Στην αγκάλη του «μαύρου Γκάλη»
Το ενσταντανέ που συνοδεύει αυτό το κείμενο είναι από τις πιο αγαπημένες μου και κατέχει περίοπτη θέση στο επαγγελματικό άλμπουμ που κάποια στιγμή φιλοτιμήθηκα να φτιάξω.
Όταν ο Συρίγος έμαθε ότι θα ανηφορίζαμε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Δημήτρη Καρύδα για κάποια τηλεοπτική μετάδοση για το Μέγκα, μας φόρτωσε παράλληλη αποστολή.
«Μαλάκες, θα βρείτε τον Ίνγκραμ και θα του πάρετε μία ωραία συνέντευξη για το περιοδικό. Συνεννοηθείτε με τον Φλώρο, να σας στείλει φωτογράφο».
Ο άνθρωπος που είχε φέρει τον Ίνγκραμ στην Ελλάδα, ο Μάκης Καλανταρίδης, ανέλαβε να κάνει τις επαφές και η συνέντευξη έκλεισε χωρίς απρόοπτο.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου του δωματίου μου στο ξενοδοχείο «Ολύμπια», όπου μέναμε πάντοτε. Με έπιασε στον ύπνο, κυριολεκτικά.
«Good morning, I’m David, I’m down at the lobby». Η ώρα ήταν 9 το πρωί ή κάτι τέτοιο βάρβαρο.
Ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ ήταν ο «μαύρος Γκάλης». Ο αιώνιος δεύτερος της λίστας των αρχισκόρερς (τέσσερα χρόνια σερί), σε απόσταση αναπνοής ωστόσο από τον ασυναγώνιστο «γκάνγκστερ».
Μία καλαθομηχανή βγαλμένη από το μπάσκετ του 2020, υπό την έννοια ότι ήταν combo guard, τύποις «δυάρι» δίπλα στον Κακιούση ή τον Μάντη, αλλά με τη μπάλα και τις αποφάσεις στα χέρια του, πρώτα σκόρερ και μετά πασέρ.
Στη μέρα του έβαζε τριάντα, σαράντα, πενήντα, παρά ένα εξήντα ήταν το εν Ελλάδι ρεκόρ του.
Σούταρε περισσότερο τρίποντο από τον Νίκο Γκάλη αλλά πήγαινε και πολύ μέσα (αφού το μακρινό σουτ δεν ήταν της μόδας), επιδίωκε την επαφή, πήγαινε συχνά στη γραμμή από όπου είχε υψηλότατα ποσοστά, είχε δυνατό κορμί και εκρηκτικά πόδια, ήταν μία πληθωρική παιχτάρα που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί στα εκτός Αλεξάνδρειου γήπεδα.
Θυμίζω ότι τότε οι ομάδες της Α1 είχαν μόνο έναν ξένο (χωρίς δικαίωμα αλλαγής) και η συγκεκριμένη επιλογή όριζε τη μοίρα τους για ολόκληρες χρονιές.
Όποιος έπαιρνε μέτριο ή κακό ή απλώς επιρρεπή στους τραυματισμούς και στις κακές συνήθειες Αμερικανό το πλήρωνε ακριβά.
Ο Ηρακλής πέτυχε διάνα χάρη στον Καλανταρίδη (που ήταν βοηθός προπονητή και υπεύθυνος της εφηβικής ομάδας), οπότε είχε εξαιρετική ομάδα για μία συναπτή πενταετία.
Τον Ντέιβιντ Ίνγκραμ, ή Έινκραμ όπως είναι η ακριβέστερη προφορά του επωνύμου του, ο Καλανταρίδης τον αλίευσε στα θολά νερά του CBA, κάτι σαν τη σημερινή G-League.
Στο ΝΒΑ δεν χωρούσε, αλλά για την Ελλάδα της εποχής ήταν πολυτέλεια. Ο Ηρακλής ήταν η πρώτη του δουλειά εκτός Αμερικής, στην τρυφερή ηλικία των 29 ετών. Το 1987-88 έπαιξε μόνο στην Ευρώπη.
Το συμβόλαιό του δεν ήταν πλουσιοπάροχο, περίπου 100-120 χιλιάδες δολάρια του έδινε αλλά είχε ένα σωρό πριμ τα οποία ο Ίνγκραμ ...κατάπινε: 25 χιλιάρικα για έξοδο στην Ευρώπη, ένα ταλιράκι για top-5 στους σκόρερς και τα συναφή.
Στο συλλογικό υποσυνείδητο των μπασκετόφιλων της εποχής έχει καταγραφεί ανεξίτηλα εκείνο το ντέρμπι στο Ιβανώφειο, στις 10 Μαρτίου 1990, όταν ο Ίνγκραμ και ο Γκάλης μαζί πέτυχαν 96 πόντους.
Λίγο ακόμη και θα έγραφαν κατοστάρα! Τα κυριότερα στιγμιότυπα έχουν διασωθεί στο YouTube και δεν θα μαντέψετε ποιος κάνει την περιγραφή.
Ο Ίνγκραμ έβαλε 50 πόντους με 15/15 βολές, 13/24 δίποντα, 3/6 τρίποντα, ενώ ο Γκάλης 46 με 9/13 βολές, 17/28 δίποντα και 1/1 τρίποντο.
Το μοναδικό τρίποντο του Νικ έστειλε το παιχνίδι στην παράταση (75-75) και ο κραταιός Άρης του Ιωαννίδη, που τότε έχανε από σπανίως μέχρι ποτέ, κέρδισε το ροζ φύλλο με 85-91, λίγες εβδομάδες πριν ταξιδέψει στη Σαραγόσα για το τρίτο σερί φάιναλ-φορ.
