Μπαίνοντας στο R.G. Academy, την ακαδημία ρυθμικής γυμναστικής της πρωταθλήτριας Μορφούλας Ντώνα στις Αχαρνές, καταλαβαίνει κανείς αμέσως πως πρόκειται για ένα γυμναστήριο υψηλών προδιαγραφών: στο πρώτο δάπεδο προπονούνται οι μεγαλύτερες αθλήτριες, υπό την επίβλεψη της Ντώνα. Ανάμεσά τους είναι και η Εβίτα Γιαννοπούλου και η Παναγιώτα Λύτρα, ίσως οι καλύτερες αθλήτριες της ρυθμικής αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Στο δεύτερο δάπεδο, τα μικρότερα παιδιά κάνουν τη δική τους προπόνηση ακολουθώντας τις οδηγίες της προπονήτριάς τους, η οποία κρατάει στην αγκαλιά την κόρη της, ένα κοριτσάκι μικρότερο από δύο χρονών. Και την ίδια τη Ντώνα περιτριγυρίζει ο δικός της γιος, ο Απόλλωνας, που θα κλείσει τα δύο τον Αύγουστο. «Δεν γίνεται αλλιώς», μας λέει. Ο Απόλλωνας έχει κάνει ήδη πάνω από 10 ταξίδια στο εξωτερικό, ακολουθώντας τη μητέρα του σε διεθνείς διοργανώσεις.
Η Μορφούλα Ντώνα εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, όπου κατέλαβε την 7η θέση. Είναι προς το παρόν η μόνη Ελληνίδα που έχει καταφέρει τέτοια διάκριση στο ατομικό της ρυθμικής. Η ακαδημία που έχει χτίσει ήταν το όνειρό της από τότε που αποσύρθηκε από τον πρωταθλητισμό το 2007. Πλέον εκτός από την ακαδημία ασχολείται και με την εθνική ομάδα ως ομοσπονδιακή προπονήτρια, ενώ είχε κερδίσει και το Dancing with the Stars το 2015.
Αυτή τη στιγμή η ακαδημία φιλοξενεί και τρεις αθλήτριες από την Ουκρανία. «Συμπλήρωσα τα στοιχεία μου σε μία πλατφόρμα που έλεγε ότι υπάρχουν αθλητές τους οποίους μπορείτε να φιλοξενήσετε. Με βρήκαν από εκεί και επικοινώνησαν μαζί μου και με μεγάλη χαρά τους προσφέρω το χρόνο και το χώρο για να μπορούν να προπονηθούν, να κάνουν αυτό που αγαπάνε, να ξεφύγει το μυαλό τους από την κατάσταση εκεί», μας λέει η Ντώνα.
Πώς διαχειρίζεστε την επιτυχία όταν έρχεται σε τόσο μικρή ηλικία;
«Όντως είναι κάτι δύσκολο, αλλά νομίζω ότι η οικογένεια είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει έναν αθλητή ισορροπημένο. Λόγω της πειθαρχίας γενικότερα στον αθλητισμό, είναι δύσκολο να ξεφύγεις από το πρόγραμμα, οπότε και αυτό σε κρατάει μέσα στα όρια και στην ισορροπία που χρειάζεσαι σε εκείνη τη φάση».
Πώς ήταν η επόμενη μέρα μετά τον πρωταθλητισμό;
«Ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν κενή. Ενώ νομίζεις ότι έχεις να κάνεις τόσα πολλά πράγματα τα οποία δεν προλάβαινες να κάνεις ενώ ήσουν μέσα στο άθλημα, τελικά νιώθεις ένα τεράστιο κενό, επειδή τελικά δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις. Αυτό νομίζω είναι το πιο δύσκολο κομμάτι που πρέπει να διαχειριστούν και οι γονείς αλλά και ο ίδιος ο αθλητής. Στο δικό μας άθλημα το τέλος του πρωταθλητισμού συμπίπτει και με την ενηλικίωση, οπότε το να βρεις καινούργια ενδιαφέρονται που θα σε απασχολήσουν όπως σε απασχολούσε η ρυθμική είναι το κλειδί για να συνεχίσεις τη ζωή σου».
