Αρλάουκας στο Gazzetta: «Η μέρα που τελείωσα ένα Chivas με τον Ζέλικο»
Ο Τζο Αρλάουκας μιλάει στο Gazzetta για την εποχή που μισούσε τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, τη μέρα που τελείωσε ένα μπουκάλι ουίσκι με τον Ζοτς, τον συμπαίκτη που αγάπησε περισσότερο και τον λόγο που λατρεύει τον Γιώργο Πρίντεζη.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ
@Giannis_Stavr
Ο Τζο Αρλάουκας είναι εκείνος ο τύπος που δεν θα σε αφήσει να διακρίνεις ούτε ίχνος αδυναμίας στην όψη όταν τον δεις μπροστά σου και οι στιγμές που μοιραζόταν το παρκέ με τον Άρβιντας Σαμπόνις στη Ρεάλ Μαδρίτης στα μέσα των 90s ήταν ανεπανάληπτες και άξιες να αποκτήσουν τον δικό τους θρύλο. Στα 59 του, ο Αμερικανός βετεράνος πάουερ φόργουορντ δεν έχει πτοηθεί από το πέρασμα του χρόνου. Τουναντίον, εξακολουθεί να αποπνέει έναν αέρα κυριαρχίας και πολυτέλειας ενώ η μνήμη του επιστρέφει όταν μιλά για τη συνεργασία του με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς στη Ρεάλ, έχοντας ένα συνωμοτικό χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του. Σαν να μπαίνει κάθε φορά σε μία χαμένη ανάμνηση, φέρνοντας ξανά στον νου εικόνες που του χαρίζουν γαλήνη.
Ο Αρλάουκας ουδέποτε είχε απεγνωσμένη ανάγκη για προσοχή. Ούτε όταν κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1995 στη Σαραγόσα, ούτε όταν σκόραρε 63 πόντους στον γήπεδο της Βίρτους Μπολόνια μπροστά στον Ορλάντο Γούλριτζ που έμοιαζε παιδαρέλι μπροστά του. Ίσα-ίσα, αγαπήθηκε όπως θα ήθελε στη ζωή του, δίχως να σκέφτεται πια τις σκοτούρες που θα έλθουν αργότερα. Το επιβεβαίωσε εκ νέου κατά την παρουσία του στο Navarino Challenge 2024, το κορυφαίο sports tourism event που διεξήχθη για 12η χρονιά στην Costa Navarino και τον Δήμο Πύλου-Νέστορος, μιλώντας στο Gazzetta για την εποχή που μισούσε τον Ζοτς και τη μέρα που μοιράστηκε ένα μπουκάλι ουίσκι με τον πρώην προπονητή του.
«Στην αρχή μισούσα τον Ομπράντοβιτς»!
Σε παλαιότερη συνέντευξή σου στο ισπανικό περιοδικό Jot Down, είχες αναφέρει ότι το να παίζεις στην Ελλάδα σε... αναστάτωνε! Γιατί, λοιπόν, γούσταρες τόσο πολύ να παίζεις μπάσκετ εδώ;
«(γέλια) Ξέρεις, τα ισπανικά μου ήταν πάντα τα ισπανικά των αποδυτηρίων. Έμαθα να μιλάω ισπανικά, αλλά ποτέ δεν τα διδάχτηκα. Ποτέ δεν είχα καθηγητή ή δάσκαλο. Έτσι, έμαθα από τους φίλους μου. Ήταν ένας τρόπος έκφρασης. Όπως στην Ελλάδα έχετε το "μαλάκα". Μπορεί να έχει κακή έννοια, αλλά σημαίνει και "φίλος μου". Ξέρεις… Ο "μαλάκας" μου. Λοιπόν, το "cachondo" που έβαλαν στον τίτλο εκείνης της συνέντευξης είναι ένας τρόπος να πεις στα ισπανικά "με αναστατώνει!" Οι αγώνες στην Ελλάδα ήταν από τις πιο έντονες εμπειρίες της ζωής μου. Έμπαινα στο γήπεδο, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει και μονολογούσα: "Γαμώτο, πόσο υπέροχο!" Η πίεση χτυπούσε κόκκινο. Όλο αυτό με έκανε να θέλω να σκοτώσω τον αντίπαλο! Να θέλω να κερδίζω μπροστά στους οπαδούς των αντιπάλων μου! "Θα βάλω 30 πόντους στα γαμ...να μούτρα σας". Αν κοιτάξεις πίσω σε όλα τα παιχνίδια μου με τη Ρεάλ, θα δεις ότι έπαιξα καλύτερα εκτός Μαδρίτης απ' ό,τι στη Μαδρίτη! Γιατί οι κερκίδες με παρακινούσαν. Η Μαδρίτη είναι ένα καταπληκτικό μέρος για να παίξεις μπάσκετ, αλλά όσον αφορά τις κερκίδες, δεν είναι όπως στον Παναθηναϊκό. Δεν είχε σημασία αν μου πετούσαν νομίσματα ή τηλέφωνα· ήθελα να σε σκοτώσω! Αυτή ήταν πάντα η νοοτροπία μου! Δεν ήξερα να παίζω διαφορετικά.»
