Πτήση… 2013!
Κινσάσα, 1981!
Ο τόπος του, η πατρίδα του και το σπίτι που μεγάλωσε ίσως έχουν παίξει τον μικρότερο ρόλο στη ζωή του. Ο Αρίζα Μακουκούλα γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1981 στην πρωτεύουσα του Ζαΐρ, ωστόσο μόνο μερικά καλοκαίρια που επιστρέφει να δει συγγενείς και ένα φεγγάρι που φαινόταν πως θα χριστεί διεθνής με την Εθνική του Κονγκό υπάρχουν για να του θυμίζουν τη σχέση του με την αφρικανική χώρα. Παράλληλα, φυσικά, με τη γαλλική γλώσσα που μιλάει άπταιστα, όπως και τα πορτογαλικά.
Το Κονγκό έμοιαζε προορισμός του το 2005 κι ενώ η καριέρα του βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη καμπή ανάκαμψης. Κλήθηκε από την Εθνική ομάδα της χώρας του και δήλωνε πως «θέλω να εκπροσωπήσω την πατρίδα μου», παρά το γεγονός ότι μέχρι τα 21 του αγωνιζόταν με τις μικρές Εθνικές της Πορτογαλίας. Κάποια δημοσιεύματα της εποχής, ήθελαν τον Αρίζα να δέχεται απειλές τόσο για τη ζωή του, όσο και εκείνη της οικογένειάς του σε περίπτωση που αρνούταν την πρόσκληση. Τη λύση, τελικά, έδωσε ο ισχύων τότε κανονισμός της FIFA, που απαγόρευσε στους ποδοσφαιριστές να αλλάξουν Εθνική ομάδα. Ο Μακουκούλα δεν ενσωματώθηκε ποτέ στο Κονγκό, δεν έπαιξε ποτέ κόντρα στο Καμερούν – αγώνα για τον οποίο είχε κληθεί – και στην πορεία μάλλον δεν θα το μετάνιωνε.
Σετουμπάλ, 1989!
Ο Αρίζα δεν καταλάβαινε πολλά όταν η ζωή του και η μοίρα του θα άλλαζαν. Σε ηλικία που ακόμα αρχίσει και διαμορφώνεται η μνήμη του, η οικογένειά του θα μετακόμιζε. Ο Κουγιανγκάνα Μακουκούλα ήταν εκείνος που είχε ξεκινήσει την ποδοσφαιρική παράδοση της οικογένειας και το ταλέντο του ήταν αρκετό για να του προσφέρει την ευρωπαϊκή εμπειρία. Όπως πιστεύει, μάλιστα, ο πατέρας του Αρίζα ήταν τέτοιο που μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα, αλλά τα σημεία των καιρών ήταν εκείνα που τον εμπόδισαν.
«Ο περιορισμός των ξένων κατέστρεψε την καριέρα μου και μου έκοψε το δρόμο για ένα μεγαλύτερο σύλλογο», έχει δηλώσει, ωστόσο στην Πορτογαλία θα κάνει μια αξιοπρεπή πορεία αγωνιζόμενος ως εξτρέμ σε μικρομεσαίες ομάδες τύπου Βιτόρια Σετουμπάλ, Λεϊσόες κλπ., ενώ ήταν διεθνής με την Εθνική Κονγκό. «Έχουμε εντελώς διαφορετικό στυλ παιχνιδιού. Με το ύψος που έχει ο Αρίζα δε θα μπορούσε ποτέ να παίξει στην ίδια θέση με μένα», θα έλεγε ο πατέρας του.
Ο μικρός θα αρχίζει να ονειρεύεται ένα μέλλον σαν του μπαμπά του ή ακόμα καλύτερα σαν του Ντιέγκο Μαραντόνα, του Μάρκο Φαν Μπάστεν ή ακόμα και του μεταγενέστερου Πάτρικ Κλάιφερτ. Και δεν θα αργήσει η μέρα που θα το ζητήσει από τον μπαμπά του. «Δεν τον επηρέασα καθόλου. Ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο μου στο ποδόσφαιρο και του είπα ότι μπορεί να το κάνει, αρκεί να συνεχίσει να σπουδάζει. Τώρα τον βλέπω να παίζει και είμαι ευτυχισμένος. Είναι ο λόγος που μπορώ να είμαι περήφανος», παραδέχεται ο πρεσβύτερος Μακουκούλα, όμως ο δρόμος για την περηφάνια ήταν σκληρός για τον μόλις 15 χρόνια νεώτερο γιο του.
