Κομματόσκυλα που κατατρώτε την Ελλάδα

Κομματόσκυλα που κατατρώτε την Ελλάδα
Όσο κι αν παλεύουμε καθημερινά να τα αποφεύγουμε, όσο κι αν δε θέλουμε καμιά σχέση με τα λοβοτομημένα κατοικίδια των παρατάξεων, τα κομματόσκυλα θα είναι πάντα εδώ να κατατρώνε τούτη την έρμη χώρα. Γράφει ο Χρήστος Κιούσης.

Πάνω από κάθε κουφάρι πετάνε τα όρνια, πάνω από δεκάδες νεκρούς ξεκινά το λυσσαλέο αλληλοφάγωμα των δεξιών κι αριστερών κομματόσκυλων, μόνο που τα δεξιά κι αριστερά διακριτικά τους είναι απλά κατ’ επίφαση διαφορετικά. Στην πραγματικότητα μιλάμε για τους ίδιους υπανθρώπους, που συμψηφίζουν δυστυχήματα και νεκρούς, για τα ίδια κτήνη που είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε στην καθημερινότητά μας, στα σπίτια μας, στις δουλειές μας, παντού.

Εκτός από τα κομματόσκυλα σε έμμισθη και διατεταγμένη υπηρεσία, αυτούς που ξεπατώνουν το κλισέ «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», υπάρχουν και τα φανατισμένα ζόμπι των κομμάτων, υπάρχουν και όσοι ποθούν να κάνουν δουλίτσα με την εξουσία, τη γλύφουν και τη φιλάνε αλλά ακόμα κι αυτή τους έχει προς το παρόν χεσμένους.

Βρισκόμαστε στο Μάρτιο του 2023 με συγκεκριμένη Κυβέρνηση και συγκεκριμένο Πρωθυπουργό και δεκάδες άνθρωποι τραγικά χάνονται, επειδή επέλεξαν να ταξιδέψουν με τρένο, «στην Ελλάδα που ηγείται στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση». Κι όταν ασκείς κριτική, όταν εκφράζεις αγανάκτηση, όταν διατυπώνεις ερωτήσεις, δεν αργούν οι κόπροι να απαντήσουν/σχολιάσουν «πόσο Συριζαίος είσαι», «ναι αλλά ο δικός σου ο Τσίπρας», «ναι αλλά οι δικοί σας νεκροί στο Μάτι», «ναι αλλά ο δικός μας Υπουργός παραιτήθηκε».

Λες και μπορεί νοήμων άνθρωπος να ξεχάσει τους 100+ νεκρούς σε οικισμό δίπλα στην πρωτεύουσα, λες και μπορεί να μη φρίττει μπροστά σε όσα αποκαλύπτονται στη Δίκη που τώρα λαμβάνει χώρα, λες και δεν ξέρουμε και τις εκεί διαχρονικές ευθύνες, πριν και μετά τη γελοία επικοινωνιακή διαχείριση του Τσίπρα και του επιτελείου του. Λες και δεν ξέρουμε, τι έλαβαν ως ποινή ή ως επιβράβευση οι επιχειρησιακοί υπεύθυνοι εκείνης της τραγωδίας, νομίζουν τα κομματόσκυλα, ότι ενημερωνόμαστε μόνο από τα ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ. Για το έγκλημα του 2018 θα μιλάμε στο εξής ξεχωριστά από το έγκλημα του 2023. Όχι συμψηφίζοντας, όχι απαλείφοντας με το ένα το άλλο.

 

Μια που αναφέρθηκα στο κανάλι – πεδίο βολής των δεξιών κομματόσκυλων, εκεί που κάθε δυστύχημα είναι μια θυσία προς την πρόοδο των δρόμων και των σιδηροδρόμων, που βρίσκονται η αγαπημένη ΕΣΗΕΑ και το λατρεμένο ΕΣΡ, που τόλμησε μάλιστα να ζητήσει με ανακοίνωση από τα κανάλια, «την δέουσα εποπτεία κατά την παρουσίαση της τρέχουσας τραγικής συγκυρίας, ώστε να αποφευχθεί η συμβολή των ΜΜΕ στην πρόκληση περαιτέρω πανικού στο κοινό (και ιδίως στους ανηλίκους) και περαιτέρω οδύνης στους παθόντες και στους πενθούντες.»