Είχες την ευκαιρία να συνεργαστείς με έναν από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία του μπάσκετ. Ποια ήταν η πρώτη σου εντύπωση για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε μαζί στη Ρεάλ Μαδρίτης;
«Στην αρχή, τον μίσησα! Γιατί μου έκανε πράγματα που δεν μου είχαν ξανακάνει από τότε που ήμουν στο κολέγιο! Με πίεζε, πραγματικά με πίεζε να γίνω καλύτερος. Όσο καλά κι αν έπαιζα, δεν ήταν ποτέ αρκετά καλό για τον Ομπράντοβιτς. Και αν έπαιζα άσχημα, ήταν το χειρότερο. Όταν ήμουν rookie, έπρεπε να το αποδεχτώ. Αλλά όταν σε θεωρούν ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς παίκτες στην Ευρώπη, είναι δύσκολο να μην σκεφτείς να του πεις, "Άντε γ***σου!" Το θέμα είναι ότι ήλθε στη Ρεάλ με δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, οπότε είχε μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή από εμένα. Μιλήσαμε, και μου είπε "Η δουλειά μου είναι να βγάλω το καλύτερο από τους παίκτες μου." Με ρώτησε: "Νομίζεις ότι είσαι καλός παίκτης;" Και του απάντησα: "Πάντα πίστευα ότι ήμουν καλός παίκτης. Τώρα οι άλλοι μου λένε ότι είμαι καλός παίκτης." Τότε μου είπε: "Δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις φτάσει στο ανώτατο επίπεδο που μπορείς να παίξεις. Μπορώ να σε βοηθήσω να το βρεις –αν με αφήσεις."
Ήταν δύσκολο να αφήσω κάποιον να μου πει ότι μπορώ να γίνω καλύτερος, όταν πίστευα ήδη ότι είμαι ο καλύτερος! Πάντα πίστευα ότι ήμουν ο καλύτερος. Αλλά αυτός ο τύπος μού έλεγε ότι μπορώ να γίνω ακόμα καλύτερος. Στο τέλος, αυτά που μου έλεγε στο γήπεδο έγιναν μέρος και της προσωπικής μου ζωής. Κατάλαβα ότι μπορούσα να γίνω καλύτερος άνθρωπος, καλύτερος πατέρας, καλύτερος σύζυγος, καλύτερος φίλος, αν συνέχιζα να προσπαθώ. Ήταν ένα έμμεσο μάθημα, ας πούμε, που με έκανε καλύτερο σε όλα: ως άνθρωπο, ως πατέρα, σε όλα. Του χρωστάω τα πάντα. Εξάλλου, ο Ομπράντοβιτς μού επέτρεψε να σκοράρω 63 πόντους σε έναν αγώνα (γέλια)! Εγώ έπρεπε να βάλω τα καλάθια, αλλά εκείνος με κράτησε στο γήπεδο. Οπότε, ναι, είναι ένα πολύ ξεχωριστό άτομο στη ζωή μου, με τρόπους που ξεπερνούν τους τίτλους. Ξέρω ανθρώπους που μισούν τον Ζέλικο, τον μισούν πραγματικά, αλλά ακόμα λένε ότι είναι ο καλύτερος προπονητής με τον οποίο έχουν παίξει ποτέ. Γιατί είναι δύσκολο. Κάποιοι το αποδέχονται, κάποιοι το αντέχουν, και κάποιοι δεν το αντέχουν καθόλου. Ο Ζέλικο ήταν "motherf***er" μέσα στο γήπεδο αλλά έξω από τις τέσσερις γραμμές, είναι ο καλύτερός σου φίλος. Το σέβομαι αυτό! Είναι απίστευτος άνθρωπος και δεν θέλει ποτέ να βλάψει κανέναν.»
