Το τέλος που δεν ήταν τέλος

Το τέλος που δεν ήταν τέλος

Το τέλος που δεν ήταν τέλος
Ο Νίκος Παπαδογιάννης θυμάται τα συνταρακτικά γεγονότα της 7ης Νοεμβρίου 1991 και αναρωτιέται κατά πόσον η μέρα ήταν τελικά αποφράδα.

Η απουσία του Συρίγου από το παραπλεύρως φλιπεράκι, όπου περνούσε ώρες με αποτέλεσμα να τον βαφτίσουμε «Φλίπερο» αντί για «Φίλιππο», ήταν κακό σημάδι. Προφανώς είχε συμβεί κάτι ανησυχητικό.

Την απάντηση την έδωσε ο θρυλικός καφετζής Μίμης, που μας έφτιαχνε τους καφέδες για την εβδομαδιαία σύσκεψη του Τρίποντου. «Δεν τα έμαθες; Ο Μάτζικ Τζόρνταν έχει έιτζ».

Όχι, δεν τα είχα μάθει. Δεν υπήρχε ίντερνετ τότε. Το AIDS βέβαια το γνώριζαν οι πάντες, ήταν ο φόβος και ο τρόμος της εποχής, κάτι σαν Covid-19 αλλά πολύ χειρότερο και κυρίως ανίατο.

Όσο για τον «Μάτζικ Τζόρνταν»; Χρειάστηκε να ανέβω στον 5ο για να μάθω αν ο ασθενής ήταν ο Μάτζικ ή ο Τζόρνταν. Σε κάθε περίπτωση, μου είχαν κοπεί τα πόδια. Ο μπαμπούλας χτυπούσε την πόρτα μας.

 

Ήταν Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 1991 και πέρασαν, απίστευτο, τριάντα χρόνια.

Το εξώφυλλο που είχαμε ήδη μισοετοιμάσει ξηλώθηκε και έδωσε τη θέση του σε μια προσωπογραφία του Μάτζικ Τζόνσον.

Δεν θα έλεγα ότι ο τίτλος ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένος: «Γιατί, Θεέ μου;»

Αλλά «το τέλος του Μάτζικ», όπως έγραφε ο υπότιτλος, δεν ήταν ούτε θέλημα Θεού ούτε τέλος. Πολλές φορές, τέλος είναι το σημείο από όπου αρχίζουμε.

Όπως ο ίδιος αποκάλυψε στις συνεντεύξεις Τύπου που ακολούθησαν, και με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στην αυτοβιογραφία του, ο λαμπερός μπασκετμπολίστας ήταν εθισμένος στο τυφλό σεξ και αλλεργικός στις προφυλάξεις.

Μετά τους αγώνες των Λος Άντζελες Λέικερς στο παλαιό Φόρουμ, είχε το δικό του αποδυτήριο, όπου συχνά τον περίμεναν αιθέριες υπάρξεις.

Όχι μία, αλλά τέσσερις και πέντε και έξι κάθε φορά. Tα ίδια και στα ξενοδοχεία, των εκτός έδρας αποστολών.

Μία από τις πόρνες που του κράτησαν «συντροφιά» του χάρισε το μοιραίο δώρο. Και ο κόσμος του γκρεμίστηκε.

O Mάτζικ αποχώρησε εκών άκων από τα γήπεδα και αφιέρωσε τη ζωή του στην ενημέρωση του κοινού για τον HIV και στην περιχαράκωση της οικογενειακής του ειρήνης, για να το θέσω κομψά.

Επέστρεψε πλησίστιος εννέα μήνες αργότερα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης (αφού πρώτα αγωνίστηκε στο All-Star Game του ΝΒΑ ως γκεστ σταρ), έκανε μία διστακτική απόπειρα για να ξαναγυρίσει στα γήπεδα ως αθλητής στο ξεκίνημα της επόμενης περιόδου, αλλά εγκατέλειψε το σχέδιο όταν κατάλαβε ότι γύρω του βασίλευε ο φόβος.

