είχα προβλήματα όταν έπαιζα. Για την ακρίβεια έπρεπε να αντιμετωπίσω και να ξεπεράσω εννέα τραυματισμούς. Τώρα ωστόσο νιώθω καλά και προσπαθώ να διατηρηθώ σε καλή κατάσταση! Και πρέπει να προσέχω».
Ο πάλαι ποτέ παίκτης του Παναθηναϊκού και του Περιστερίου ήταν ο πρώτος και ο... τελευταίος Ισπανός που φόρεσε τη φανέλα με το «τριφύλλι» πριν ανακοινωθεί η απόκτηση του Χουάντσο Ερναγκόμεθ. Δηλαδή μεσολάβησαν 25 χρόνια μέχρι να βρεθεί ξανά στον Παναθηναϊκό κάποιος Ισπανός: «Ναι το γνωρίζω ότι είναι έτσι τα πράγματα. Εγώ και ο Χουάντσο (γέλια)» είπε ο Μαρτίνεθ και σχολίασε την έλευση του συμπατριώτη του στην ομάδα:
«Αναμφισβήτητα είναι ένας πάρα πολύ καλός και πολύτιμος παίκτης. Και πιστεύω ότι θα προσαρμοστεί πολύ γρήγορα. Θα ανακαλύψει τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, τη ζωή στην Ελλάδα, την αγάπη που θα λάβει από τους φίλους του Παναθηναϊκού, τα πάντα. Δεν έχει τύχει να μιλήσω στον Χουάντσο αλλά ξέρω ότι θα τα πάει περίφημα. Άλλωστε εκτός από εμένα αγωνίστηκαν και άλλοι Ισπανοί στο ελληνικό πρωτάθλημα όπως ο Γκαλιλέα τον οποίο γνωρίζω καλά και ήταν ενθουσιασμένοι. Σίγουρα θα αποτελέσει έναν πολύτιμο παίκτη στον φετινό Παναθηναϊκό. Θα δούμε τι θα γίνει. Του εύχομαι καλή τύχη. Και σ' εκείνον και στον Παναθηναϊκό».
Λένε ότι «εάν δεν μπορείς να νικήσεις κάποιον, τότε γίνε σύμμαχός του» και στην περίπτωση του Φεράν βρήκε την απόλυτη εφαρμογή το καλοκαίρι του '96. Αν και είχε ακόμα την... πίκρα στα χείλη από την απώλεια του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από το Παρίσι, ο 28χρονος -τότε- Μαρτίνεθ πήρε την απόφαση να αφήσει την Μπαρτσελόνα για να μετακομίσει στην Αθήνα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού. Ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς επιθυμούσε διακαώς τον Ισπανό σέντερ και εκείνος ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων του, είπε: «Θυμάμαι που είχα έρθει στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά μου. Τότε η κόρη μου ήταν μωρό πέντε μηνών ενώ ο γιος μου μόλις δύο ετών. Πραγματικά μας υποδέχθηκαν όλοι πολύ ζεστά και πολλή αγάπη. Ήταν όλοι δίπλα μας. Τόσο οι άνθρωποι μέσα στην ομάδα, όσο και ο απλός κόσμος που μας μιλούσε στην Κηφισιά».
Το αγωνιστικό κομμάτι ωστόσο δεν ήταν και... ό,τι καλύτερο για εκείνον στην πρώτη του χρονιά στον Παναθηναϊκό: «Είχαμε ξεκινήσει πολύ καλά τη σεζόν κατακτώντας το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Όμως στη συνέχεια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα τα περιμέναμε. Είχαμε πολύ δύσκολη σεζόν αν και είχαμε φτάσει κοντά στο Final Four ωστόσο αποκλειστήκαμε από τον Ολυμπιακό στα play-offs. Βέβαια την αμέσως επόμενη χρονιά τα πράγματα άλλαξαν και όπως θα θυμάστε κατακτήσαμε το ελληνικό πρωτάθλημα ύστερα από 14 χρόνια μαζί με τους Ντίνο Ράτζα και Μπάιρον Σκοτ. Αν και εγώ δεν έπαιζα πολύ λόγω του ότι είχα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα τραυματισμών».