Αλίμονο για ποιο πανικό μιλάτε; Επειδή χάθηκαν 57 άνθρωποι, οι περισσότεροι νέοι και νέες και νοσηλεύονται άλλοι 47; Οι παθόντες και οι πενθούντες λοιπόν δεν πρέπει να βιώσουν περαιτέρω οδύνη, λες και υπάρχει περαιτέρω σε αυτό το χρονικό σημείο. Ασέβεια και σκύλευση νεκρών δεν πρέπει να βιώσουν από «δημοσιογράφους» και κομματικά φερέφωνα κι όμως τη βιώνουν, μια που τα συγκεκριμένα εκπαιδευμένα αλλά αμόρφωτα κομματόσκυλα μπορούν ελεύθερα να προσβάλουν και να διατυπώνουν ύβρεις. Προστατεύουν βλέπετε το δημόσιο λόγο τους πολλοί περισσότεροι κρατικοί αστυνομικοί από τον έναν και μοναδικό Σταθμάρχη της Λάρισας, στον οποίο επιτράπηκε να εγκληματήσει.

Τα φερέφωνα όμως είναι μια όψη της πραγματικότητας, σήμερα στα μικρόφωνα, αύριο στα έδρανα, μεθαύριο στα Υπουργεία, φορείς και προστάτες της μίζας και της ρεμούλας. Τα καθημερινά κομματόσκυλα είναι που θέλουν κυνήγι, έξω από τα σπίτια μας, έξω από τη δουλειά μας, μακριά κι όχι αγαπημένοι. Τους αναγνωρίζουμε εύκολα από το υφάκι, την ειρωνεία και τα επιχειρήματα. Τους μιλάς για το σήμερα, τους ρωτάς για το αύριο και σου απαντούν κάτι εμφυλιακές μαλακίες με όρους του 1950 και του 1960. Για γουναράδικα, για πηγάδες, για γεγονότα και πρόσωπα επιμελώς κρυμμένα από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Θα πρέπει νομίζετε, να ανεχτούμε τον κάθε κάφρο να αναφωνεί, «που είσαι ρε Παπαδόπουλε;» και τον απέναντι κάφρο να αναπολεί, «που είσαι ρε Κουφοντίνα;»

Καμιά ανοχή στα κομματόσκυλα που ξεκινούν την πρότασή τους με το «ναι αλλά…», καμιά συναναστροφή μαζί τους. Ούτε ξαδέρφια, ούτε κουμπάροι, ούτε συνάδελφοι, ούτε παιδικοί φίλοι. Στα κομμάτια κι αυτοί κι η Ελλάδα που φτιάξανε και θέλουν να συντηρήσουν. Καμιά περηφάνεια για την κοινή καταγωγή, για την κοινή γλώσσα. Περηφάνεια μόνο αν καταφέρω να είμαι διαφορετικός, διπλή περηφάνεια αν καταφέρω να οδηγήσω τα παιδιά μου μακριά, γεωγραφικά και πολιτισμικά.

Ρωτάνε τα κεκαλυμμένα κομματόσκυλα, «και ποιος θα φτιάξει αυτή τη χώρα; Ποιός θα εργαστεί για αυτό, αν φύγουν οι νέοι;» Ξέρω ‘γω ρε κοπρίτες, μήπως εσείς που τα κάνατε όλα ίσιωμα; Αφού χορτάσατε δημόσιο χρήμα και γίνατε εξπέρ στην υπόγεια συναλλαγή, τώρα σας έπιασε ο πόνος για επανόρθωση; Και πρέπει να αφιερώσουν τα παιδιά μου τη μια και μοναδική ζωή που ήρθαν να ζήσουν, είτε για να συναλλάσσονται μαζί σας, είτε για να τρακάρουν στους τοίχους που εσείς χτίσατε, προσπαθώντας να διαπεράσουν το οικοδόμημα της αναξιοκρατίας και της κομματικής σαπίλας;

Πρέπει να έχω ακούσει άπειρες φορές τις τελευταίες μέρες το, «μακάρι να μας κυβερνούσαν οι ξένοι» με κάθε μορφή επίκλησης. Από το να ήμασταν καλύτερα προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων, 51ο αστέρι στην αμερικάνικη σημαία, αποικία της ευρωπαϊκής ένωσης ή να φέρναμε ξένους διαχειριστές. Ξέρετε κάτι; Το δοκιμάσαμε κι αυτό και αποτύχαμε! Κοιτάξτε γύρω σας, ποιοι μας απέμειναν ως Κυβερνήτες κι Υποψήφιοι Κυβερνήτες. Στη χώρα των λωτοφάγων και της θεσμοθετημένης ατιμωρησίας τι ελπίδα να έχεις;