Θεωρείς ότι η Ρεάλ Μαδρίτης του 1995, που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με εσένα και τον Σαμπόνις, πήρε ό,τι της άξιζε; Τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά την κληρονομιά που άφησε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ;
«Όχι, νομίζω ότι αξίζαμε πολύ περισσότερα. Θα έπρεπε να είχαμε κερδίσει περισσότερα πρωταθλήματα και Κύπελλα Ισπανίας. Θα έπρεπε να είχαμε κάνει back-to-back στο Κύπελλο Πρωταθλητριών! Νιώθω ότι εκείνη η ομάδα θα έπρεπε να είχε πετύχει πολύ περισσότερα! Τον πρώτο χρόνο ήμασταν έτοιμοι γι' αυτό· ο δεύτερος χρόνος με τον Ζέλικο ήταν απίστευτος. Και μετά, στον τρίτο χρόνο... Ο Σάμπας έφυγε. Αλλάξαμε την ομάδα και παίξαμε απίστευτα καλά χωρίς τον Σαμπόνις. Αυτή ήταν, πιθανότατα, η καλύτερή μου χρονιά, αλλά χάσαμε στο Final Four στο Παρίσι. Ξέρεις, δεν έχει σημασία πόσα πρωταθλήματα κερδίζεις, δεν έχει σημασία πόσους τίτλους κατακτάς ή πόσα παιχνίδια με 63 πόντους μπορεί να έχεις. Οι ήττες μένουν μαζί μου και με ακολουθούν. Είναι επώδυνες ακόμα και τώρα! Αλλά νομίζω ότι αυτό σε κάνει να συνεχίσεις να προσπαθείς να γίνεις καλύτερος. Χτίζοντας πάνω στις ήττες και θυμούμενος τον πόνο και την ντροπή που νιώθεις όταν βγαίνεις έξω μετά από μία τέτοια ήττα! Δεν θες να πας στο εστιατόριο ή να πάρεις εφημερίδα. Νομίζω ότι αυτό τελικά σε κάνει καλύτερο παίκτη μακροπρόθεσμα. Αν δεν σε νοιάζει όταν χάνεις, αυτό είναι πρόβλημα».
«Έδιωξε τον Αρλάουκας, δεν μπορούμε να κάνουμε μαλακίες πια»!
Ποια ήταν η πιο αγαπημένη σου στιγμή με τον Ομπράντοβιτς; Μία ιστορία μαζί του που κουβαλάς ακόμα;
«Ήταν σε μία προπόνηση της Ρεάλ Μαδρίτης. Μία προπόνηση δύο ωρών, από τις 18:00 έως τις 20:00. Από τη στιγμή που πέρασα την πόρτα, από το πρώτο λεπτό, ήταν από πάνω μου όλη την ώρα. Ούρλιαζε: “Κάνε αυτό! Κάνε το άλλο! Τι διάολο κάνεις; Παίζεις χάλια, παίζεις απαίσια!” Ο Ζέλικο ήξερε ότι είχα δυνατό χαρακτήρα και το σεβόταν. Δεν το κάνουν πολλοί προπονητές αυτό, διότι ένας προπονητής που έχει έναν παίκτη με δυνατό χαρακτήρα, συχνά αισθάνεται κατώτερος από τον παίκτη. Στην περίπτωσή μου, ο Ζέλικο ήταν ξεκάθαρος από την πρώτη στιγμή: “Εντάξει, είμαι ο γαμ***νος προπονητής σου, αλλά ο χαρακτήρας σου είναι αποδεκτός.” Τα πρώτα 20 λεπτά ήταν μία κόλαση για εμένα. Μετά με έδιωξε από την προπόνηση! “Φύγε γαμώτο, πήγαινε να κάνεις ντους και γύρνα σπίτι!” Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα: “Αλήθεια τώρα; Με έβγαλες από την προπόνηση;” Ήταν σαν να του έλεγα: “Άντε γ***σου μεγάλε! Άντε γ***σου!” Έτσι, πήγα στο ντους.
