Η πρώτη κλωτσιά στην μπάλα
Ήξεραν ότι είναι ακριβές οι ξαπλώστρες και πώς θα έχει κόσμο εκείνη τη μέρα η παραλία. Κυριακή, θερμοκρασία στους 38-39 βαθμούς και οι θερινές άδειες δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη. Η βουτιά δροσιστική και μόλις βγήκαν, αξιοποιήσαν τις δυο ξαπλώστρες. Δυο στη μία και δύο στη άλλη. Παράγγειλαν και καφέ και ξεκίνησαν την κουβέντα. Πολιτική, διεθνή γεγονότα, κοινωνικές ειδήσεις, χαβαλές… Οι ομπρέλες πρόσφεραν σκιά και την ψευδαίσθηση πως όλα αντέχονται. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και οι αχτίνες του χτύπαγαν ανελέητα, κορμιά και αντικείμενα. Στο διάδρομο που χώριζε τα «έπιπλα παραλίας» (sic), έτσι τα είχε πει κάποτε ένας πρώην φίλος, πέρασε πιτσιρικάς με κοντομάνικη φανέλα και μια μπάλα στα χέρια. Ασυναίσθητα οι τέσσερίς τους κοιτάχτηκαν. Αυθόρμητα βγήκε η φράση-απορία: «Ρε σεις, ποια ήταν η πρώτη μπάλα που κλωτσήσατε; Και δεν μιλάω γι’ αυτές που ήμασταν μωρά. Λέω για τις πρώτες κανονικές, τις αληθινά ποδοσφαιρικές». Η επιστροφή στο παρελθόν δεν ήταν τόσο δύσκολη. Οι τρεις συμφώνησαν και είπαν την ίδια, «αυτή την άσπρη με τα εξάγωνα, που από την πολλή χρήση ξέφτιζε και έβγαζε ένα χρώμα γκρι στις ραφές». Ο Διονύσης δεν μίλησε. Σκεπτόταν ακόμη; Φαινόταν κάπως αμήχανος. «Ρε Διονυσάκο, εσύ δεν μας είπες». Όταν τους είπε, όλοι είχαν την ίδια αντίδραση-έκπληξη: «Μπάλα από ψιλικατζίδικο; Σοβαρά; Και πώς έγινε αυτό ρε φίλε;». Η παρέα περίμενε τις απαντήσεις.
Το ψιλικατζίδικο του κυρίου Γιάννη είχε τα πάντα. Από κει ψώνιζαν μικροί και μεγάλοι. Οι πρώτοι αγόραζαν λιχουδιές και παιχνίδια και οι δεύτεροι γάλα ή τρόφιμα, αν τους έλειπε κάτι και είχαν ξεχάσει να το πάρουν από το σούπερ μάρκετ, τσιγάρα, εφημερίδες…Η τρίτη δημοτικού ξεκινούσε σε λίγες μέρες και ο μικρός Διονύσης δεν σταματούσε να τρώει παγωτά. Έξω από το μαγαζί κρέμονταν από έναν γάντζο, μέσα σε δίχτυ, διάφορες πλαστικές μπάλες. Φτηνές απομιμήσεις των δερμάτινων, αυτών που έβλεπε στο κατάστημα αθλητικών ειδών και στην τηλεόραση. Ο εννιάχρονος Διονύσης, βέβαια, δεν είχε ακόμη παθιαστεί με το ποδόσφαιρο. Όταν παρακολουθούσε ο μπαμπάς του την «Αθλητική Κυριακή» του έκαναν εντύπωση τα χρώματα, η μουσική της εκπομπής και ο τρόπος που μεταδιδόταν η εικόνα. Στη γειτονιά του δεν είχε παιδιά της ηλικίας του. Τα περισσότερα έμεναν λίγο πιο μακριά και δεν μπορούσε να τα συναντήσει χωρίς συνοδεία. Στα λίγα παιχνίδια που είχε δει τον κέρδιζε περισσότερο το πάθος του πατέρα του, η έξαψη για την ομάδα του… Όσον αφορά το σχολείο δεν του άρεσε ο τρόπος που έπαιζαν τα υπόλοιπα παιδιά. Ναι, ήθελε να ανακατευτεί μαζί τους σε αυτό το πολύχρωμου μπουλούκι, όμως αυτή η αναρχία τον απωθούσε. Έτσι, καθόταν στην άκρη και έπαιρνε το περιοδικό κόμικ που κουβαλούσε μαζί του. Ώσπου ένα βράδυ ήρθε ο πατέρας του σπίτι και κρατούσε τον γάντζο με τις μπάλες! Ο κύριος Γιάννης είχε κλείσει το ψιλικατζίδικο και τις είχε ξεχάσει έξω. Κάτι έλαμψε στα μάτια του Διονύση.
Και τι έγινε μετά; Πήρες μια μπάλα και άρχισες να την κλωτσάς, διέκοψε την αφήγηση ο φίλος του. Η απάντηση ήταν αρνητική. Μία από τις μπάλες, η πιο απλή, είχε χρώμα ασπρόμαυρο και τα μοτίβα της ήταν αυτά που έβλεπε σε αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες στους ευρωπαϊκούς αγώνες. Πάνω της ήταν γραμμένο, χοντροκομμένα ήταν η αλήθεια, με κόκκινα γράμμα η λέξη Παιχταράς! Η λέξη αυτή είχε εντυπωθεί στο μυαλό του καθώς ο πατέρας του τη φώναζε συχνά όταν έβλεπε αγώνες. Τις περισσότερες φορές το έλεγε για έναν κοντό, γρήγορο παίκτη που φορούσε πράσινα. Ήθελε να πάρει την μπάλα και να πάει με αυτήν στο σχολείο. Δεν θα το επέτρεπε όμως ο πατέρας του. Πριν πέσουν για ύπνο άκουσε Διονυσάκο, αύριο πριν πάμε στο σχολείο θα περάσουμε από τον κύριο Γιάννη να του αφήσουμε τον γάντζο. Συμφώνησε. Την άλλη μέρα ο κύριος Γιάννης τους υποδέχτηκε όλο χαρά και ανακούφιση. Νόμιζε ότι του είχαν κλέψει τις μπάλες και είχε στεναχωρηθεί. Για να ευχαριστήσει τον μπαμπά του Διονύση του είπε: Διάλεξε όποια θες και δώσε την στον μικρό. Πριν προλάβει να αποφασίσει, ο εννιάχρονο Διονύσης έβαλε το χέρι μέσα και πήρε τον… Παιχταρά. Και κάπως έτσι έμαθαν οι φίλοι του γιατί η πρώτη του σοβαρή κλωτσιά σε μπάλα ήταν από ψιλικατζίδικο. Στην επιστροφή ο Διονύσης χαμογελούσε για όσα μοιράστηκαν και για τη λέξη Παιχταράς στη φανέλα του πιτσιρικά που πέρασε μπροστά τους στην παραλία. Κανείς δεν είχε δώσει σημασία…