Ο άνθρωπος ωστόσο που διαδραμάτισε τον μεγαλύτερο ρόλο τα δύο χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα, δεν ήταν άλλος από τον εμβληματικό πρόεδρο του Παναθηναϊκού: «Πραγματικά είχα φανταστική σχέση με τον Παύλο Γιαννακόπουλο. Πολύ, πολύ, πολύ καλός άνθρωπος. Απίστευτος. Και θυμάμαι επίσης που μιλούσαμε πολύ και μετά το τέλος της καριέρας μου. Όταν είχα αναλάβει θέση στη διοίκηση της Μπαρτσελόνα. Πραγματικά οι σχέσεις μας ήταν εξαιρετικές. Και με εκείνον, αλλά και με τον αδερφό του.»
«Πολύ, πολύ, πολύ καλός άνθρωπος ο Παύλος Γιαννακόπουλος»
Το «ντου» στο σπίτι του και οι «ροκ σταρ» στους δρόμους της Αθήνας
Όπου και αν πάει, όπου και αν σταθεί θα έχει να θυμάται την μεγάλη ένταση που επικρατούσε στις εξέδρες και τον φανατισμό των φιλάθλων: «Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε. Μας πετούσαν διάφορα αντικείμενα, κέρματα, αναπτήρες, τα πάντα» και έφερε στο μυαλό του μια νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ολυμπιακού και τα όσα είχαν επακολουθήσει έξω από το σπίτι του: «Το ίδιο βράδυ κάποιοι είχαν έρθει στο σπίτι μου, μου έσπασαν το αυτοκίνητο ενώ είχαν γράψει με σπρέι συνθήματα στους τοίχους. Το αμέσως επόμενο πρωί είχα πάρει τηλέφωνο τον κύριο Γιαννακόπουλο και του είπα τα όσα είχαν συμβεί. Ε, μέσα σε 24 ώρες είχαν έρθει οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού στο σπίτι μου, έσβησαν τα πάντα από τους τοίχους ενώ μου αντικατέστησαν και το αυτοκίνητο.»
Και συνέχισε: «Αυτό που μπορώ να σου πω με βεβαιότητα είναι ότι η πίεση ήταν τελείως διαφορετική σε σχέση με την Ισπανία. Πολύ μεγαλύτερη! Όπως και η αναγνωρισιμότητα. Κάτι που έκανε την πίεση ακόμα μεγαλύτερη. Μπορεί να σου ακουστεί υπερβολικό αυτό που θα σου πω αλλά στην Αθήνα νιώθαμε σαν ροκ σταρ! Πηγαίναμε σε εστιατόρια, σε καφετέριες, μας μιλούσε όλος ο κόσμος, μας κερνούσε. Δεν μας άφηναν ποτέ να πληρώσουμε. Μας έλεγαν 'Πανάθα είμαστε, να περνάτε καλά με την οικογένειά σας εδώ'. Πραγματικά αυτά δεν είναι πράγματα που τα ζεις καθημερινά».
Μαζί με τον Μπάιρον Σκοτ, κατά τη διάρκεια της δεύτερης σεζόν του στον Παναθηναϊκό, πήγαινε συνέχεια στο golf club της Γλυφάδας: «Έπαιζε πολύ γκολφ! Όπως και εγώ. Οπότε φαντάζεσαι. Πηγαίναμε συνέχεια όταν είχαμε ρεπό και περνούσαμε πολύ καλά» αν και όπως ανέφερε δεν έχει κρατήσει ιδιαίτερη επαφή με τους άλλοτε συμπαίκτες του στον Παναθηναϊκό: «Όχι, δεν θα έλεγα ότι έχω ιδιαίτερη επικοινωνία. Με τον Αλβέρτη έχουμε συναντηθεί όταν παίξαμε αντίπαλοι σε ματς Παλαιμάχων. Μεγαλύτερη επαφή έχω με τον Ρεντζιά. Θα έλεγα ότι έχω περισσότερες σχέσεις και επαφές με άλλους φίλους μου από την Ελλάδα. Εκτός μπάσκετ. Όπως για παράδειγμα με τους γείτονές μου την Κηφισιά ή με κάποιους Ισπανούς με τους οποίους κάναμε παρέα και βρίσκονται στην Αθήνα. Όμως όχι με ανθρώπους που ήταν τότε στην ομάδα».