«Δεν θέλω να κάνω ζημιά στο μπάσκετ», εξήγησε.

Πολύ αργότερα, στη διάρκεια της περιόδου 1995-96 ο Μάτζικ ξαναφόρεσε για μερικές εβδομάδες τη φανέλα των Λέικερς (και πέτυχε και το τελευταίο του τριπλ-νταμπλ), αλλά αποχώρησε τελεσίδικα όταν κατάλαβε ότι η παρουσία του δημιουργούσε αναστάτωση.

Πολύ αργότερα, έπαιξε για λίγο και στη Σουηδία, το 1999, σε εκείνη την παράξενη ιστορία με την ομάδα Μποράς Μ7. Ναι, στη Σουηδία. Και φυσικά θήτευσε στους Λέικερς και ως προπονητής, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Αλλά αυτοί οι ξεχασμένοι αστερίσκοι δεν έχουν την παραμικρή σημασία. «Εάν γνώριζα όσα γνωρίζω σήμερα, δεν θα είχα σταματήσει το μπάσκετ», λέει σε ύστερες συνεντεύξεις του ο Μάτζικ.

Το 1991, το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό. Οι περισσότεροι εκεί έξω νόμιζαν ότι ο ιός μεταδίδεται με την αναπνοή, με το σάλιο, με τη χειραψία, με το άγγιγμα, με το φιλί, με τη σκέψη.

Ότι δεν υπάρχει τρόπος για να προστατευτεί κανείς εάν βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με φορέα του HIV. Ότι η θετική διάγνωση ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη και με αντίστροφη μέτρηση. Ότι η επιστήμη έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά.

Ότι, επίσης, το AIDS είναι η ασθένεια των τοξικομανών και των ομοφυλόφιλων. Κάτι σαν κατάρα θεού για όσους λοξοδρομούν από τον δρόμο του! Γι’ αυτό λέω, ότι ξαστοχήσαμε λίγο με εκείνο το πρωτοσέλιδο στο Τρίποντο.

Η συνταρακτική ανακοίνωση του Μάτζικ Τζόνσον είχε αντίκτυπο που σήμερα μοιάζει αδιανόητος. Αίφνης, η υφήλιος συνειδητοποίησε ότι το κακό μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε.

Ότι ουδείς βρίσκεται στο απυρόβλητο, ακόμα και αν είναι πλούσιος, διάσημος, όμορφος, επιτυχημένος, ίνδαλμα. Ότι οφείλουμε όλοι μας να προσέχουμε. Πού βάζουμε το πουλί μας, και όχι μόνο.

Η εκστρατεία ενάντια στο AIDS απέκτησε εν μία νυκτί -σε μία νύχτα σκοτεινή και δυσοίωνη- τον ιδανικό πρσεβευτή της. Πολλοί πίστεψαν ότι η είδηση ήταν μουσαντένια, ακριβώς για να αφυπνιστεί η υφήλιος προ του μεγέθους της απειλής.

Χάρη στον Μάτζικ Τζόνσον, η πλάστιγγα έγειρε σε βαθμό καθοριστικό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον Πρώτο και Δεύτερο Κόσμο.

Ο ιός μπήκε στα σπίτια όλων, ως ένας εχθρός του οποίου γνωρίζαμε το όνομα και τα χαρακτηριστικά. Χαλάλι οι χαμένες ασίστ και ο θάνατος του «Showtime».

Όταν ο 32χρονος Μάτζικ διαγνώστηκε με τον ιό του «Έιτζ», πρόσφερε στην ανθρωπότητα πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να προσφέρει ποτέ ως εν ενεργεία αθλητής.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Μάτζικ Τζόνσον ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει, που λέει ο λόγος.

Τη μακροζωία του την οφείλει σε έναν συνδυασμό φαρμάκων, όχι απαραίτητα προσιτών στον άπορο πολίτη (ειδικά στις ΗΠΑ, που δεν διαθέτουν δωρεάν υγεία), αλλά ικανών να ρίξουν τον ιό σε διαρκή ύφεση.

