Ήταν ένα 13χρονο υγιέστατο κορίτσι, που ζούσε το όνειρό της παίζοντας ποδόσφαιρο, πηγαίνοντας σχολείο, έχοντας μια όμορφη ζωή. Ομως ένας τραυματισμός της έφερε τα πάνω κάτω. «Είχα κληθεί στην Εθνική Αγγλίας και θα ταξιδεύαμε στην Ολλανδία για έναν αγώνα. Φυσικά μαζί μου ήρθαν όλοι: γονείς, αδέρφια, γιαγιάδες. Μα, θα φορούσα τη φανέλα με το εθνόσημο, μιλάμε για τεράστια υπόθεση!».
Την προηγούμενη μέρα του ματς, σε μια χαλαρή προπόνηση, την ώρα που έτρεχε, ένιωσε ένα τράβηγμα στο πίσω μέρος του ποδιού. Εκείνη την στιγμή, δεν ήξερε αν επρόκειτο για ένα απλό τράβηγμα ή για ρήξη. Δεν την ένοιαζε, δεν έδωσε σημασία, βρισκόταν στο συννεφάκι της. Όμως το επόμενο που θυμάται είναι τον γιατρό της ομάδας να την σηκώνει από το χορτάρι. «Το ζούσα από μακριά, σαν να είχα βγει από το σώμα μου και το παρακολουθούσα από απόσταση. Το μόνο που αναρωτιόμουν ήταν αν θα ξαναέχω ποτέ μια τέτοια ευκαιρία».
Την ημέρα του αγώνα, η Μόλι δεν μπήκε καν στα αποδυτήρια, έμεινε στην κερκίδα, 5-6 σειρές μακριά από τους δικούς της. Βλέποντας τις συμπαίκτριές της να κάνουν όλα όσα ήθελε να κάνει εκείνη, ένιωθε μόνο ζήλια και θυμό. Όλος ο κόσμος της κατέρρευσε εκεί, σε αυτές τις κερκίδες. «Μισούσα τον εαυτό μου, τον θεωρούσα ανάξιο, απλώς τα παράτησα, Απλώς δεν μπορούσα να διαχειριστώ την ιδέα της αποτυχίας και της απογοήτευσης», θυμάται.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ανακοινώθηκε η αποστολή για τον αγώνα με την Ιρλανδία. Και η Μόλι ήταν εκτός.
Και τότε ήταν που αποφάσισε να κλειδώσει καλά στο μυαλό της κάθε έννοια αυτοπροστασίας και φροντίδας. Το φαγητό από πηγή ενέργειας, μετατράπηκε για εκείνη ένας καθημερινός εφιάλτης. «Γιατί απλώς δεν μπορείς να φας κάτι;» ήταν ο καθημερινός της καβγάς με τους γονείς και τους οικείους της. Και όσο εκείνοι την πίεζαν -να μείνει στη ζωή- τόσο εκείνη κλεινόταν στον εαυτό της και σκεφτόταν διάφορους τρόπους παράκαμψης γευμάτων. Η κλήση της στην Εθνική ομάδα δεν ήταν κάτι που μπορούσε να ελέγξει. Σε αντίθεση με το φαγητό…
Στην αρχή της ήταν εύκολο να παρακάμπτει γεύματα. Ένα πρωινό από εδώ, ένα βραδινό από εκεί. Η στιγμή που έγινε αντιληπτή από την μητέρα της όμως δεν άργησε. Σχεδόν την έσυρε στον γιατρό και μετά από μια σειρά εξετάσεων και συμπλήρωσης ερωτηματολόγιων βγήκε η διάγνωση: «Νευρική ανορεξία».
Η Μόλι πίστευε πως απλώς χρειαζόταν να προσέξει λίγο την διατροφή της, όμως όταν άκουσε τη φράση «Θα πρέπει να απευθυνθείτε σε έναν σύμβουλο για εβδομαδιαίες συνεδρίες και να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο διαιτολόγιο» κατάλαβε πως δεν θα γλίτωνε έτσι εύκολα.
Όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη για την Μόλι. «Το κεφάλι μου έβραζε, ούρλιαζα από μέσα μου». Η καθημερινότητά της που κάποτε ήταν φτιαγμένη από προπονήσεις, φίλες και γέλια, τώρα συμπεριελάμβανε απομόνωση στο δωμάτιό της με τάσεις αυτοτραυματισμού. «Έχωνα τα νύχια μου στους καρπούς, ήθελα μόνο να μου κανω κακό».
Ο χειρότερος εφιάλτης κάθε γονιού, είχε πάρει σάρκα και οστά στο πρόσωπο της Μόλι. Από ένα χαρούμενο 13χρονο κορίτσι, γεμάτο ζωή και όρεξη, μετατράπηκε σε ένα σκοτεινό, απόμακρο πλάσμα. Από την μία μέρα στην άλλη. Σαν κάποιος να της έσβησε το φως της.
