Ολυμπιακός: Το επίτευγμα και ο τρόπος δύσκολα θα ξανασυμβούν!
Θα αρχίσω το τελευταίο blog της κανονικής περιόδου (σ.σ.: λόγω ολιγοήμερων διακοπών, δεν θα γράψω για το ματς του Παναθηναϊκού με την Παρτίζαν), με την αρνητική συγκυρία που συνόδευε τον «τελικό» του Ολυμπιακού για την πρωτιά στην βαθμολογία. Πριν το τζάμπολ, το timing της αναμέτρησης με την Μπασκόνια δεν ήταν πρός όφελος της ελληνικής ομάδας.
Την ώρα που οι «ερυθρόλευκοι» είχαν συμπληρώσει έναν μήνα και κάτι από την τελευταία φορά που έπιασαν το peak της απόδοσής τους (το διήμερο 7-9 Μαρτίου που νίκησαν διαδοχικά την Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν στο ΣΕΦ), οι Βάσκοι προέρχονταν από τρεις συνεχόμενες νίκες με 101,6 πόντους μέση παραγωγικότητα και 22,3 ασίστ ανά παιχνίδι (αλλά και 51,3% εντός πεδιάς και 42,8% τριπ.), ενώ το αντίστοιχο σερί τους στην λίγκα ACB είχε φτάσει στις 9 διαδοχικές επιτυχίες και τους είχε οδηγήσει την κορυφή της βαθμολογίας, μπροστά από Μπαρτσελόνα και Ρεάλ.
Κοινώς, πέραν του ότι η ομάδα του Γιοάν Πεναρόγια ήθελε τη νίκη για να μπει σίγουρα στην 8άδα και στα playoffs (μετά από 4 χρόνια απουσίας), βρισκόταν σε εξαιρετικό μπασκετικό momentum. Αυτός είναι και ο λόγος – και μάλιστα το υπογράμμισα στο live του ματς στο Gazzetta – ότι οι Πειραιώτες θα αποκτούσαν τον πρώτο λόγο για τη νίκη, μόνο αν έδειχναν από τα πρώτα λεπτά τις αμυντικές τους διαθέσεις και παρουσίαζαν μία εικόνα αναλογη με την πρώτη περίοδο στα εντός έδρας παιχνίδια με την Φενέρμπαχτσέ (παθητικό 11 πόντων), την Ρεάλ (15 πόντων) και την Εφές (13 πόντων) και με την 2η περίοδο στον αγώνα με Μπάρτσελόνα (7 πόντων).
Και οι τέσσερις προαναφερθέντες αγώνες κρίθηκαν από την ενέργεια που έβγαλαν στα μετόπισθεν, τελείωσαν με τους γηπεδούχους να μην «επιτρέπουν» περισσότερους από 70 πόντους και να «κατεβάζουν» για τα καλά τους αντιπάλους τους από την μέση επιθετική τους επίδοση. Για την περίπτωση της ομάδας από την χώρα των Βάσκων, που ήρθε στην Ελλάδα με την καλύτερη επίθεση της EL (μ.ο. 87,0π.), έδινα λίγο μεγαλύτερο “αβάντζο”, γι’ αυτό και σημείωσα ότι αν το σκοράρισμά της δεν ξεπερνούσε τους 80 πόντους, τότε οι πρωταθλητές θα έφευγαν νικητές από το γήπεδο.
Βλέποντας, λοιπόν, τους παίκτες του Γιώργου Μπαρτζώκα να δέχονται το πρώτο τους καλάθι σχεδόν με την συμπλήρωση του 4ου λεπτό και τους φιλοξενούμενους να μπαίνουν στο ματς με 0/7 τρίποντα και να «κλείνουν» το πρώτο δεκάλεπτο με 5/17 σουτ, 8 λιγότερα ριμπάουντ και με μόλις 11 πόντους στο ενεργητικό τους (19-11), τότε άρχισα να νιώθω ότι ο Ολυμπιακός, παρά τα 6 λάθη, διέθετε το πιο σημαντικό συστατικό για να πετύχει το ζητούμενο της βραδιάς!
Ακόμη και όταν η ισπανική ομάδα πλησίασε στον πόντο (21-20 στο 12’) και υπερδιπλασίασε τους πόντους της πριν συμπληρωθούν τέσσερα λεπτά στην 2η περίοδο, ήταν τόσο μεγάλη η δυσκολία με την οποία έφτανε στο ελληνικό καλάθι, που πραγματικά φαινόταν ότι οι «ερυθρόλευκοι» ήξεραν τον τρόπο για να βάλουν το νερό στ’ αυλάκι. Αυτός ήταν και ο λόγος που, έκτοτε, η διαφορά δεν έπεσε ποτέ κάτω από τους 4 πόντους (μ’ ένα ξέσπασμα 80 δευτερολέπτων και 9 αναπάντητους πόντους στα μέσα της 3ης περιόδου) κι έφτασε μέχρι και το +17 (72-55 στο 31’06”).
Επομένως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι νταμπλούχοι έφτασαν στο πολυπόθητο 86-78 παίρνοντας το 68,6% των πόντων τους από τους Έλληνες παίκτες τους και πετυχαίνοντας κάτι που δεν έχει καταφέρει ποτέ καμία ελληνική ομάδα στην ιστορία της διοργάνωσης: το να τελειώσουν, δηλαδή, την κανονική περίοδο με το καλύτερο ρεκόρ (24-10) και την πρωτιά στην βαθμολογία, έχοντας σε όλη την διάρκειά της, την μεγαλύτερη συνέπεια και διάρκεια απ’ όλες τις ομάδες (ήταν στην κορυφή τις πρώτες 4 αγωνιστικές και σταθερά από την 16η μέχρι και την τελευταία).
Αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της συγκεκριμένης επιτυχίας και συσχετίσει με το ότι ήρθε με ένα budget που υπολογίζεται μεταξύ του 7ου και του 10ου της διοργάνωσης, στην αντίστοιχη συνολική κλίμακα των 18 ομάδων, με ένα ρόστερ που βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε Έλληνες πρωταγωνιστές (ο MVP της regular season Βεζένκοβ, o Σλούκας και o Παπανικολάου) και σε ξένους επί το πλείστον ρολίστες (πλην του εξωπραγματικού Γουόκαπ) και με γηγενή προπονητή (Μπαρτζώκας), τότε μπορεί να ποντάρει στο ότι ο Ολυμπιακός έχει όλα τα φόντα για «σπάσει» την «κατάρα» που ακολουθεί πάντα, την ομάδα που κατακτά την πρωτιά στην regular season.
Από την σεζόν 2016-17, που εφαρμόζεται το ισχύον σύστημα διεξαγωγής (όλοι εναντίον όλων), ποτέ ο πρώτος δεν έχει κατακτήσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο. Το 2017 (Φενέρμπαχτσέ) και το 2018 (Ρεάλ), τον τίτλο κατέκτησε η 5η ομάδα της βαθμολογίας στην κανονική περίοδο. Το 2019 ο τίτλος πήγε στην 2η ΤΣΣΚΑ, το 2020 το ασύλληπτο ρεκόρ 24-4 της Εφές δεν επιβραβεύτηκε λόγω της διακοπής (covid-19) και την διετία 2021-2022, η Αναντολού πήρε το «αίμα της πίσω», φτάνοντας στο Final 4 από την 3η και την 6η θέση αντίστοιχα.
Φέτος, λοιπόν, που με ρεκόρ 24-10, ο Ολυμπιακός ισοφάρισε το ρεκόρ της Μπαρτσελόνα (από την σεζόν 2020-21) και πλέον μοιράζεται με τους Καταλανούς, την υψηλότερη επίδοση νικών-ηττών σε πρωτάθλημα 18 ομάδων και 34 αγωνιστικών, όλα δείχνουν ότι θα κληθεί να φτάσει στο 12ο Final 4 της ιστορίας του (αν τα καταφέρει, θα προσπεράσει κατά ένα τον Παναθηναϊκό), θεωρητικά χωρίς την επιβράβευση που είθισται να έχει ο πρώτος της βαθμολογίας. Από την άποψη ότι αντιμετωπίζει την ασθενέστερη εκ των οκτώ ομάδων που παίρνουν την πρόκριση για τα προημιτελικά.
Η ήττα της Φενέρμπαχτσέ στο Βελιγράδι (τελείωσε την κανονική περίοδο με 6 ήττες στα τελευταία 9 παιχνίδια) σε συνδυασμό με το σερί 7/8 που «έτρεξε» η Μακάμπι από την 27η αγωνιστική κι εντεύθεν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα φέρουν τον τουρκικό σύλλογο στον δρόμο των «ερυθρολεύκων».
Αν δεν συμβεί κάτι όχι και τόσο αναμενόμενο (δηλαδή αν η αδιάφορη Μπάγερν νικήσει την Ζάλγκιρις που «καίγεται» για τη νίκη-πρόκριση και αν ο Παναθηναϊκός αλώσει την “Stark Arena”), τότε ο Ολυμπιακός θα πέσει πάνω στην ομάδα του Δημήτρη Ιτούδη. Το 2/2 που μετράει στην εφετινή και οι πολύ εύκολες νίκες που κατέγραψε μέσα (94-67) κι έξω (93-73), είναι θεμιτό να καθιστούν την ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα ως λογικό φαβορί.
Ωστόσο αν κάποιος αντίπαλος διαθέτει τις μονάδες, την τεχνική καθοδήγηση και έχει και τα φόντα να τον «βραχυκυκλώσει», τότε αυτός δεν είναι ούτε η Μπασκόνια, αλλά ούτε και συνδιοργανώτρια του Final 4, Ζάλγκιρις, αλλά η Φενέρμπαχτσέ του Δημήτρη Ιτούδη, του Νικ Καλάθη, του Τάιλερ Ντόρσεϊ και του Κώστα Αντετοκούνμπο. Ας μη λησμονούμε ότι ο σύλλογος που εδρεύει στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, ξεκίνησε με 9 νίκες στις 10 πρώτες αγωνιστικές και αν δεν ταλαιπωρούνταν από τραυματισμούς που τον ανάγκασαν σε προσθετικές κινήσεις και σε αναπροσαρμογή του rotation, ίσως να είχε τερματίσει στην πρώτη 4άδα της κατάταξης και με πλεονέκτημα έδρας για τα playoffs.
Το μόνο σίγουρο, είναι ότι ο Ολυμπιακός θα πρέπει να περιμένει λίγες ώρες ακόμη για να μάθει οριστικά και αμετάκλητα τον επόμενό του αντίπαλο. Όπως επίσης και ότι αν είναι αυτός που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, θα έχει ξεκάθαρα τον πρώτο λόγο για να πετύχει την 4η back-to-back πρόκριση στο ετήσιο κορυφαίο ραντεβού του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Από μόνο του, δεν το λες εύκολο και απλό πράγμα όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Ίσως, όμως, αυτός ο υψηλότερος (του αναμενόμενου) δείκτης δυσκολίας, προκαλέσει μεγαλύτερη συγκέντρωση και αυτόματα μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας; Κοντός ψαλμός αλληλούια...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.