Το κοκτέιλ χαπιών που πίνει καθημερινά ο Μάτζικ ακούει στο περιβόητο αρχίγραμμα ΗΑΑRP: Highly Active Antiretroviral Therapy. Εξαιρετικά Ενεργή Αντιρετροϊκή Θεραπεία. Αντιγράφω από τη σχετική σελίδα του ΕΟΔΥ:

«Η έγκαιρη χορήγηση συνδυασμού αντιρετροϊκών φαρμάκων υψηλής δραστικότητας (Highly Active Antiretroviral Therapy – HAART), επιβραδύνει σημαντικά την εξέλιξη του νοσήματος και μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη θνητότητα. Σήμερα, η HIV λοίμωξη θεωρείται χρόνια νόσος, υπό την προϋπόθεση ότι ο/η ασθενής λαμβάνει συστηματικά τη θεραπεία του.

Έως τώρα δεν έχει βρεθεί αποτελεσματικό προφυλακτικό εμβόλιο έναντι του HIV. Ωστόσο, επειδή η HAART μειώνει τη συγκέντρωση του ιού στα μολυσματικά βιολογικά υγρά και συνεπώς ελαττώνει την πιθανότητα μετάδοσής του, δίνεται πλέον μεγάλη σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει η χορήγηση της αντιρετροϊκής θεραπείας στον τομέα της πρόληψης».

Χρόνια νόσος. Αυτή είναι η φράση κλειδί. Όχι θανατική καταδίκη.

Μέχρι πρόσφατα είχα στον επαγγελματικό κύκλο άνθρωπο οροθετικό που ζούσε κανονικά τη ζωή του (και σεξουαλική, με προφυλάξεις φυσικά), αλλά δυστυχώς απεβίωσε από επιπλοκές του Covid-19, λόγω του υποκείμενου νοσήματος.

Περισσότερο ως μπελά αντιμετώπιζε τον HIV, παρά ως δαμόκλειο σπάθη. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, τον Τάσο Θεοδωρόπουλο.

Συνάντησα τον Μάτζικ Τζόνσον το 1993, στο περιθώριο του All-Star Game του ΝΒΑ, όπου ο ίδιος ταξίδεψε για να εργαστεί ως τηλεσχολιαστής. Συνάδελφος, δηλαδή!

Τον αντικρύσαμε μπροστά μας μαζί με τον μακαρίτη Κώστα Μπατή στο αεροδρόμιο της Μινεάπολις και κατόρθωσα να του πάρω αυτόγραφο του πάνω στην αυτοβιογραφία του, που συμπτωματικά διάβαζα στο ταξίδι. Παρ’ όλο που τρέκλιζα από τα κρασιά που πίναμε μαζί με τον ψηλό στις ατέλειωτες πτήσεις.

Αργότερα τον πέτυχα ξανά τον Μάτζικ στο μαγαζάκι του ξενοδοχείου όπου έμεναν οι δημοσιογράφοι. Του έσφιξα το χέρι όσο πιο εγκάρδια μπορούσα. «Be strong», θυμάμαι ότι του είπα.

Το θρυλικό χαμόγελό του μου φάνηκε κάπως σβηστό και το επιβλητικό κορμί του, καμπουριαστό. Περισσότερο Έρβιν παρά Μάτζικ, φορούσε σκούφο και παλτό μέσα στο ξενοδοχείο.

Εκείνη την εποχή, δεκαπέντε μήνες μετά τη διάγνωση, ήταν και ο ίδιος πολύ φοβισμένος. Περισσότερο, όμως, τον τρόμαζαν οι αντιδράσεις των άλλων. Συχνά, πλησίαζαν τα όρια της εχθρότητας και της σιχασιάς. Ο Μάτζικ είχε μάθει να τον λατρεύουν, όχι να τον φοβούνται.

Το βιβλίο με το αυτόγραφο παραμένει πολύτιμο κειμήλιο στη συλλογή μου και φυλάσσεται από λυσσασμένα σκυλιά, ενώ το δεξί μου χέρι δεν το ξανάπλυνα από τότε.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.