Ο μπαλτάς και η μπάλα ράγκμπι!
Στον μικρόκοσμο της γειτονιάς του ένα ήταν το μαγαζί-γωνία: το δικό του! Όλοι ήξεραν ότι έκανε χιούμορ, ότι πάντα σάρκαζε καθετί που τον απειλούσε, που ζητούσε τα πάντα απ’ αυτόν. Αν κάποιος δεν ήξερε και τον ρωτούσε τι δουλειά κάνεις;, του έλεγε ή αν ήταν κοντά τον πήγαινε στη συμβολή των οδών που βρισκόταν το κατάστημά του. Ο άγνωστος χαμογελούσε και του ευχόταν καλές δουλειές. Σε εκείνο το σημείο πάντα σκεφτόταν ότι κάποτε ήταν, τώρα… Η ταμπέλα έγραφε: «Αθλητικά είδη ο Σάκης». Ήξερε ότι ο τίτλος δεν ήταν ελκυστικός. Ήξερε ότι την ίδια ώρα που αποτύπωνε τη σύνδεσή του με τη γειτονιά, την ίδια στιγμή τον απομάκρυνε. Έβλεπε στις διαφημίσεις στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, τις μεγάλες φίρμες, γνώριζε ποια έπρεπε να είναι η σωστή ονομασία. Δεν υπήρχε, όμως, περίπτωση να αλλάξει αυτό το «Ο Σάκης». Ποτέ! Η γειτονιά ήξερε το μαγαζί και στήριζε όσο μπορούσε. Ήξερε, όμως, και συζητούσε και κάτι άλλο. Στον πάγκο που ήταν η ταμειακή μηχανή, από κάτω, υπήρχε ένας μπαλτάς! Το γυάλινο χώρισμα-θήκη φιλοξενούσε μόνο αυτόν, ξαπλωμένο σε ένα βελούδινο πανί. Επίσης, δίπλα από τη θέση του Σάκη, υπήρχε μια μικρή βάση και πάνω της στεκόταν μία μπάλα ράγκμπι. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί υπήρχαν αυτά τα δύο αντικείμενα σε ένα συνοικιακό -ελληνικό- κατάστημα αθλητικών ειδών. Όλα ξεκίνησαν ένα καλοκαίρι, ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι.
Επιστροφή στα χρόνια της εφηβείας και στα γλυκά 16. Επιστροφή στα καλοκαίρια που είχαν ανόθευτο χρώμα. Ο νεαρός Σάκης ακούει τον θείο Βασίλη. Λοιπόν, ανιψιέ, επειδή αυτή η ριμάδα η ζέστη με έχει ζαλίζει και ο ανεμιστήρας είναι χαλασμένος, θέλω να σου πω δυο πράγματα. Έλα να κάτσουμε έξω, κάτω από την τέντα. Εγώ, όπως ξέρεις δεν έχω παιδιά. Ξέρω ότι θες να σπουδάσεις και καλά θα κάνεις. Με τον πατέρα σου, όμως, φτύσαμε αίμα για να φτιάξουμε και να κρατήσουμε αυτό το μαγαζί. Το χασάπικό μας έδωσε ψωμί και φάγαμε, δυο οικογένειες. Όταν φύγω από τη ζωή, θέλω αυτό τον χώρο να μην τον πουλήσετε. Κάντε τον ό,τι θέλετε εσύ και η αδερφή σου, αλλά μην τον δώσετε σε ξένο.
Τα λόγια δεν προσπέρασαν τον έφηβο Σάκη. Ναι, σπούδασε, τελείωσε Γυμναστική Ακαδημία, αλλά ο διορισμός δεν ήρθε ποτέ. Ούτε η δουλειά σε γυμναστήριο ή ιδιωτικό σχολείο. Το κρεοπωλείο ρήμαζε και τότε αποφάσισε με την αδερφή του να του δώσουν ξανά ζωή. Η Μαρία εργαζόταν σε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία, σε υψηλή θέση. Του δάνεισε χρήματα για να ξαναφτιάξει το μαγαζί. Τον βοήθησε να πάρει και δάνειο και… ιδού το «Αθλητικά είδη ο Σάκης». Μια μέρα πριν κάνει τα εγκαίνια, πήρε τον μπαλτά του θείου του. Τον κράτησε γιατί δεν είχε άλλη εικόνα απ’ αυτόν. Ακόμη και τον πατέρα του με αυτό το εργαλείο τον θυμόταν περισσότερο. Ανέβαινε ο μπαλτάς, έκοβε ο μπαλτάς. Ε, τον φύλαξε και του έδωσε τη θέση του στο δικό του μαγαζί. Στην αρχή δεν τον είχε σε περίοπτη θέση, αλλά κάπου που τον έβλεπε μόνο αυτός. Όταν αποφάσισε να τον βάλει στη γυάλινη προθήκη, τότε άρχισαν οι ερωτήσεις, τα «πώς» και «γιατί». Ήταν ευκαιρία να πιάσει κουβέντα με νέους και παλιούς πελάτες, ήταν ευκαιρία να αλαφρώσει η ψυχή του, μαζί και του συγχωρεμένου του θείου του, του πατέρα του.
Επιστροφή στα εγκαίνια του μαγαζιού. Ο καύσωνας εκείνης της χρονιάς δεν αστειευόταν. Ούτε και η διάθεση όσων βρέθηκαν στη μικρή γιορτή του Σάκη. Οι ανεμιστήρες έκαναν ό,τι μπορούσαν και οι καλεσμένοι των εγκαινίων διασκέδαζαν και εύχονταν από την καρδιά τους στον φίλο, γείτονα, γνωστό τους. Βράδιασε. Οι φωνές, οι καρδιακές κουβέντες και η καλή διάθεση, όλα μαζεύτηκαν και κλείστηκαν στους τέσσερις τοίχους. Ο νέος επιχειρηματίας, κάποιος τον αποκάλεσε έτσι και του άρεσε, τακτοποίησε, κλείδωσε και ετοιμάστηκε για το σπίτι. Στη διαδρομή, περνώντας από τον κάδο σκουπιδιών είδε κάτι που έμοιαζε με πεπόνι. Κατάλαβε ότι δεν ήταν τέτοιο, αλλά το φως της λάμπας ήταν αδύναμο και θόλωνε την ταυτότητα του αντικειμένου. Πλησίασε και είδε την μπάλα ράγκμπι. Ήξερε το σχήμα της, είχε δει στιγμιότυπα στην τηλεόραση, τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής, κάτι διαφημίσεις σε αθλητικά περιοδικά… Δεν περίμενε να βρει αυτή την μπάλα στην Ελλάδα. Ποιος ασχολείται με αυτό το άθλημα εδώ, σκέφτηκε. Δίπλα από το… πεπόνι ήταν το κουτί της. Μέσα είχε ξεμείνει η ευχητήρια κάρτα. Έσκυψε προσεκτικά, σήκωσε το πλαστικό περίβλημα και πήρε στα χέρια του το γραμμένο μήνυμα. Χρόνια πολλά μικρέ! Τυπική ευχή. Πριν πετάξει το κουτί πίσω στα σκουπίδια, η κάρτα έπεσε από την ανάποδη πλευρά. Κάτι ήταν γραμμένο. Διάβασε ξανά: Αυτό δεν είναι το δώρο μου, θείε! Δεν χρειάστηκε κάτι άλλο. Καθάρισε όπως μπορούσε την μπάλα, την πήγε σπίτι, την έπλυνε και πριν κοιμηθεί της απευθύνθηκε με όση τρυφερότητα είχε: είσαι το δικό μου δώρο!