Περίμενε υπομονετικά να ακούσει το όνομά της και να πάρει τη θέση της, στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου. Η συγκίνηση ήταν έκδηλη από τα τελευταία μέτρα του αγώνα, από όταν άπλωσε το χέρι της προηγούμενη περίπου 2 λεπτά της Ισπανίδας Ρακουέλ Γκονζάλεζ και πήρε την ελληνική σημαία. Στα τελευταία βήμα του τελικού των 35 χλμ βάδην στους δρόμους του Μονάχου, τα μάτια της γυάλιζαν καθώς συναντούσαν τον καλοκαιρινό ήλιο της Βαυαρίας και μιλούσαν την οικουμενική γλώσσα των δακρύων. Λένε πως τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχή και το βλέμμα της Αντιγόνης Ντρισμπιώτη πιο καθάριο κι εξαγνισμένο από ποτέ, φώναξε ένα τεράστιο: τα κατάφερα!
Μέχρι τα πρώτα 20 χιλιόμετρα του αγώνα η Αντιγόνη δεν μέτρησε. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Είπε απλώς ξανά ένα: «πάμε να κάνουμε μια προπόνηση 20 χιλιομέτρων». Μετά τα 20, λοιπόν, όταν κι η κόπωση άρχισε να κάνει την εμφάνισή της παλεύοντας να κάμψει τις αντοχές της, όταν τα πόδια έγιναν πιο βαριά και το μυαλό άρχισε να θολώνει κοίταξε το ρολόι της. Κι όπως συνήθως άρχισε να βάζει τους δικούς της κανόνες στον αγώνα. Στα 25 χλμ,, είχε διαφορά 8 δευτερολέπτων από την Γκονζάλεζ κι ενώ η Μάνταραζ είχε βγει εκτός διεκδίκησης του χάλκινου μεταλλίου. Από εκεί και μετά, η Ντρισμπιώτη άνοιγε προοδευτικά την ψαλίδα της διαφοράς από την Ισπανίδα μέχρι το τέλος, μέχρι τη γραμμή του τερματισμού που την είδε να χαμογελά πλατιά, κρατώντας την ελληνική σημαία.
Συνηθίζουμε να μιλάμε για εθνική υπερηφάνεια και να καρπωνόμαστε έστω και λίγη από την επιτυχία των αθλητών και των αθλητριών που αγωνίζονται με τα γαλανόλευκα, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε τις περισσότερες φορές ιδέα από τις στερήσεις, τις θυσίες, τα πελώρια εμπόδια που υψώνονται στον δρόμο τους καθώς παλεύουν να διακριθούν. Στις δηλώσεις της μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, η Αντιγόνη ευχαρίστησε την οικογένειά της που την στήριξε και κατάφερε να λείψει για 3,5 μήνες από το σπίτι. Και ξέρετε αυτή η δήλωση δεν ήταν στο ελάχιστο τετριμμένη. Τον καιρό της απουσίας της, οι δικοί της έμειναν πίσω, δούλευαν για περισσότερες από 10 ώρες στην οικογενειακή τους επιχείρηση για να καλύψουν τη θέση της.
Η Αντιγόνη μπορεί να τερματίζει πρώτη σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα έχοντας διανύσει μια χρονιά με μέσο όρο ξεκούρασης τις έξι ώρες. Μπορεί να έχει καταγράψει εντυπωσιακές επιδόσεις φορώντας τα ίδια παπούτσια μέχρι να φθαρούν, αλλά «Δεν παρακαλάω!», είχε πει φορτισμένη μιλώντας στο GWomen όταν η συζήτηση με τον Βασίλη Τσίγκα πήγε στις χορηγίες και τη θεσμική βοήθεια.
Η 38χρονη αθλήτρια γεννήθηκε στην Καρδίτσα την 21η μέρα του Μάρτη του 1984. Μετακόμισε στην Αταλάντη μέχρι τα 10 της χρόνια και η πρώτη της επαφής με τον αθλητισμό ήταν μέσω της ρυθμικής γυμναστικής. Ακολούθησε η κολύμβηση και τελικώς το βάδην. Το βάδην που αρχικά δεν την έθελξε ως έφηβη. Μα τελικώς αγάπησε βαθιά και «υπηρετεί» μέχρι και σήμερα. Όλα τα παραπάνω όμως, είχαν από το 1991, ως κοινό σημείο αναφοράς το «Το στέκι της Γιώτας», το τσιπουράδικο που άνοιξε η μητέρα της στη γενέτειρα πόλη της. Το σημείο που πέρασε τα πιο ξέγνοιαστα παιδικά της χρόνια μαζί με τις αδερφές της. Τον τόπο όπου εργάζεται σήμερα ανάμεσα στις εξαντλητικές -διπλές- προπονήσεις, τις εξωτερικές δουλειές και το διάβασμα για το μεταπτυχιακό.