Μετά πώς επιστρέψατε στον αθλητισμό και τη ρυθμική;
«Πάλι εδώ δεν είμαι; Ξαναγύρισα πίσω γιατί κατάλαβα ότι αυτό στο οποίο ήμουν δοσμένη τόσα χρόνια ήταν πραγματικά όλη μου η ζωή, ακόμα και όταν δεν ήμουν πλέον αθλήτρια. Πλέον τα βλέπω όλα από άλλο μετερίζι, από τη θέση του προπονητή. Άλλες αθλήτριες και αθλητές επιλέγουν να γίνουν μετά αθλίατροι ή αθλητικοί ψυχολόγοι, αρκεί να συνεχίσουν να βρίσκονται κοντά στο άθλημα».
Η ρυθμική φημίζεται για τη σκληρή προπόνηση από μικρή ηλικία. Εσείς ως προπονήτρια προσεγγίζετε τις αθλήτριές σας διαφορετικά απ’ότι σας προσέγγιζαν οι δικοί σας προπονητές;
«Στη μικρή ηλικία, δηλαδή μέχρι τα παιδιά να ξεκινήσουνε το σοβαρό πρωταθλητισμό γύρω στα 10-12 χρόνια, πρέπει να είσαι πολύ γλυκός και τρυφερός μαζί τους και να κάνουν αυτό που τους αρέσει. Εγώ προσωπικά θέλω να δημιουργήσω ένα κλίμα αγάπης για το άθλημα. Θέλω πραγματικά να ευχαριστιούνται αυτό που κάνουν και να το αγαπήσουν, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορέσουν και να φτάσουν ψηλά. Η ρυθμική είναι ένα άθλημα το οποίο χρειάζεται πάρα πολλές ώρες προπόνηση, πάρα πολλές επαναλήψεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο στην ψυχολογική του διαχείριση, γιατί σε 1,5 λεπτό κρίνεται η δουλειά χρόνων. Δεν είναι ένα παιχνίδι πόλο που αν γίνει ένα λάθος, στην επόμενη φάση μπορείς να το καλύψεις. Εδώ κάνεις ένα λάθος και ξέρεις ότι το λάθος είναι μοιραίο. Τώρα όσο αναφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες, τις μεγαλύτερες αθλήτριες, αυτό που κάνω διαφορετικά σε σχέση με το πώς προσέγγιζαν εμένα οι προπονητές μου είναι ότι είμαι δίπλα τους. Ξέρω και καταλαβαίνω ό,τι τους συμβαίνει πριν καν συμβεί, γιατί το έχω περάσει κι εγώ, οπότε προσπαθώ να τις προετοιμάζω για όσα έρχονται μιλώντας τους και λέγοντάς τους ότι όλα θα τα περάσουμε μαζί».
Οι δύο κορυφαίες Ελληνίδες αθλήτριες της ρυθμικής αυτή τη στιγμή, η Λύτρα και η Γιαννοπούλου, είναι δικές σας. Έχοντας υπάρξει πρωταθλήτρια, πώς τις καθοδηγείτε; Τι τις συμβουλεύετε;
«Αυτή τη στιγμή είμαι ομοσπονδιακή προπονήτρια στην εθνική ομάδα. Έχω τις δύο κορυφαίες αθλήτριες στην κατηγορία των γυναικών και τρεις ακόμη νεάνιδες επίλεκτες στην εθνική ομάδα, οπότε το άθλημα έχει ακόμα μέλλον. Είμαι δίπλα τους και τα περνάμε όλα μαζί. Μου έχουν εμπιστοσύνη και με ακούνε, γιατί ξέρουν ότι ό,τι τους έχω πει έχει γίνει όπως το είπα και ότι η σκληρή δουλειά τους έχει ανταμειφθεί. Έτσι προχωράμε, γιατί είναι πολύ σημαντικό να παίρνεις κάτι πίσω απ’αυτό που δίνεις».
