Αξέχαστες σκηνές: Εδώ, η νύχτα έμεινε νύχτα (vid)

Αξέχαστες σκηνές: Εδώ, η νύχτα έμεινε νύχτα (vid)
Το Gazzetta θυμίζει στους παλαιότερους και μαθαίνει στους νεότερους μεγάλες κινηματογραφικές σκηνές. Σήμερα το ξέσπασμα του Νίκου Κοεμτζή.

Η σκηνή αυτή έρχεται από μακριά. Κομμάτι αρχαία τραγωδίας που αποκόπηκε και έμεινε μετέωρο στον χρόνο και στον χώρο. Και οι αιώνες περάσαν και οι Παρθενώνες άντεξαν, τα αγάλματα χτυπήθηκαν από την οργή τους και οι άνθρωποι στεφάνωσαν ποιητές, φιλοσόφους, πολιτικούς, αγύρτες, δωσίλογους, ήρωες και ήσυχους ανθρώπους. Απ’ αυτή τη σκηνή έμεινε μόνο ο Χορός, η μία φωνή, η μοναδική, αυτή της Κατερίνας. Της Γώγου. Κάπου ακούστηκε και ο ψίθυρος του α ρε σύντροφε! Ο λόγος, λοιπόν, «ταξίδεψε» και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο έφτασε στην άχρονη κραυγή της απελπισίας, της καταπίεσης, της φονικής τρέλας. Μέσα από πλαστικά, νέον, φώτα, πολύχρωμα μπουκάλια, τσιφτετέλια σε τραπέζια, πατώντας πάνω σε τσαλακωμένα, βρωμερά, γαρίφαλα και σκουπίζοντας τη μάσκαρα που τρέχει, εκεί «ακούμπησε» το αρχαίο πνεύμα και στην αντανάκλαση της λάμας είδε το εγκαταλειμμένο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Η φωνή που σάρωσε το λαϊκό μαγαζί δεν βγήκε από στόμα ηρωικό, μα πένθιμο. Εδώ δεν θα ακούσετε αέρα (!) ούτε θα δείτε τη γροθιά υψωμένη. Εδώ, στη σκηνή αυτή, θα δείτε την κόψη του μαχαιριού και την αιώνια «Παραγγελιά» που σώζει και κόβει σε χίλια κομμάτια. Στη σκηνή αυτή, η νύχτα μένει νύχτα.

Το πρόσωπο του τέρατος


Η «Παραγγελιά» λοιπόν. Ο Παύλος Τάσιος έγραψε για το πρόσωπο του τέρατος. Αποτύπωσε το πρόσωπο του τέρατος. Φώτισε τις αιτίες δημιουργίας του και κράτησε την απαραίτητη απόσταση. Η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, ο οποίος δολοφόνησε τρεις ανθρώπους τον Φεβρουάριου του 1973, μέσα από τον κινηματογραφικό φακό και μέσα από το βλέμμα της κοινωνίας που έκανε πως δεν βλέπει. Η πίεση της επιβίωσης, η καταπίεση της εξουσίας και η εγκατάλειψη από θεσμούς και ανθρώπους έκαναν τα λάθη του Κοεμτζή προέκταση του μαχαιριού του. Η Ελλάδα εξακολουθεί να ασφυκτιά κάτω από τη σιδερένια μπότα του χουντικού καθεστώτος και όσοι τιμωρήθηκαν στο παρελθόν πρέπει να τιμωρούνται για πάντα. Ο Κοεμτζής δεν έχει από πού να πιαστεί και πασχίζει να κάνει την αγκαλιά του αδερφού του γερό στήριγμα. Δεν τα καταφέρνει γιατί τον έχει στιγματίσει η ενοχή και το βάρος του αποσυναγώγου. Και μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, φτηνές διασκεδάσεις και διαλυμένες προοπτικές, το μυαλό θολώνει και η λεπίδα παίρνει ανάσα και σκοτώνει. Η ουσία της υπόθεσης «Κοεμτζή» είναι εδώ και τα ποιήματα της Γώγου βοηθούν να «σκάψει» η κάμερα βαθιά μες την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή τη σκηνή είναι ο αντίλαλος της βίας που δεν ήθελε να αφήσει το σώμα της κοινωνίας και τα σώματα, τα μυαλά, των ανθρώπων.

Η οργή, η κραυγή, η συμπλοκή


Ο Τάσιος μας βάζει μέσα στο νυχτερινό κέντρο, στο χώρο λαϊκής διασκέδασης. Η ατμόσφαιρα αυτή που πρέπει. Θολή, πνιγηρή, μεθυστική. Η κάμερα θα ξεκινήσει εστιάζοντας πρώτα στο πρόσωπο του αδελφού Κοεμτζή και μετά στον ίδιο. Ο διάλογος είναι απλός και ξεκάθαρος: θα χορέψεις για μένα; Παραγγελιά, για μας! Ο μικρός αδερφός συμφωνεί. Δηλώνει πως μετά, φεύγουμε. Σηκώνεται και πάει στον τραγουδιστή. Δίνει την παραγγελιά και περιμένει. Έρχεται η σειρά του και ξεκινάει. Τότε, δύο αστυνομικοί με πολιτικά σηκώνονται και στην ουσία ακυρώνουν την παραγγελιά. Ο αδερφός του Κοεμτζή αντιδρά, τον χτυπάνε, τον εγκλωβίζουν και τότε έρχεται το ξέσπασμα. Ο Τάσιος αποδίδει εύστοχα την κίνηση των ανθρώπων και τη διάταξη αυτών μέσα στο μαγαζί. Τη στιγμή που μπαίνει η απαγγελία της Γώγου, επιβραδύνει τον ρυθμό και είναι η φωνή, οι στίχοι, που προχωρούν τη δράση. Από τα ποιητικά λόγια της Γώγου αναδεικνύεται το ιερό και το όσιο του ανθρώπου. Όταν αυτός φτάνει στα όρια του, τότε η προσευχή θα γίνει οργή και απελπισμένη κραυγή. Όταν τελειώσει η απαγγελία, η εικόνα αποκτά τον κανονικό της ρυθμό και επιταχύνει τη στιγμή της συμπλοκής. Όλα, όμως, μένουν καθαρά και αληθινά μπροστά στον φακό του Τάσιου. Η σκηνή δεν πρόκειται να ξεχαστεί.