Σαλαμάνκα, 2000!
Το πρώτο ταξίδι εκτός συνόρων συνοδευόταν με μια μελαγχολία. Λέγεται πως η Σαλαμάνκα είχε μάθει για το ταλέντο που υπάρχει στην Πορτογαλία και κατόρθωσε να τη… φέρει στον δαιμόνιο Πίντο Ντα Κόστα, που περίμενε την 1η Σεπτεμβρίου για να πάρει τζάμπα στην Πόρτο τον Αρίζα Μακουκούλα. Ο Πορτογάλος επιθετικός έφευγε στα 21 του χρόνια για την Ισπανία. Στην πρώτη του απόπειρα αποδείχθηκε άμεσα η απειρία του και δόθηκε δανεικός στην Λεγκάνες για να πάρει παραστάσεις. Μετά από τέσσερα γκολ σε 13 ματς γύρισε στον προορισμό του, όπου σε δύο σεζόν κατόρθωσε να πετύχει 20 γκολ και το όνομά του να αρχίσει να συζητιέται όλο και περισσότερο.
Τόσο ώστε να μεταπηδήσει στη Γαλλία, χάρη στον συμπατριώτη του Κλοντ Μακελελέ, ο οποίος είχε βάλει τη Ναντ να παρακολουθεί το νεαρό Κογκολέζο. «Έμαθα τα πάντα για τον σύλλογο από τον Μακελελέ. Γνωριζόμαστε από τους πατέρες μας που έπαιζαν και οι δύο ποδόσφαιρο», έλεγε τότε ο Αρίζα, όμως μετά από 18 εμφανίσεις και ένα γκολ, ο προορισμός θα ήταν και πάλι η ιβηρική χερσόνησος. Η Ισπανία θα αποδεικνυόταν ο παράδεισος και η κόλασή του.
Οι σταθμοί του ταξιδίου του πολλοί… Βαγιαδολίδ το 2003, Σεβίλλη το 2004, Ταραγόνα το 2007 και ενδιάμεσα πολλές δύσκολες στιγμές. «Δεν ήταν εύκολο, όμως ποτέ δεν το έβαλε κάτω», θυμάται ο πατέρας του Αρίζα. «Πάντα τον συμβούλευα να συνεχίσει να προσπαθεί, να δουλεύει με αυτοθυσία. Σίγουρα, όμως, έχασε πολύτιμο χρόνο στην καριέρα του». Σχεδόν δύο χρόνια. Στις αρχές του 2003 θα έρθει ο πρώτος τραυματισμός, την εποχή που θα αγωνίζεται δανεικός στη Βαγιαδολίδ από την Ναντ. Ρήξη συνδέσμων στο δεξί του γόνατο και ο Γολγοθάς ξεκινούσε.
«Είναι μια χρονιά που θέλω να ξεχάσω. Τραυματίστηκα στην αρχή του έτους, όμως δεν ήταν όλα αρνητικά αυτή τη χρονιά. Η Σεβίλλη με αγόρασε και η κόρη μου γεννήθηκε», έλεγε το καλοκαίρι, αισιόδοξος για την επόμενη σεζόν. Στη Σεβίλλη βρήκε μια ακόμα οικογένεια, διατεθειμένη να τον στηρίξει με κάθε τρόπο στα δύσκολα. Ο πρόεδρος του συλλόγου βάφτισε την κόρη του και όταν αργότερα ήρθε ο δεύτερος συνεχόμενος τραυματισμός, του έκανε επέκταση συμβολαίου. «Ένιωθα ότι θα είμαι τραυματίας σε όλη μου τη ζωή και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να με πείσουν ότι το μόνο που χρειάζεται για να παίξω ξανά είναι υπομονή».
