Κάπου εδώ να ζητήσουμε συγνώμη από τα μικρά παιδιά για την Εθνική που τους παραδίδουμε
Εκανα πολλές σκέψεις για την Εθνική Ομάδα από το βράδυ της Δευτέρας, μετά τη λήξη του ματς στη Φινλανδία, οι οποίες ήρθαν να προστεθούν στις σκέψεις που έκανα την περασμένη Παρασκευή μετά από τον αγώνα με την Ουγγαρία, μετά από αυτές που έκανα τις προάλλες, που έτυχε να βρεθώ εντός του περιβάλλοντος της ομάδας, μετά από αυτές που έκανα στη λήξη του ματς στην Ουγγαρία. Ολες αυτές οι σκέψεις είχαν μια λογική συνέχεια, όπως άλλωστε λογική ήταν και η συνέχεια της Εθνικής στη διάρκεια των τελευταίων 11 μηνών, από τη στιγμή που η Ομοσπονδία έκανε μια σειρά από στρατηγικές (;) επιλογές, ανάμεσα στις οποίες ήταν η επέκταση του συμβολαίου του Μίκαελ Σκίμπε. Σκόπευα να τα βάλω όλα, όλες αυτές τις σκέψεις και τις διαπιστώσεις σε μια σειρά, για να συνεχίσουμε αυτόν τον διαρκή διάλογο επί ενός θέματος που μας καίει και μας πονά, την κουβέντα που απαντά στην “θα ξαναδούμε την Εθνική στην τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης;” ερώτηση. Κι ύστερα άκουσα και διάβασα τις πληροφορίες που καταγράφονται στα ρεπορτάζ σχετικά με τις σκέψεις της διοίκησης της Ομοσπονδίας για τις επιλογές που πρέπει να κάνει προκειμένου να αλλάξει τη μοίρα της Εθνικής. Διάβασα για τον Αγγελο Αναστασιάδη.
Ο Βαγγέλης Γραμμένος είναι δικηγόρος, δηλαδή σπούδασε στη Νομική. Οχι στο ποδόσφαιρο. Η μόνη εμπειρία πραγματικού, και όχι διοικητικού ποδοσφαίρου, είναι αυτή που είχε από το 1974 έως το 1985, όταν σύμφωνα με το βιογραφικό του έπαιξε ποδόσφαιρο στη Νίκη Ηρακλείου. Από το 1985, που έγινε “παράγοντας”, όπως έχουμε μάθει να αποκαλούμε όλους αυτούς που εργάζονται ερασιτεχνικά, εθελοντικά στην διοικητική υποστήριξη του ποδοσφαίρου, ασχολήθηκε στην ΕΠΣ Μακεδονίας με διάφορα: το παιδικό ποδόσφαιρο, την επιτροπή πρωταθλήματος, την επιτροπή κανονισμών, μέχρι το 2002 που έγινε πρόεδρος της Ενωσης. Αν όλα όσα περιγράφω είναι αρκετά για να τον κάνουν πρόεδρο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας τον Αύγουστο του 2017, είναι κάτι που έχω “απαντήσει” μέσα από μια σειρά σημειωμάτων· δεν είναι της στιγμής. Της στιγμής όμως είναι να κάνουμε μια παύση και να αναρωτηθούμε πώς επιτρέπουμε όλοι εμείς οι ενήλικες, ως μέλη μιας ποδοσφαιρικής κοινωνίας, να συνεχίζεται αυτό που συμβαίνει στη διάρκεια της τελευταίας 4ετίας στη ζωή του εθνικού ποδοσφαίρου. Πώς είναι δυνατόν να ανεχόμαστε ότι ένας άνθρωπος που δεν έχει διοικήσει ποτέ ούτε ερασιτεχνική ομάδα, δεν σπούδασε διοίκηση ποδοσφαίρου, και φυσικά δεν διεύθυνε ποτέ έναν σύλλογο, μια επαγγελματική ομάδα ποδοσφαιριστών φτάνει να γίνεται αυτός που αποφασίζει και ορίζει το παρόν και το μέλλον της Εθνικής Ομάδας. Αυτή την ερώτηση, παπαγαλάκια, δεν την κάνω μόνο σχετικά με τον Γραμμένο. Την είχα κάνει με τον Γκιρτζίκη, με τον Σαρρή, με τον Πιλάβιο. Δεν την είχα κάνει μόνο για τον Γκαγκάτση, διότι εκείνος ήταν μια εντελώς διαφορετική περίπτωση, ήταν βγαλμένος από το ποδόσφαιρο. Του έχω γράψει, διαχρονικά, τα μύρια όσα, αλλά τη σχέση του με το ποδόσφαιρο και την επάρκεια για να αποφασίζει για το εθνικό ποδόσφαιρο δεν μπορεί να την αμφισβητήσει ούτε ορκισμένος εχθρός του.