Η Μόλι ζούσε καθημερινά μια αυτοτιμωρία. Το μόνο που άκουγε, ήταν μια φωνή στο κεφάλι της να της λέει: «Δεν αξίζεις τίποτα. Όλα είναι δικός σου λάθος». Κάποιος μέσα της, της ζητούσε να γίνει η ίδια ο πιο σκληρός -και άδικος συνάμα- κριτής της. «Υπήρχαν στιγμές μη διαχειρίσιμης κρίσης, όπου ένιωθα πολλαπλές εκρήξεις στο μυαλό μου, σαν να είχε βάλει κάποιος έναν συναγερμό μέσα στο κεφάλι μου, που βαρούσε δυνατά. Ήθελα να βγάλω το δέρμα μου. Στο τέλος κοπανούσα το κεφάλι μου στον καθρέφτη, μέχρι να μαυρίσουν τα πάντα γύρω μου».
Αφύπνιση Νο1
Όσο η οικογένειά της προσπαθούσε να βρει τρόπους να την βοηθήσει, τόσο εκείνη προσπαθούσε να βρει τρόπους να μην φάει. Ώσπου έζησε την πρώτη αφύπνιση: «Πληγώνεις όλη την οικογένεια, γι’ αυτό θα φύγουμε για λίγο», της ανακοίνωσε μια μέρα η μητέρα της και την πήγε στο Southwold, στην ανατολική ακτή της Αγγλίας, σε ένα εξοχικό φίλων για πέντε ημέρες. «Ξέρεις τί θα κάνω αυτές τις μέρες; Θα τρώω ακριβώς ό,τι κι εσύ» της είπε. Και το έκανε. Υπήρχε μέρα που η Μόλι έφαγε μιάμιση φράουλα. Το ίδιο και η μαμά της. «Ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου κάνει», νόμιζε η Μόλι. Ώσπου την τράβηξε μια φωτογραφία και είδε ένα κορίτσι, άρρωστο, με κόκκαλα να πετάνε, ένα κορίτσι που δεν αναγνώριζε. «Δεν κατέστρεφα μόνο το μυαλό μου, κατέστρεφα και το σώμα μου».
Αφύπνιση Νο2
Προβλήματα με το συκώτι, απώλεια περιόδου έως τα 17 της χρόνια ήταν δύο από τις κυριότερες συνέπειες της ανορεξίας. Η φυσική της κατάσταση δεν της επέτρεπε να τρέξει για δύο συνεχόμενα λεπτά, πόσο μάλλον να πάρει μέρος στις προπονήσεις της Άρσεναλ. «Ακόμα φέρνω στο μυαλό μου εκείνο το τηλεφώνημα της μαμάς μου στον γενικό διευθυντή της Ακαδημίας, για να του ανακοινώσει ότι πάσχω από νευρική ανορεξία και ότι θα πρέπει να μείνω στο σπίτι. Εκεί κατάλαβα ότι στην κυριολεξία διαλύω όλα όσα αγαπώ».
Αφύπνιση Νο3
Τα πράγματα συνέχιζαν τον κατήφορο για εκείνη, σε σημείο που οι γονείς της αναγκάστηκαν να την πάνε σε νοσοκομείο προκειμένου να την ταϊσουν με σωληνάκια. «Όταν με ξάπλωσαν στο κρεβάτι και άρχισαν να μου περνάνε τους ορούς, φρίκαρα. Εκεί οι γονείς μου βγήκαν από το δωμάτιο και φρίκαρα ακόμα περισσότερο. Τότε ήταν που πράγματικά είπα ότι μπορώ να το πολεμήσω. Δεν το είχα πει καμία στιγμή πριν. Τότε το πίστευα».
Άρχισε να τρώει μετά από 7 μήνες. Όχι κανονικά, αλλά τόσο όσο χρειαζόταν για την επιβίωσή της. Όχι για την επιβίωση μιας αθλήτριας, αλλά για την επιβίωση ενός κοριτσιού. Της πήρε σχεδόν δύο χρόνια για να επανέλθει και να ξαναγυρίσει στα γήπεδα. Στα 18 της υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό της συμβόλαιο και όλα έδειχναν ότι έπαιρναν τον δρόμο τους. Ήταν ένας μεγάλος δρόμος…
Η Μόλι μετρούσε λίγα επαγγελματικά ποδοσφαιρικά χρόνια και ακόμα ένιωθε πως δεν είχε βρει τα πατήματά της. Νοιαζόταν πολύ για τη γνώμη των άλλων, δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη με τον εαυτό της.