Έπειτα από λίγο, ήλθε και είπε: “Συνάντησέ με κάτω, πρέπει να μιλήσουμε!” Εγώ του είπα: “Δεν έρχομαι! Σου θυμίζω ότι πριν από λίγο με έδιωξες από την προπόνηση. Θα έλθω αύριο και θα σε δω τότε.” Εκείνος επέμεινε: “Όχι, όχι, θα συναντηθείς μαζί μου κάτω.” Πήγαμε στο μπαρ. Όταν εμφανίστηκα, είχε ένα μπουκάλι Chivas και δύο ποτήρια. Μου έδωσε ένα ποτό και τον ρώτησα: “Τι συμβαίνει;” Αυτός είπε: “Κοίτα, νιώθω ότι χάνω την ομάδα μου! Νιώθω ότι χάνω τους παίκτες μου. Έπρεπε να το κάνω αυτό για να τους ξυπνήσω! Αυτός είναι ο λόγος που σε έδιωξα.” Και σκέφτηκα μέσα μου, “Γαμ…νε!” Του είπα: “Να με έχεις προετοιμάσεις την επόμενη φορά!” Και μου εξήγησε: “Αν στο έλεγα από πριν, δεν θα ήταν το ίδιο.” Εκείνη τη μέρα με πέταξαν από την προπόνηση και γύρισα σπίτι μου μεθυσμένος με μιάμιση ώρα καθυστέρηση. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι την απατούσα! Στο μεταξύ, όλοι οι συμπαίκτες μου ήταν σαν: “Μόλις πέταξε τον Τζο από την προπόνηση. Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε μαλακίες πια!” Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πρόσωπά τους. Πάντως, τελειώσαμε όλο το μπουκάλι! Δεν θα με άφηνε να φύγω αν δεν τελειώναμε όλο το μπουκάλι.»
Τα τελευταία χρόνια κάνεις περιγραφές αγώνων στην Ευρωλίγκα και συνεντεύξεις με παίκτες και προπονητές. Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή σου, ποια ήταν η πιο άβολη και η πιο δύσκολη;
«Ο μικρός τελικός στο Βελιγράδι, όταν 12.000 φίλοι του Ολυμπιακού φώναζαν το όνομα του Γιώργου Πρίντεζη στο τελευταίο παιχνίδι του στην Ευρωλίγκα, ήταν από τις καλύτερες στιγμές μου. Του ζήτησα να μου πει τι είχε στο μυαλό του εκείνη την ώρα. Υπήρξε, βέβαια, κάτι που δεν μου άρεσε. Ήταν ένα πρωτόκολλο που προσπάθησα να αλλάξω. Η Ευρωλίγκα έχει ένα συγκεκριμένο μοτίβο σε αυτές τις περιπτώσεις: ο παίκτης από τη φιλοξενούμενη ομάδα έρχεται πρώτος στη flash interview και εκείνος από τους γηπεδούχους δεύτερος. Είπα, “Όχι, ρε φίλε! Αυτό είναι το παιχνίδι για τις θέσεις 3-4. Αφήστε με να κάνω τον Πρίντεζη τελευταίο”. Τελικά, τον έκανα πρώτο. Όμως η στιγμή ήταν απίστευτη· οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού την έκαναν μοναδική! Όσον αφορά τις ερωτήσεις, μια φορά ο Ιτούδης ήταν ενοχλημένος μαζί μου γιατί μίλησα για την άμυνα ζώνης. Με ρώτησε: «Ποια ζώνη;» Και του απάντησα, «Κόουτς, είδα μια match-up ζώνη με διάταξη 2-3».