Η υπομονή του ανταμείφθηκε, αφού παρά το πλούσιο ρόστερ η Σεβίλλη τον περίμενε. Έπαιξε για πρώτη φορά ξανά στις 15 Ιανουαρίου του 2005 – τελευταίο του επίσημο ματς ήταν στις 17/1/2004 – και, μάλιστα, ένα μήνα μετά (σ.σ. στις 24/2/2005) ήταν εκείνος που είχε ανοίξει το δρόμο για να αποκλείσει η Σεβίλλη τον Παναθηναϊκό στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ. «Είμαι ευτυχισμένος που γύρισα. Ευχαριστώ το σύλλογο από τα βάθη της καρδιάς μου για την υπομονή που έδειξε και υπόσχομαι ότι θα αποδείξω ότι άξιζα τη μεταγραφή. Η ομάδα δεν ήξερε καν αν θα μπορούσα να παίξω ξανά κι όμως με κράτησε το νούμερο 9 για μένα και είμαι περήφανος που το φοράω».
Το καλοκαίρι του 2005 θα ερχόταν το δεύτερο χτύπημα. Σε φιλικό προετοιμασίας κόντρα στη Μπόλτον, το γόνατό του θα τον προδώσει εκ νέου και θα χάσει ακόμα μια σεζόν. Θα παίξει μόλις 14 λεπτά όλη τη χρονιά και θα φέρει πάλι γούρι στη Σεβίλλη, αφού θα πανηγυρίσει την πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ – το οποίο και θα κατακτήσει νικώντας 4-0 τη Μίντλεσμπρο – απέναντι στη Σάλκε. Τα επινίκια στον τελικό θα σημάνουν το τέλος της καριέρας του με τη Σεβίλλη. Θα ακολουθήσει ένας ακόμα δανεισμός, αυτή τη φορά στην Ταραγόνα, όπου τουλάχιστον θα βρει τον εαυτό του.
«Ένιωσα ξανά ποδοσφαιριστής. Μια μέρα θα παίξεις καλά, μια μέρα όχι, άλλη φορά 90 λεπτά, άλλα 70. Αλλά παίζεις! Πάντα θα ονειρεύομαι να πετύχω στη Σεβίλλη, όμως προέχει να παίζω. Κοίτα, μιλάμε τόση ώρα και δεν υπάρχει ούτε μια ερώτηση για το γόνατό μου», έλεγε ενθουσιασμένος σε συνέντευξή του, ωστόσο δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του.
Λισσαβώνα, 2008!
«Είναι όνειρο για έναν ποδοσφαιριστή να παίζει σε μεγάλες ομάδες. Ο πατέρας μου πρέπει να είναι αυτή τη στιγμή ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Θα παίξω στην σπουδαιότερη πορτογαλική ομάδα. Με τους καλύτερους στον κόσμο. Είναι μια μέρα που αξίζει να ανοίξουμε σαμπάνιες στην οικογένεια». Ο δρόμος για την επιστροφή στην κορυφή πέρασε από το Μαρίτιμο. Μια εξαιρετική σεζόν το 2007-08 τον έφερε στην Μπενφίκα το καλοκαίρι του 2008, αφού το φθινόπωρο τον είχε χρίσει διεθνή στην Εθνική Πορτογαλίας!
«Πραγματικά δεν έχω λόγια να περιγράψω πως αισθάνομαι», έλεγε για την κλήση από τον Λουίς Φελίπε Σκολάρι και πρόσθεσε: «Είναι ένα παιδικό όνειρο που γίνεται πραγματικότητα». Η συνέχεια και πάλι απογοητευτική. Οι Πορτογάλοι τον χαρακτηρίζουν ως μια τεράστια αποτυχία στην Μπενφίκα και μια από τις πιο κατακόρυφες πτώσεις ποδοσφαιριστή στη χώρα. Έφυγε δανεικός για την Μπόλτον, πήγε δανεικός στην Τουρκία μέχρι το 2013 να τον υποδεχτεί και πάλι στο σπίτι του.
«Ευχαριστώ τον πρόεδρο Φερνάντο Ολιβέιρα που κάποτε προσέλαβε τον πατέρα μου και τώρα κάνει το ίδιο με μένα. Γνωρίζω τη Βιτόρια από παιδί κι εδώ νιώθω σαν στο σπίτι μου». Στις αρχές του 2013 γύρισε στην Πορτογαλία με όνειρο να κληθεί εκ νέου στην Εθνική ομάδα. Ένα όνειρο που διατηρεί ζωντανό ενόσω συνεχίζει το ταξίδι του. Κρήτη, 2013...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.