Σε αντίθεση με τον Σαρρή και τον Γκιρτζίκη, ο Γραμμένος στο θέμα του προπονητή κινήθηκε με σχετική σύνεση. Βρήκε στην Εθνική τον Σκίμπε, τον οποίο είχε τυχαία προσλάβει ο Γκιρτζίκης. Ρώτησε, άκουσε, του είπαν ότι συγκριτικά με το πανηγύρι που ανέλαβε αυτό που παρουσίασε ήταν σουλουπωμένη έκδοση συγκροτήματος που έμοιαζε με ομάδα, και αποφάσισε να συντηρήσει αυτό το μοντέλο. Μπορούσε να κρίνει; Πώς μπορεί κανείς να κρίνει αν δεν έχει την επάρκεια, σε γνώση και εμπειρία; Δυστυχώς η Ομοσπονδία δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά το ζήτημα του εθνικού ποδοσφαίρου, όπως έχω εξιστορήσει δεκάδες φορές. Και γι' αυτό ο Γραμμένος δεν βρήκε έναν εγκατεστημένο μηχανισμό διεύθυνσης και λειτουργίας των εθνικών ομάδων. Κι έκανε/κάνει κι αυτός ό,τι του κατέβει. Είπε να διατηρήσει τον Ζήση Βρύζα στο πόστο του τεχνικού διευθυντή επειδή ο Ζήσης είναι “καλό παιδί”, “τον συμπαθεί και ο Θόδωρος”, “δεν προκαλεί”, “δεν έχει αντιπαλότητες”. Λες κι είναι αυτά τα κριτήρια για την επιλογή ή την παραμονή ενός τεχνικού διευθυντή στην Εθνική Ομάδα. Είπε να κρατήσει τον Σκίμπε, αλλά να μην κρατήσει τον βοηθό του, τον Κώστα Τσάνα. Και μετά από μήνες ο Σκίμπε θυμήθηκε να πει ότι τελικά τον θέλει τον Τσάνα, κι έτσι είπε και ο Γραμμένος να τον επαναφέρει. Αλλαξε την έδρα της Εθνικής ομάδας επειδή, λέει, δεν πρέπει να είναι προνόμιο μόνο ενός γηπέδου η διοργάνωση των αγώνων της. Και την πήγε την Εθνική στην, διαχρονικά, πλην ελαχίστων ιστορικών εξαιρέσεων, χειρότερη έδρα, το ΟΑΚΑ. Πώς επελέγη το ΟΑΚΑ για έδρα; Ελα ντε; Αυτό του ήρθε του ανθρώπου στο κεφάλι, αυτό έκανε. Γιατί; Γιατί έτσι. Αυτό είναι το μοντέλο λειτουργίας, αυτή είναι η μέθοδος για τη λήψη των αποφάσεων. Αλλαξε το ξενοδοχείο της Εθνικής. Κι ύστερα πήγαν οι ποδοσφαιριστές και παραπονέθηκαν. Και άλλαξε ξανά το ξενοδοχείο, επέστρεψε στο προηγούμενο. Μα γιατί να φύγει αν ήταν να γυρίσει; Με ποια διαδικασία και ποια κριτήρια ελήφθη η πρώτη απόφαση; Με ποια η δεύτερη; Ελα ντε; Εκανε ο άνθρωπος ό,τι του ήρθε στο κεφάλι. Γιατί; Γιατί έτσι.