Μερικές φορές σου επιστρέφουν την απάντηση, αλλά ευτυχώς οι περισσότεροι ξέρουν ότι έχω παίξει το παιχνίδι. Ξέρουν ποιος είμαι· δεν αμφισβητούν τις γνώσεις μου για το μπάσκετ. Νομίζω ότι η πιο άβολη στιγμή για μένα ήταν όταν άρχισα να κάνω play-by-play. Όταν με κάλεσαν από την IMG και μου είπαν ότι πρέπει να κάνω play-by-play, ήμουν σαν: «Ρε φίλε, δεν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου!» Ήμουν τόσο θυμωμένος! Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μου το κάνουν αυτό! Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα δεν νομίζω ότι κάνω play-by-play καλύτερα από πολλούς άλλους. Κάθε βραδιά είναι άβολη (γέλια)! Πάντως, όταν κάνω περιγραφές, δεν επικεντρώνομαι στο πού πήγαν οι παίκτες για σπουδές ή ποιοι ήταν οι μέσοι όροι τους τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όταν κάποιος στήνεται στη γραμμή των βολών, δεν μιλάω για το τι έκανε στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι. Κανένας δεν νοιάζεται! Θέλω να σκέφτομαι σαν σχολιαστής. Ρωτάω τον εαυτό μου: «Τι μπορεί να γίνεται τώρα στο timeout; Τι θα πρέπει να λέει ο Πάμπλο Λάσο ή ο Τσους Ματέο ή ο Μπαρτζώκας στην ομάδα του κατά τη διάρκεια του timeout; Πρέπει να κάνουμε φάουλ; Να μην κάνουμε φάουλ; Να πάμε για τρίποντο;» Έτσι προσεγγίζω τα παιχνίδια.
«Γαμώτο, ο Πρίντεζης είναι πολύ καλύτερος από εμένα»!
Πόσο πιστεύεις ότι έχει εξελιχθεί η θέση του πάουερ φόργουορντ σε σχέση με την εποχή που εσύ έπαιζες μπάσκετ; Πιστεύεις ότι θα μπορούσες να παίξεις διαφορετικά σήμερα;
«Λοιπόν, κοίτα, ποτέ δεν σούταρα τρίποντα. Δεν ήταν μέρος του παιχνιδιού μου, ούτε μου επέτρεπαν να σουτάρω τρίποντα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήθελα να το κάνω κιόλας. Πάντα με ενδιέφεραν τα ποσοστά μου στα σουτ εντός πεδιάς. Στόχος μου ήταν να είμαι πάνω από 50-60% στο δίποντο. Έχω τεράστιο σεβασμό για παίκτες όπως ο Πρίντεζης και για άλλους πάουερ φόργουορντ που αναδείχτηκαν στο τέλος της δικής μου εποχής. Αυτοί έμαθαν να παίζουν στη θέση 4-5 και στη συνέχεια, καθώς περνούσε ο χρόνος, συνειδητοποίησαν πως έπρεπε να γίνουν stretch 4 για να επιβιώσουν, επειδή οι καιροί αλλάζουν. Έχω πολύ μεγάλο σεβασμό γι' αυτούς τους παίκτες!