Σε αντίθεση με τα διατεταγμένα ή φανατισμένα σχόλια των κομματόσκυλων, απολιτίκ δεν υπήρξα ποτέ. Από το 1985 και τα δέκα μου χρόνια είχα την πετριά να διαβάζω και να ρωτάω για την πολιτική. Ισαποστασάκιας μεταξύ δεξιών κι αριστερών κομματόσκυλων, ναι να το δεχτώ με χαρά, ως έπαινο. Σας σιχαίνομαι εξίσου. Εσχάτως σιχαίνομαι περισσότερο, αυτούς που διαχρονικά ψήφιζα. Έψαχνα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση για τη Βουλή, για το Ευρωκοινοβούλιο, για το Δήμο, για την Περιφέρεια τους ικανούς, τους άξιους ανεξαρτήτως παράταξης. Ψήφιζα για να τους στηρίξω προσωπικά, όπου υπήρχαν. Αλλά πόσο να τους συγχωρήσω πια, ότι επιβιώνουν και συναγελάζονται τα κομματόσκυλα και τους κόπρους; Πόσο άξιοι κι αθώοι να είναι, αν είναι εκεί;

Για παράδειγμα. Ποιόν άξιο ακούσατε να κυνηγάει την υπόθεση του ΟΣΕ, να βγαίνει και να φωνάζει, «μη βάζετε τα παιδιά σας, τους φοιτητές στο τρένο, θα σκοτωθούν» ; Ποιος άξιος θα παρακολουθήσει και θα εκθέσει την ευθύνη των πάντων από τη στιγμή της εγκληματικής αμέλειας, μέχρι την εγκληματική ατιμωρησία; Ποιος άξιος θα αρνηθεί να συμμετέχει σε ψηφοδέλτια, που συμπεριλαμβάνουν τους εγκληματικά αμελείς ενόχους;

Ακόμα κι αν η επαγγελματική μας δραστηριότητα καταφέρνουμε, να μην περνάει από τους νεοελληνικούς διαδρόμους της αγοράς, ακόμα κι αν «κρυφτούμε» από τα νεοελληνικά ραντάρ για μόρφωση, για εργασία, για επιστημονική έρευνα ή ό, τι άλλο, πόσο ασφαλείς μπορούμε να αισθανόμαστε κάνοντας τα πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας; Οδηγώντας σε ένα δημόσιο οδικό δίκτυο ή επιβαίνοντας σε Μαζικά Μέσα Μεταφοράς χωρίς να κινδυνεύουμε να είμαστε η επόμενη «απαραίτητη θυσία» για την πρόοδο της χώρας που κατατρώνε τα κομματόσκυλα;

Υ.Γ. Η γραφιστική δημιουργία του κειμένου των Beetroot design group δυστυχώς περιγράφει με τραγική ακρίβεια την ελληνική πραγματικότητα..

@Photo credits: Beetroot design group
Χρήστος Κιούσης
Χρήστος Κιούσης

Ο Χρήστος Κιούσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη από το 1997. Σπούδασε Κινηματογράφο και Τηλεόραση στη Σχολή Σταυράκου και digital marketing. Mιλάει Αγγλικά κάθε μέρα, Γερμανικά όποτε τα θυμηθεί και Ιταλικά στις διακοπές κυρίως αν χρειαστεί να παραγγείλει φαγητό στην Ιταλία. Εργάζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές από το 1994. Συμπαρουσιάζει τη σατιρική εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα» στον ΑΝΤ1 και το "Βινύλιο" στο ίδιο κανάλι.

Είναι φίλαθλος από μικρός και πατέρας τριών υπέροχων παιδιών. Έχει παίξει μπάσκετ ως νέος με επιεικώς μέτριες επιδόσεις και τένις ως μεσήλικας με ακόμα πιο φτωχά αποτελέσματα. Του αρέσουν το γράψιμο, οι συνεντεύξεις, το ραδιόφωνο, η παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου και τα ταξίδια κι ελπίζει μια μέρα, να μπορέσει να τα συνδυάσει όλα επαγγελματικά.