Ζούσε στις εγκαταστάσεις της ομάδας και μια μέρα απλώς δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι για να πάει στην προπόνηση. Πήρε ρεπό από τον προπονητή της. Αλλά η μέρα έγινε εβδομάδα και η Μόλι εξακολουθούσε να βρίσκεται ξαπλωμένη.
Μετά από προτροπή της μαμάς της πήγε στο σπίτι και από εκεί στον οικογενειακό γιατρό τους. Μέσα από ένα μικρό dejavu, ξανασυμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο με φράσεις όπως «Δεν θέλεις να βγεις απο το δωμάτιό σου; Σκέφτεσαι πως δεν θες να ζήσεις; Θέλεις να πληγώσεις τον εαυτό σου;» και η Μόλι “τίκαρε” όλα τα κουτάκια. «Κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές».
Για ακόμα μία φορά, το ποδόσφαιρο μπήκε σε δεύτερη μοίρα για εκείνη. Η αγωγή που έπαιρνε, στην αρχή δεν έδειχνε να τη βοηθά και η Μόλι βούλιαζε στην απελπισία. Θέματα με την ανορεξία δεν είχε πλεόν, αλλά ένα μαύρο σύννεφο την ακολουθούσε μόνιμα. Ή για να είμαστε ακριβείς βρισκόταν μόνιμα πάνω από το κρεβάτι της όπου ήταν συνεχώς ξαπλωμένη βλέποντας Grey’s Anatomy.
Τη σεζόν 2017-18 και παρότι ήταν μέλος της Reading, είχε πάρει άδεια κάποιων μηνών από την ομάδα. Η επαφή της με τις φίλες και συμπαίκτριές της όμως ήταν κάτι που είχε συνεχώς ανάγκη. «Μια μέρα προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τους, αλλά καμία δεν απαντούσε στα μηνύματά μου. Είχα μπερδευτεί πολύ. Ώσπου μου απάντησε μία απο αυτές και μου είπε πως αποφάσισαν να με αφήσουν να λύσω τα θέματά μου μαζί με την οικογένειά μου. Σοκαρίστηκα. Τις χρειαζόμουν. Έστειλα μήνυμα στον προπονητή μας και του ζήτησα να παραβρεθώ σε έναν αγώνα. Μου το επέτρεψε. Είχα αγωνία, αλλά ήμουν αδιανόητα κοινωνική. Πέρασα το βράδυ με τις φίλες μου. Το επόμενο πρωί, φεύγοντας από το σπίτι της φίλης, σαν κάτι να με χτύπησε. Ήμουν στην εθνική οδό και άκουγα μια φωνή να λέει μέσα μου “Θα τρακάρω το αυτοκίνητο. Θα πατήσω το γκάζι και θα αυτοκτονήσω. Αυτοκίνητα μου κόρναραν και με έβριζαν, ώσπου φρέναρα όπως μπορούσα, έκανα στην άκρη και τηλεφωνούσα σε όποιον έβρισκα. Κανείς δεν απάντησε. Ούτε η μαμά μου, ούτε ο μπαμπάς μου, οι φίλες μου, κανείς. Μου έμεναν 15 λεπτά οδήγησης για να φτάσω σπίτι. Τα κατάφερα. Μόλις μπήκα σπίτι, άρχισαν να με καλούν όλοι πίσω. Μάλιστα σε μερικούς είχα στείλει μήνυμα ότι σκοπεύω να αυτοκτονήσω και τους φρίκαρα τελείως. Με κάποιον τρόπο ήμουν ζωντανή».
Η Μόλι Μπάρτριπ είναι πλέον 25 ετών μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας της Τότεναμ και της Εθνικής ομάδας της Αγγλίας. Από τον σύλλογο τής έχει ανατεθεί ο ρόλος της “αρχηγού ευζωϊας”, να διαδίδει τη γνώση και να βεβαιώνει τους πάντες ότι «είναι ΟΚ να μην είσαι ΟΚ».
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον αθλητισμό αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικών διαταραχών. Όσο πιο πολλοί μιλούν γι’ αυτό, τόσο ανοίγει ο δρόμος προς το φως και την βοήθεια. Η Μόλι αποφάσισε να διηγηθεί την ιστορία της γιατί ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι η μόνη που έχει περάσει αυτό το σκοτεινό μονοπάτι.
Δυστυχώς ο χώρος του ποδοσφαίρου -και όχι μόνο- δεν είναι ακόμα απόλυτα έτοιμος να αγκαλιάσει και να στηρίξει τους αθλητές που βρίσκονται σε αυτή τη θέση. Η ψυχική υγεία είναι εξίσου σημαντική με την σωματική. Το στίγμα του “περίεργου”, του “τρελού” και της ντροπής πρέπει να εξαλειφθεί.