Ο μέσος όρος σκοραρίσματος του Ίνγκραμ στην Ελλάδα ήταν 33,7 πόντοι σε 104 αγώνες πρωταθλήματος και στην Ευρώπη 30,3 πόντοι σε 33 ματς.
Πρώτος σκόρερ δεν αξιώθηκε να αναδειχθεί στην Ελλάδα ελέω Γκάλη, τα κατάφερε όμως στο Ισραήλ, με τη φανέλα της Μακάμπι Τελ Αβίβ, το 1992-93 σε ηλικία 35 ετών.
Ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ αγωνίστηκε στη μικρή Χάποελ Αφούλα για μία τριετία και σταμάτησε να «βομβαρδίζει» τα αντίπαλα καλάθια το 1996, λίγο πριν κλείσει τα 38 του.
Εγώ θα τον θυμάμαι πάντοτε να εκτελεί τον Ερυθρό Αστέρα με τρίποντο στο τελευταίο δευτερόλεπτο στο σάλα «Πιονίρ» και να φεύγει τρέχοντας προς τα αποδυτήρια σε κατάσταση ένθεης μανίας, με είκοσι άτομα να αλαλάζουν στο κατόπιν του.
Όσο και αν φαίνεται απίστευτο σήμερα, ήμουν απεσταλμένος του «Τρίποντου» στο Βελιγράδι.
Ναι, ένα «περιθωριακό» περιοδικό πλήρωσε για αποστολή τριών ημερών στη δυσπρόσιτη Γιουγκοσλαβία της εποχής, για ένα ματσάκι του Ηρακλή στον δεύτερο γύρο του Κυπέλλου Κόρατς.
Μπορεί να με ξεγελάει η μνήμη, αλλά νομίζω ότι στην επόμενη φάση ο «γηραιός» είχε αντιμετωπίσει τη Μπρέσια, όπου αγωνιζόταν ο πατέρας του Κόμπι Μπράιαντ, ο «Τζέλιμπιν». Οι φαρδιές πλάτες του γέμιζαν το Ιβανώφειο.
Ο Ίνγκραμ μας πήρε με το αυτοκίνητο που του είχε νοικιάσει ο Ηρακλής και μας πήγε εκεί όπου εμείς θέλαμε: σε ένα σημείο με κανόνια, το οποίο αν θυμάμαι καλά μας είχε υποδείξει ο συμπαίκτης του στον Ηρακλή, Δημήτρης Παπαδόπουλος, φοιτητής Στρατιωτικής Ιατρικής.
Εκεί τραβήξαμε τις φωτογραφίες που έγιναν εξώφυλλο στο «Τρίποντο» και έπειτα κινήσαμε για το -γεμάτο ΝΒΑ- κατάστημα αθλητικών ειδών του Καλανταρίδη, σε μία πλατεία που ανάθεμα αν θυμάμαι πώς λέγεται.
Εκτός γηπέδου, ο Ίνγκραμ ήταν αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία. Ένας άνθρωπος ήρεμος, ταπεινόφρων, φιλοσοφημένος, σχεδόν διανοούμενος.
Το σοφιστικέ γυαλάκι του λέει όλη την αλήθεια για το ταμπεραμέντο του. Οδηγούσε σαν φυσιολογικός άνθρωπος και όχι σαν Έλληνας.
«Μου αρέσει πολύ αυτός ο τόπος, αλλά η συμπεριφορά των Ελλήνων οδηγών με βγάζει από τα ρούχα μου», θυμάμαι να μας λέει.
Την ίδια εποχή, στην ίδια πόλη, βρέθηκα σε ένα άλλο αυτοκίνητο, στο βολάν του οποίου καθόταν αυτή τη φορά ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Έτρεχε σαν πύραυλος, έμπαινε ανάποδα στους μονοδρόμους, πάρκαρε όπου γούσταρε, δεν τον ένοιαζε τίποτε. Είχε πρόσωπο στην πόλη και ήξερε ότι δεν κινδύνευε να αρπάξει κλήση.
Ακόμα και οι ΠΑΟΚτσήδες τροχονόμοι αναγνώρισαν από μακριά το αυτοκίνητό του και έστρεφαν το βλέμμα αλλού, για να μη βρουν κανένα μπελά.
«Ασ’ τον ξανθό στην τρέλα του», ήταν το modus operandi που επικρατούσε στη συμπρωτεύουσα.
Ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 63 ετών, για να τιμηθεί στη γιορτή του Ηρακλή.
Τον υποδέχθηκαν σαν ήρωα και σαν πιονιέρο, διότι ήρωας ήταν, και πιονιέρος. Όχι μόνο για τον «γηραιό» και για την πόλη του, αλλά για σύσσωμο το μπάσκετ της εποχής.
Πριν το 1988, θυμηθείτε, δεν έπαιζαν στο ελληνικό πρωτάθλημα ξένοι, διότι τους μπλόκαρε ο Βασιλακόπουλος, με τους άλλους δογματικούς της ΕΟΚ. Όταν η Εθνική έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, άνοιξαν και τα σύνορά της. Έστω, με έναν χρόνο καθυστέρηση.
Ο «μαύρος Γκάλης» ήταν ένας από τους ανθρώπους που έμπασαν το ΝΒΑ στα σπίτια μας, χωρίς ποτέ να αγωνιστεί σε αυτό. Όπως, άλλωστε, και ο ίδιος ο Γκάλης.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.