Πήγαινε στην Α’ Γυμνασίου κι έδινε εξετάσεις για να πάει στο αθλητικό σχολείο. Ένα από τα αθλήματα στα οποία εξετάστηκε ήταν το τένις. Όταν έφυγε ένα μπαλάκι και πήγε να το μαζέψει, περπάτησε λίγο πιο γρήγορα και την είδε ο τότε προπονητής της Θανάσης Δεληγιάννης του άρεσε πολύ ο τρόπος που βάδισε. Χρειάστηκε δύο χρόνια για να την πείσει να ξεκινήσει να προπονείται στο βάδην. Ένα άθλημα του οποίου αγνοούσε μέχρι και την ύπαρξη ως τότε.
Ντρισμπιώτη στο GWomen: «Αν έβγαινα απ’ το Survivor, θα είχα κερδίσει περισσότερα»
Πήρε μια μέρα την απόφαση να πάει ως το γήπεδο της Καρδίτσας. Στάθηκε στην πόρτα και είδε μια κοπέλα να προπονείται και είπε «αυτό θέλω να κάνω», μη γνωρίζοντας ότι η κοπέλα στο βάδην προπονούταν. Τέσσερις μήνες μετά, ήταν 8η στην Ελλάδα στην ηλικιακή της κατηγορία. Στα 14 -ένα χρόνο αργότερα- 1η στη χώρα. Μέσα από τις διακρίσεις μαγεύτηκε, μέσα από το άθλημα έκανε φίλους.
Όμως το 2004, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στα 19 της χρόνια, δεν επιλέχθηκε στην Ολυμπιακή ομάδα. Αυτό σε συνδυασμό με τις σπουδές, τις δουλειές που αναγκαζόταν να κάνει και κάποια οικογενειακά προβλήματα την οδήγησαν να σταματήσει. Δεν ξαναπάτησε στο γήπεδο. Δεν πέρασε ούτε απ' έξω. Για οχτώ ολόκληρα χρόνια.
Πώς θα μπορούσε να τα συνδυάσει όλα;
Μαζί με το βάδην άφησε και τον εαυτό της. Χάθηκε στα «πρέπει» της καθημερινότητας. Έσβησε η λάμψη από τα μάτια της, έμεινε μόλις 40 κιλά, συνέχισε όμως να βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να προχωρά.
Ένας φιλος της πίστεψε σε εκείνη παραπάνω από ότι η ίδια ενδεχομένως. Μαζί και η οικογένειά της. Την «έψησαν» να επιστρέψει. Έβαλαν στοίχημα και το δέχτηκε. Επέστρεψε στα 27 της, τον τελευταίο μήνα του 2011. Κι όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Άρχισε άμεσα να βρίσκει ποιά είναι. Στη δεύτερη χρονιά της, κέρδισε το πρώτο της μετάλλιο κι έπιασε το υψηλό όριο του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στη Μόσχα, μετά, το 2014, ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Ζυρίχη και το 2016 το Ρίο, όπου ήταν σίγουρη ότι θα σταματήσει γιατί στα 32 της αισθανόταν μεγάλη.
Το φτιαγμένο από τη «refuse to give up» λογική μυαλό της όμως, δεν της επέτρεψε να το παρατήσει. Δεν θα το έκανε ξανά. Kατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ομάδων (2021) και το αργυρό στην ομαδική βαθμολογία τόσο στο Παγκόσμιο (2022) όσο και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ομάδων (2021). Πήγε στο Τόκιο και τερμάτισε στην 8η θέση. Ακολούθησε η 4η στο Παγκόσμιο του Όρεγκον κι η πρώτη στο Ευρωπαϊκό του Μονάχου.
Mετά την 4η θέση στο Παγκόσμιο η Ελληνίδα βαδίστρια έγραψε σε ανάρτησή της στο Instagram: «Δεν ξέρω πως θα τελειώσει η ιστορία μου αλλά δεν θα γράψει πουθενά "τα παράτησε"»...