Πώς μπορούν οι γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τον αθλητισμό;
«Μπορούν αρχικά να τα φέρνουν από μικρή ηλικία στο γυμναστήριο. Για να τα στηρίξουν, μπορούν να είναι δίπλα τους, χωρίς όμως να επεμβαίνουν στην προπονητική διαδικασία. Μπορούν να τα βοηθάνε σε οτιδήποτε, να τους κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη, αλλά οτιδήποτε συμβαίνει στο γυμναστήριο θα πρέπει τα παιδιά να το λύνουν με την προπονήτριά τους. Και φυσικά οι γονείς μπορούν να παρέχουν στα παιδιά τους πράγματα που δεν μπορεί πλέον να τους παρέχει η πολιτεία, όπως είναι κάποια ταξίδια στο εξωτερικό για αγώνες, τα κορμάκια τους, τις φυσιοθεραπείες τους, πράγματα πολύ βασικά και σημαντικά που υπήρχαν μέχρι το 2004».
Τι πρέπει να προσέξουν οι γονείς μιας έφηβης αθλήτριας, η οποία στο δικό σας άθλημα είναι συνήθως σε πρωταθλητικό επίπεδο;
«Οι γονείς πρέπει να φροντίζουν το παιδί τους να είναι όσο πιο ήρεμο γίνεται στο σπίτι, να έχει ένα έτοιμο φαγητό να φάει, να έχει μια ισορροπημένη διατροφή ώστε να λαμβάνει όλες τις απαραίτητες βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που χρειάζονται, κάτι που είναι πολύ βασικό και καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Πρέπει επίσης να φροντίζουν ώστε το πρόγραμμά της κόρης τους κάπου να έχει ένα κενό, γιατί με τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ιδιαίτερα και τις άλλες δραστηριότητες που πιέζουν την αθλήτρια, στο τέλος δε μένει χρόνος κι ενέργεια για προπόνηση. Η ρυθμική είναι ένα άθλημα που απαιτεί να αφοσιωθείς εξ ολοκλήρου. Όταν έχεις συγκεκριμένες ώρες για να κάνεις μια πολύ έντονη προπόνηση, πρέπει να γυρίζεις σε ένα περιβάλλον που είναι ήρεμο και να σου παρέχει ασφάλεια».
Ο πρωταθλητισμός στο δικό σας άθλημα πώς συνδυάζεται με το σχολείο στην Ελλάδα;
«Πάρα πολύ δύσκολα και γι’αυτό το λόγο είμαστε πολύ πίσω, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. Στις χώρες που είναι μπροστά στο άθλημα, δεν υπάρχει σχολείο με την παραδοσιακή έννοια. Γίνονται κάποια μαθήματα κάποιες στιγμές μέσα στην ημέρα, οπότε οι προπονήσεις ξεκινάνε το πρωί και τελειώνουν το βράδυ. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί τα παιδιά έρχονται ήδη εξουθενωμένα στις 3 το μεσημέρι, από τις 3 μέχρι τις 8 πρέπει να κάνουν την προπόνησή τους και μετά να γυρίσουν σπίτι για να διαβάσουν. Είναι ασφυκτικό. Τουλάχιστον με τα αθλητικά σχολεία υπήρχε η δυνατότητα να γίνονται διπλές προπονήσεις το πρωί μέχρι τις 10, το πρόγραμμα του σχολείου ήταν λίγο πιο ελαφρύ και υπήρχε μεγαλύτερη κατανόηση με τις απουσίες λόγω προπονήσεων, προετοιμασιών και αγώνων. Τις καταλαβαίνω εν μέρει και προσπαθώ κι εγώ να κάνω τη ζωή τους πιο εύκολη. Για παράδειγμα προετοιμαζόμαστε τώρα με τις αθλήτριές μου για το παγκόσμιο σχολικό πρωτάθλημα. Πιστεύουμε ότι μπορεί να έχουμε μια μεγάλη επιτυχία και τουλάχιστον τα παιδιά να πάρουν μια μοριοδότηση για τα πανεπιστήμιά τους. Θα είναι μια μεγάλη ανάσα γι’αυτές».
Ως αθλήτρια, έχει αμφισβητήσει ποτέ κανένας τις ικανότητές ή τις δυνατότητές σας επειδή είστε γυναίκα;
«Όχι, ποτέ. Είχα μια μητέρα που μου έλεγε πάντα ότι μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, γιατί ήξερε ότι αν το βάλω στο μυαλό μου μπορώ να το πετύχω, οπότε πραγματικά εμένα δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί είμαι γυναίκα».