Η αλήθεια είναι ότι ο Παναθηναϊκός πραγματοποίησε μία από τις χειρότερες χρονιές της ιστορίας του τη σεζόν 1996-97. Αν και ακολούθησε της κατάκτησης του πρωταθλήματος Ευρώπης, το ολικό λίφιτνγκ που είχε πραγματοποιήσει ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς δεν είχε αποδώσει:
«Πολλά μπορούμε να πούμε. Καταρχάς είχαμε βρεθεί πολλοί παίκτες από διαφορετικές χώρες. Από εκεί και πέρα δεν υπήρχε και υπομονή. Είναι πολύ δύσκολο να μπορέσουν να δέσουν τόσοι πολλοί παίκτες, από διαφορετικά πρωταθλήματα και διαφορετικές χώρες ώστε να έρθουν σύντομα και τα καλά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά είχαμε κάνει κάποιες νίκες, αλλά τα προβλήματα ξεκίνησαν στα play-offs της Euroleague, όταν και αποκλειστήκαμε από τον Ολυμπιακό του Ντέιβιντ Ρίβερς. Από την άλλη εάν και εφόσον τα είχαμε καταφέρει στα play-offs με τον Ολυμπιακό, ενδεχομένως η ιστορία θα είχε γραφτεί διαφορετικά. Ίσως να είχαμε κερδίσει την Euroleague. Ποτέ δεν ξέρεις»» είπε ο Φεράν και συμπλήρωσε:
«Είχαμε χάσει με 20 πόντους διαφορά στο ΟΑΚΑ ενώ στη συνέχεια δεν μπορέσαμε να κάνουμε το μπρέικ στην έδρα τους και δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε στην Euroleague. Είχαμε κάνει πολύ κακό ματς στο ΟΑΚΑ. Γενικά όπως είπα και πριν ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά. Είχαμε αλλάξεις και πολλούς παίκτες μέσα στη σεζόν. Θυμάμαι που είχε ο Τζον Σάλεϊ, ο Άντονι Έιβεντ, ο Τζούλιους Νουόσου ωστόσο δεν γίναμε ποτέ ομάδα. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φύγει ο Μάλκοβιτς μετά από μια ήττα μας στο κύπελλο».
«Η βαριά ήττα από τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ άλλαξε την ιστορία της ομάδας εκείνη τη χρονιά»
«Ο Μάλκοβιτς έκανε καλά τη δουλειά του, απλά κάποιοι δεν άντεχαν τις προπονήσεις του»
Πάντως στα όσα είπε στο Gazzetta, ο Μαρτίνεθ πήρε το μέρος του τότε προπονητή του Παναθηναϊκού αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Μπορεί να ήταν σκληρός προπονητής και οι προπονήσεις να είχαν ένταση, αλλά ήταν πολύ καλός στη δουλειά του. Και ξέρεις, οι Αμερικανοί δεν είχαν συνηθίσει σε τέτοιου είδους προπονήσεις. Ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν από μόνοι τους. Όπως ο Σάλεϊ για παράδειγμα, είχε τελείως διαφορετική νοοτροπία. Γι' αυτό και δεν μπόρεσε να μείνει» και συμπλήρωσε: «Είναι αυτό που σου είπα προηγουμένως. Δεν υπήρχε η υπομονή ώστε να χτιστεί μια νέα winning team. Και εκ των πραγμάτων όταν κάνεις τόσες πολλές αλλαγές, ακόμα και μέσα στη σεζόν, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρεις.»