Αν έπαιζα σήμερα, πιθανότατα θα είχα περάσει ολόκληρο το καλοκαίρι σουτάροντας τρίποντα. Δεν θα μπορούσα να ανησυχώ πια για το ποσοστό μου στα δίποντα, επειδή η ομάδα θα χρειαζόταν να σουτάρω απ’ έξω για να ανοίξω το γήπεδο. Ξέρεις, αν είχαμε αυτή τη νοοτροπία όταν έπαιζα στη Ρεάλ με τον Σαμπόνις, εκείνον στη ρακέτα και εμένα έξω να σουτάρω τρίποντα, θα τους είχαμε ισοπεδώσει όλους! Επομένως, ναι, έχω πολύ σεβασμό για τους παίκτες που έχουν περάσει από παρόμοιες καταστάσεις. Όταν ήμουν στην ΑΕΚ ή στον Άρη, αυτή η περίοδος ήταν η αρχή του τέλους της δικής μου εποχής. Στη συνέχεια, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, ήλθε ο Ντιρκ και το παιχνίδι άλλαξε. Οι τύποι που ήταν 12, 13 ή 14 χρονών όταν εγώ ήμουν 30 μάθαιναν να παίζουν το παιχνίδι όπως το έμαθα κι εγώ. Στη συνέχεια, έπρεπε να προσαρμόσουν και να αλλάξουν το παιχνίδι τους. Έχω μεγάλο σεβασμό γι' αυτούς! Γι' αυτό, ο Γιώργος θα είναι πάντα ένας από τους αγαπημένους μου παίκτες. Απλώς επειδή όταν τον είδα για πρώτη φορά να παίζει, μου θύμισε τον εαυτό μου. Και τρία χρόνια αργότερα σκέφτηκα: «Ω, γαμώτο! Είναι πολύ καλύτερος από μένα!»
Παλιότερα ζήτησα από τον Σάσα Ντανίλοβιτς να μου αναφέρει ένα καλύτερο δίδυμο στην Ευρώπη από εκείνον και τον Τζόρτζεβιτς στην εποχή τους. Υπήρχε καλύτερο δίδυμο από εσένα και τον Σαμπόνις στη ρακέτα;
«Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση να απαντηθεί. Με κάποιον τρόπο, νομίζω ότι ο Σάμπας έχει την ίδια αίσθηση για τη ζωή που έχω κι εγώ. Έζησα κάτι πολύ όμορφο εδώ στο Navarino Challenge. Έπαιξα μπάσκετ με έναν τύπο από την Ισπανία που ήλθε μαζί μου και μου έδειξε μια φωτογραφία μας από τότε που μπήκε για πρώτη φορά στο γήπεδο -πριν από 35 χρόνια! Ήταν ακόμα παιδί και εγώ παίκτης. Τελειώσαμε τον αγώνα και ζήτησε να μου μιλήσει. Εγώ ήθελα να γυρίσω σπίτι, ένιωθα ότι πέθαινα από την κούραση, το κορμί μου με σκότωνε. Κι εκείνος μου είπε: “Τζο, αυτό είναι καταπληκτικό... Έβγαλα φωτογραφία μαζί σου πριν από 35 χρόνια και τώρα παίξαμε μπάσκετ στην ίδια ομάδα. Είναι σαν όνειρο για μένα!” Δεν το καταλαβαίνω αυτό! Όταν οι άνθρωποι έρχονται σε μένα και μου λένε: “Είσαι το είδωλό μου. Κοίτα, έχω το τατουάζ σου, το νούμερο της φανέλας σου και τα αρχικά σου,” εγώ μένω με την απορία: “Τι συμβαίνει με σένα, ρε φίλε;” (γέλια) Δεν ξέρω τι να πω. Συνειδητοποιώ τι άφησα πίσω, αλλά δεν το καταλαβαίνω πια! Γιατί όταν έπαιξα εναντίον αυτού του τύπου χθες, σκέφτομαι ότι πριν από 15 χρόνια δεν θα μπορούσε καν να είναι στο ίδιο γήπεδο μαζί μου! Και τώρα με ταπεινώνει στο μπάσκετ»!