Θα μπορούσα να συνεχίσω αναφέροντας δεκάδες ακόμη μικρότερα ή μεγαλύτερα παραδείγματα, αλλά δεν είναι ο στόχος μου να κουράσω εσένα που βρίσκεις το κουράγιο να διαβάζεις “βαριά” κείμενα, ούτε να κουνήσω το δάχτυλο στη διοίκηση της ΕΠΟ. Η θλίψη είναι που με οδηγεί σε αυτό εδώ το μήνυμα που θέλω να μοιραστώ με τους ενήλικες Ελληνες ποδοσφαιρόφιλους.
Ηταν κάποτε, φίλοι μου, μια σπουδαία Εθνική ομάδα. Την έχτισε ο Οτο Ρεχάγκελ με την υποστήριξη του Γκαγκάτση και ορισμένων πολύ σημαντικών ακόμη συνεργατών, και την γέμισαν με τη νοοτροπία τους και την προσωπικότητά τους περίπου 25-30 ποδοσφαιριστές, οι οποίοι άλλαξαν νοοτροπία και λειτούργησαν – στην Εθνική – επαγγελματικά για πρώτη φορά στην Ιστορία του Εθνικού ποδοσφαίρου. Παιδιά μιας άλλης γενιάς, σκληραγωγημένα, μαθημένα να αγωνίζονται για να κερδίσουν, γενιές που δεν είχαν easy living ανατροφή, που είχαν τη συνείδηση ότι πρέπει να κοπιάσουν για να ανταμειφθούν, που δεν τα βρήκαν έτοιμα και δεν έζησαν τρώγοντας από τα έτοιμα. Αυτή την Εθνική, που μας “κακόμαθε” για περίπου μια 12ετία, από το 2003 μέχρι το 2014, δεν ξέρω αν και πότε θα την ξαναδούμε. Και δεν αναφέρομαι στην Πρωταθλήτρια Ευρώπης. Αναφέρομαι στην Ομάδα που βλέπαμε από τον δεύτερο χρόνο του Ρεχάγκελ μέχρι το τέλος της θητείας του Φερνάντο Σάντος. Αυτή την Εθνική δεν την έχουμε, την χάσαμε. Και τα σημερινά μικρά παιδιά δεν έχουν την τύχη μας, δεν μεγαλώνουν με μια Εθνική που καμαρώνουν. Μεγαλώνουν με ένα κακέκτυπο της ομάδας που ζήσαμε, και γι' αυτό ξανά σήμερα οι πιτσιρικάδες κάνουν αυτό που κάναμε κι εμείς στα παιδικά μας χρόνια: επιλέγουν μια ξένη εθνική, για να έχουν μια ομάδα να υποστηρίζουν στις μεγάλες διοργανώσεις.
Λυπάμαι πολύ που δεν το προλάβαμε το κακό, κι ας το είδαμε, αρκετοί, να έρχεται. Λυπάμαι πολύ που δεν κατάφερα να κάνω κάτι παραπάνω από το να φωνάζω για αυτό, την ώρα που δεχόμουν πληρωμένες κριτικές από τσάτσους, φανερούς και κρυφούς υπαλλήλους, και παπαγαλάκια. Λυπάμαι που τα ανίψια μου, που είναι στην εφηβεία, προτιμούν να βλέπουν τη Βραζιλία, την Αγγλία, την Ισπανία, την όποια άλλη και όχι την Ελλάδα. Και ζητώ συγγνώμη, αναλαμβάνοντας το μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογεί.
ΥΓ. Ευτυχώς για μένα, πρόλαβα να κάνω κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φανταζόμουν ότι θα αξιωνόμουν να κάνω ως αθλητικός δημοσιογράφος. Κατάφερα να μελετήσω σε μεγάλο βάθος όλη αυτή την ιστορία που περνούσε μπροστά από τα μάτια μου από το 1999, που ξεκίνησα να καλύπτω το ρεπορτάζ της Εθνικής για “Το Βήμα” μέχρι τον Ιούλιο του 2004. Κι αυτή την ιστορική μελέτη που αναλύει και εξηγεί, με τη βοήθεια των πρωταγωνιστών και πολλών επιστημόνων του ποδοσφαίρου και αρκετών άλλων επιστημών, θα την παραδώσω σύντομα στους επόμενους, για να την κάνουν κτήμα τους και να διδαχθούν από αυτή. Στον δημοσιογράφο δεν αναλογούν πολύ περισσότερα. Σύντομα θα σας πω περισσότερα γι' αυτό.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.