Ο ίδιος ήταν από τα αγαπημένα παιδιά του «Μπόζα» και όπως μας είπε «διατηρώ ακόμα πολύ καλές σχέσεις μαζί του. Όποτε πηγαίνω στο Βελιγράδι, τον συναντάω και μιλάμε. Του τρέφω απεριόριστο σεβασμό. Μην ξεχνάμε ότι ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Γιουγκοπλάστικα. Και μάλιστα μας είχε νικήσει στο Final Four όταν αγωνιζόμουν στην Μπαρτσελόνα. Ο Μάλκοβιτς καταλάβαινε εξαιρετικά το μπάσκετ και ήξερε τι έπρεπε να σου πει για να γίνεις καλύτερος. Όλη η ζωή του ήταν γύρω από το μπάσκετ. Μου έμαθε πολλά, βελτίωσε το παιχνίδι μου και αυτό ήταν κάτι που ήθελε να κάνει με όλους τους παίκτες.»
Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά από Final Four έως και τα μέσα της δεκαετίας του '90. Είχε δώσει το «παρών» τόσο ως παίκτης της Μπαρτσελόνα αλλά και ως παίκτης της Μπανταλόνα με την οποία, μάλιστα, κατέκτησε και το τρόπαιο το 1994 στο Τελ Αβίβ.
«Έχω δει την καλή και την ανάποδη των Final Four. Το 1996 όταν ήμουν στην Μπαρτσελόνα είχαμε χάσει από τον Παναθηναϊκό ύστερα από την τάπα του Βράνκοβιτς στον Μοντέρο. Ένα καλάθι που έπρεπε να μετρήσει. Αν και είχαμε παίξει πολύ καλά στον ημιτελικό, στον τελικό δεν ήμασταν καλοί. Χάναμε σε όλο το παιχνίδι αλλά στο τέλος καταφέραμε να το γυρίσουμε και έγινε ό,τι έγινε. Επίσης το 1992 όταν ήμουν στην Μπανταλόνα, είχαμε χάσει στο τελευταίο δευτερόλεπτο από την Παρτίζαν ύστερα από το τρίποντο του Τζόρτζεβιτς. Οπότε έχω και καλές, αλλά και κακές αναμνήσεις από τα Final Four...»
Όσο για την καλή ανάμνηση; «Από εκεί και πέρα ωστόσο το 1994 στο Τελ Αβίβ ήταν πιθανόν η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου. Είχαμε καλή ομαδα με τον Βιγιακάμπα, τους Γιοφρέσα, τον Σμιθ, τον Κόρνι (σ.σ. Κορνίλιους Τόμπσον) και παίζαμε πραγματικά πολύ ωραίο μπάσκετ. Απέναντι στον Ολυμπιακό όλοι έλεγαν ότι ήμασταν το αουτσάιντερ. Άλλωστε είχαν πολύ καλούς παίκτες, όπως ο Τάρπλεϊ, ο Τάρλατς, ο Πάσπαλι, ο Σιγάλας, ο Τόμιτς, ο Φασούλας. Από την άλλη ωστόσο είχαμε τεράστια αυτοπεποίθηση την οποία μας είχε φέρει ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Το να προετοιμάζει ψυχολογικά μια ομάδα για τέτοια παιχνίδια είναι κορυφαίος. Μας έκανε να νιώσουμε και να πιστέψουμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε οποιαδήποτε ομάδα στον κόσμο. Αυτό το Final Four άλλαξε για πάντα τις ζωές μας! Και ειδικά με τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε με αποτέλεσμα να κριθεί στο τέλος, Μάλιστα ο κόσμος του Παναθηναϊκού με αποθέωνε όταν ήρθα στην ομάδα και γι' αυτόν τον τελικό!» Για την... ιστορία ο Φεράν ήταν ο καλύτερος συνολικά της Μπανταλόνα σ' εκείνο το ματς έχοντας 17 πόντους και 10 ριμπάουντ σε 38 λεπτά συμμετοχής.
Για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς είπε επίσης: «Εκτός από τον Μπόζα και ο Ζέλικο βελτίωσε πολύ το παιχνίδι μου όταν ήμουν στην Μπανταλόνα. Το 1991 είχα ένα σοβαρό τραυματισμό και έπρεπε να μείνω εκτός για έναν χρόνο. Και γι' αυτό άλλαξα τον τρόπο παιχνιδιού μου σουτάροντας από μακριά. Και ο Ομπράντοβιτς με βοήθησε πολύ σε αυτό. Να σουτάρω περισσότερο από μακριά και να γίνομαι αποτελεσματικός χωρίς να χρειαστεί να πιέσω τον εαυτό μου και να έχω κάποια σοβαρή υποτροπή στο πόδι μου.»