«Δεν υπήρχε αγώνας που να μην ήθελα να λιώσω τον αντίπαλο»
Τελικά, ποια είναι η δική σου κληρονομιά στο μπάσκετ; Τι πιστεύεις ότι έχεις αφήσει πίσω;
«Δεν ξέρω... Αν έπρεπε πάντως να αναδείξω ένα πράγμα, θα έλεγα ότι ανεξάρτητα από το με ποιον έπαιξα, πού έπαιξα, ποιο ήταν το όνομα της ομάδας ή ποιοι ήταν οι παίκτες της ομάδας, έδινα 1000% σε κάθε παιχνίδι! Δεν υπήρχε αγώνας, είτε ήταν απέναντι στους πρώτους είτε στους τελευταίους, που να μην ήθελα να λιώσω τον αντίπαλο! Έβρισκα κίνητρο και προσπαθούσα να ξεσηκώσω τον κόσμο. Νομίζω ότι αυτή ήταν η κληρονομιά μου. Πιστεύω ότι οι φίλαθλοι με εκτιμούσαν γιατί ήξεραν ότι πάντα έδινα όλο μου το είναι. Αν με πλήρωνες να παίξω στην ομάδα σου, θα έδινα ό,τι είχα. Το κάνω και τώρα! Το κάνω σε κάθε παιχνίδι που σχολιάζω, σε κάθε ομιλία που κάνω, και ακόμα και σε αυτή τη συνέντευξη μαζί σου. Το κάνω με τα παιδιά που κάναμε μαζί μαθήματα μπάσκετ στο Navarino Challenge γιατί δεν τους αξίζει τίποτα λιγότερο. Οι άνθρωποι που με έφεραν εδώ με έχουν εμπιστευτεί. Όταν οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους σε μένα, δεν μπορώ να τους απογοητεύσω. Δεν μπορώ να τους κάνω να σκέφτονται, "Τι είναι αυτός εδώ; Ήλθε να κάνει αγγαρεία." Πρέπει να τους δώσω 100%... Αυτό είναι που μου δίδαξε ο πατέρας μου. Όταν ασχολείσαι με κάτι, πρέπει να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου ή να μην το κάνεις καθόλου! Οπότε δεν υπάρχει άλλη επιλογή για μένα.»
Αν είχες την ευκαιρία να παίξεις ξανά ένα παιχνίδι, ποιο θα ήταν αυτό;
«Θα ήταν εναντίον της Μπαρτσελόνα. Είτε στον ημιτελικό του Final Four στο Παρίσι είτε στο Game 5 που χάσαμε στη Μαδρίτη (σ.σ. τη σεζόν 1996/97). Αυτά είναι τα παιχνίδια που θα ήθελα να ξαναπαίξω... Βάζοντας ξανά το revenge mode. Επίσης, θα ήθελα να ξαναπαίξω εναντίον της Βίρτους Μπολόνια! Για να σκοράρω ξανά 63 πόντους»!
Με ποιον παίκτη από τη σημερινή εποχή θα ήθελες να είχες παίξει;
«Αυτή τη στιγμή, θα έλεγα πιθανότατα τον Καμπάτσο. Αλλά νομίζω ότι, με κάποιον τρόπο, έπαιξα με τον Καμπάτσο όταν ήμουν με τον Πάμπλο Λάσο για τρία χρόνια στην Ταουγκρές και για δύο χρόνια στη Ρεάλ. Βλέπω τη "χημεία" που έχει ο Καμπάτσο με τον Ντεκ, τον Χεζόνια και τον Μούσα… Το έχω ζήσει κι εγώ με τον Πάμπλο. Δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξω, ούτε εκείνος χρειαζόταν να με κοιτάξει. Ήξερα ότι η μπάλα έρχεται και ήξερε ότι θα είμαι έτοιμος γι' αυτήν. Από τις 100 πάσες που μου έβγαζε, θα έπιανα τις 99! Ήλθε στη Ρεάλ το 1995 και η σύνδεση μεταξύ μας συνεχίστηκε, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο. Τα τρία χρόνια στη Βιτόρια ήταν καταπληκτικά! Έτσι, θα έλεγα ότι θα ήθελα να έχω παίξει με τον Καμπάτσο. Αλλά νιώθω ότι έπαιξα με τον Καμπάτσο όταν ήμουν συμπαίκτης με τον Πάμπλο».