«Στον τελικό του Τελ Αβίβ με τον Ολυμπιακό, ο Ομπράντοβιτς μας έκανε να νιώσουμε ότι μπορούμε να νικήσουμε οποιαδήποτε ομάδα στον κόσμο»
Η ατμόσφαιρα στο ΟΑΚΑ στους τελικούς του '98 και η αποθέωση σε Σκοτ και Ράτζα
Το καλοκαίρι του 1997 έμελλε να ήταν τελείως διαφορετικό για τον Παναθηναϊκό. Μετά την άκρως αποτυχημένη χρονιά με την απώλεια όλων των εγχώριων τίτλων και τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό στην Euroleague, οι «πράσινοι» επιχείρησαν νέο... λίφτινγκ φέρνοντας ωστόσο παίκτης παγκόσμιας κλάσης όπως ο Ντίνο Ράτζα και ο Μπάιρον Σκοτ ενώ είχαν διατηρήσει και παίκτες του προηγούμενου κορμού όπως ο Φεράν, ο Κοχ, ο Αλβέρτης, ο Οικονόμου:
«Μετά από εκείνη τη χρονιά είχαν αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Οι φιλοδοξίες αυξήθηκαν και ο πήχης των προσδοκιών και των στόχων μεγάλωσε. Και είναι φυσικό να γίνει αυτό όταν έχει στην ομάδα σου παίκτες όπως ο Σκοτ και ο Ράτζα. Αυξήθηκε και το μπάτζετ ξανά, με αποτέλεσμα να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα ύστερα από 14 χρόνια και μάλιστα απέναντι στον ΠΑΟΚ του Στογιάκοβιτς. Ήταν πολύ σκληροί τελικοί αλλά στο τέλος καταφέραμε κάτι που ήταν απωθημένο στον οργανισμό έως εκείνη τη σεζόν. Αντίθετα δεν τα καταφέραμε ξανά στην Ευρώπη καθώς είχαμε υποστεί έναν οδυνηρό αποκλεισμό.»
Ο ίδιος ωστόσο δεν είχε τον ίδιο χρόνο συμμετοχής όπως την περασμένη σεζόν διότι «στάθηκα άτυχος. Είχα αρκετούς μυϊκούς τραυματισμούς εκείνη τη χρονιά και δεν μπόρεσα να βοηθήσω όσο ήθελα. Άλλωστε και ο Ντίνο Ράτζα αγωνιζόταν εκείνη τη σεζόν 40 λεπτά σε κάθε παιχνίδι και εκ των πραγμάτων ήταν δύσκολο να βρω λεπτά συμμετοχής. Όμως δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό από τη στιγμή που πήραμε το πρωτάθλημα στο τέλος» ενώ έφερε στο μυαλό του τον 5ο τελικό του ΟΑΚΑ.
«Απίστευτη η ατμόσφαιρα. Δεν είχα ζήσει ξανά κάτι ανάλογο. Περίπου 20.000 κόσμος να τραγουδάει και να χαίρεται τη μεγάλη μας νίκη. Ο κόσμος ήταν πάντα εκεί και μας βοηθούσε. Γέμιζε το γήπεδο και δημιουργούσε αυτήν την ατμόσφαιρα στην οποία κάθε αθλητής θέλει να βρίσκεται και να αγωνίζεται».
Όσο για τον Λευτέρη Σούμποτιτς που ήταν ο τότε τεχνικός των «πρασίνων»; «Αυτό που μπορώ να σου ότι παίξαμε πολύ καλό και απλό μπάσκετ υπό τις οδηγίες του. Είχαμε πολύ καλή σχέση μεταξύ μας και θεωρώ ότι έκανε πολύ καλή δουλειά εκείνη τη σεζόν που πήραμε το πρωτάθλημα. Είχε μικρό rotation 6-7 παικτών αλλά το καταλαβαίνω απόλυτα όταν έχει στην ομάδα σου παίκτες όπως ο Ράτζα και ο Σκοτ.»