Και ποιον συμπαίκτη σου αγάπησες περισσότερο;
«Είχα απίθανους συμπαίκτες όλα αυτά τα χρόνια. Αν συνδυάσω την αφοσίωση, τη φιλία και τις αστείες στιγμές, θα έλεγα τον Ραμόν Ρίβας. Βρέθηκα πολύ κοντά με τον Ραμόν τα τρία χρόνια που περάσαμε μαζί στην Ταουγκρές. Είχα επίσης τον Ισμαέλ Σάντος στη Ρεάλ Μαδρίτης, ήμασταν συγκάτοικοι, και τον θεωρούσα σαν μικρό μου αδελφό. Αλλά πιστεύω ότι ταίριαξα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο με τον Ραμόν. Ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο γελούσα περισσότερο, έκλαιγα περισσότερο και εμπιστευόμουν περισσότερο από όλους. Ο Ραμόν Ρίβας είναι πιθανότατα ο νούμερο ένα που μου έρχεται στο μυαλό. Ήμασταν πολύ κοντά. Τώρα δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλο όσο πριν. Μιλάμε, αλλά αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι σε αυτή τη δουλειά -όλοι απομακρύνονται και όλοι έχουν τη ζωή τους. Όταν χάνεις αυτή την επαφή με τους ανθρώπους, απλά δεν είναι το ίδιο».
«Αν μπορώ να αλλάξω τη ζωή ενός παιδιού, αξίζει τον κόπο»
Παράλληλα, συμμετείχες στο Navarino Challenge 2024, παραδίδοντας μαθήματα μπάσκετ σε παιδιά ηλικίας 5 έως 16 ετών. Πώς βίωσες τη φετινή διοργάνωση και πόσο σημαντική είναι αυτή η πρωτοβουλία που έλαβε χώρα για 12η χρονιά;
«Είναι πραγματικά καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει εδώ! Ένας από τους βασικούς στόχους μου όταν επέστρεψα στην Ευρώπη -όχι αμέσως, αλλά όταν γύρισα για τα καλά ήταν να δώσω πίσω στην κοινωνία. Να μπορέσω να ανταποδώσω, να μοιραστώ τις εμπειρίες και τα βιώματά μου. Κάποιοι το αποκαλούν life coaching. Ονομάστε το όπως θέλετε... Έχω περάσει τόσα πολλά σκαμπανεβάσματα στη ζωή μου, από απίστευτες κορυφές μέχρι βαθιά χαμηλά σημεία, ακόμα και στιγμές που δεν ήξερα ποιος είμαι. Υπήρξαν στιγμές που ένιωθα στην κορυφή του κόσμου, αλλά δεν ήξερα πραγματικά ποιος ήμουν, είτε σε καλές είτε σε δύσκολες περιόδους. Το Navarino Challenge είναι μια διοργάνωση προσανατολισμένη στην οικογένεια, σε μια εποχή όπου τα social media απορροφούν την ενέργεια των παιδιών, αντί να τα ενθαρρύνουν να στραφούν στον αθλητισμό και την άσκηση. Αν μπορώ να αλλάξω τη ζωή έστω και ενός παιδιού, συμμετέχοντας σε μια τέτοια εκδήλωση με την ομιλία και τις συμβουλές μου, για μένα αξίζει τον κόπο. Ελπίζω να αλλάξουμε τη ζωή πολλών περισσότερων παιδιών. Στη διοργάνωση συμμετείχαν και Ολυμπιονίκες, σπουδαίοι άνθρωποι... Πώς μπορώ να συγκριθώ με αυτούς; Έτσι νιώθω πάντα. Για μένα, αυτή η διοργάνωση είναι ιδιαίτερη εξαιτίας των παιδιών. Είναι πολύ δύσκολο για τους γονείς σήμερα να κάνουν τα παιδιά τους δραστήρια. Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που επηρεάζουν το μυαλό τους! Αν μπορέσουμε να κάνουμε κάτι στο Navarino Challenge, είναι κάτι σημαντικό. Παρεμπιπτόντως, η Costa Navarino είναι απίστευτο μέρος! Αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα εδώ φέτος».