«Και μέχρι εδώ που φτάσαμε, καλά ήταν…»

«Και μέχρι εδώ που φτάσαμε, καλά ήταν…»

Νίκος Παπαδογιάννης Νίκος Παπαδογιάννης
«Και μέχρι εδώ που φτάσαμε, καλά ήταν…»
Ο Νίκος Παπαδογιάννης θυμάται την πιο μεγάλη νύχτα του Γιώργου Πρίντεζη. Ήταν Μάιος του 2012, κάτω από τις γέφυρες του Βοσπόρου.

To όνειρο το είδα μέρα μεσημέρι, μέσα σε ένα μποτιλιαρισμένο λεωφορείο, επιφορτισμένο να μεταφέρει δημοσιογράφους και άλλους χορτάτους τζαμπατζήδες από το ξενοδοχείο-ανάκτορο Συραγάν, όπου είχε μόλις ολοκληρωθεί η επίσημη συνέντευξη τύπου, στο γήπεδο Σινάν Ερντέμ, στην άλλη άκρη της Πόλης.

Όταν συνυπάρχουν στην ίδια φράση οι λέξεις Πόλη, άλλη άκρη και μποτιλιάρισμα, πάει να πει ότι είχαμε χρόνο να αναλύσουμε το φάιναλ-φορ, το ελληνοτουρκικό, τα φαραωνικά σχέδια του Ερντογάν για υποβρύχια γέφυρα στον Βόσπορο και τις επιστημονικές μελέτες για την πιθανότητα φονικού σεισμού στα Δαρδανέλλια. Για αρχή.

«Μάγκες, ελάτε να βάλουμε ένα στοίχημα, για να περάσει και η ώρα», προκάλεσα τους δύο νεαρούς συνεργάτες της Εuroleague, μόλις αντιλήφθηκα ότι οι γκρίζοι κρόταφοί μου με έκαναν να μοιάζω με αυθεντία. Ο ένας ήταν Άγγλος, ο άλλος Αμερικανός, ενώ η αυθεντική αφεντιά μου εκπροσωπούσε τη χώρα που είχε δύο ομάδες στο φάιναλ-φορ.

«Εάν ο Ολυμπιακός προηγηθεί στο πρώτο ημίχρονο του ημιτελικού με τη Μπαρτσελόνα, όχι μόνο θα περάσει στον τελικό, αλλά θα κατακτήσει και το κύπελλο».

 

Το ξεστόμισα χωρίς να το πολυσκεφτώ και καλά καλά δεν πίστευα ούτε στα αυτιά ούτε στο στόμα μου. Ο Ολυμπιακός έμοιαζε με φτωχό συγγενάκι, δίπλα στις τρεις ομαδάρες που διαγκωνίζονταν για το τρόπαιο. Στην αφετηρία βρισκόταν όχι μόνο η πανίσχυρη Μπάρτσα, αλλά και ο πρωταθλητής της προηγούμενης χρονιάς Παναθηναϊκός και η ζάπλουτη ΤΣΣΚΑ που είχε φέρει από την Αμερική μετά από 10 χρόνια το «χταπόδι» Κιριλένκο.

Ο Ολυμπιακός είχε τον Ίβκοβιτς και τον Σπανούλη, αλλά η κάνουλα που τον οδήγησε στον τελικό του 2010 ήταν πια μισόκλειστη. Δεν ξόδευε πλέον πακτωλούς δολαρίων για τους Τσίλντρες, τους Κλέιζα και τους Τεόντοσιτς αυτού του κόσμου, οπότε και μόνη η παρουσία του στη λαμπρή γιορτή έμοιαζε με πυροτέχνημα.

Eίχε, ωστόσο, ένα σπάνιο πλεονέκτημα, που έλειπε από τους αντιπάλους του: τη δίψα της ομάδας που συμπλήρωνε 15 χρόνια μακριά από την κορυφή και που έβλεπε ζηλόφθονα τον προαιώνιο οχτρό της να μπαινοβγαίνει στην αίθουσα του χρόνου με θράσος αφεντικού. Επιπρόσθετα, τον διέκρινε νεανικό σφρίγος και υψηλός δείκτης φυσικής κατάστασης, τη στιγμή που οι άλλες ομάδες παρουσίαζαν σημάδια γήρανσης.

Πίστευα ότι η Μπαρτσελόνα με τους πολλούς 30άρηδες ήταν βολικός παρτενέρ για τον νεανικό Ολυμπιακό, ενώ τα μεγαθήρια Παναθηναϊκός-ΤΣΣΚΑ θα έβγαζαν τα μάτια τους στο άλλο ζευγάρι. Το πρώτο ημίχρονο του πρώτου ημιτελικού το θεώρησα προκαταβολικά ως crash test για τον Ολυμπιακό.

«Αν δεν τον πάρει από νωρίς η κάτω βόλτα, θα κερδίσει», σκέφτηκα, πριν βάλω το στοίχημα με τα καινούρια μου φιλαράκια. «Και στον τελικό θα έχει τη γλυκιά ξενοιασιά του αουτσάιντερ, που παίζει χωρίς να έχει το παραμικρό να χάσει».

«Μan, you called it!», μου υποκλίθηκαν αποσβολωμένοι οι δύο αμέσως μετά τη λήξη του τελικού. «Να τον ακούτε τον σοφό γέροντα», θα απαντούσα, αν δεν είχα χάσει το μυαλό και τη φωνή μου από τους πανηγυρισμούς για το 8ο ελληνικό τρόπαιο.

Φορούσα, θυμάμαι, ένα μπλε μπλουζάκι, που έγραφε: «Greece - Basketball». Αγορασμένο στην Ιαπωνία, από την μπουτίκ του καθαγιασμένου γηπέδου της Σαϊτάμα, λίγο πριν διαρρήξω μαζί με κάτι άλλα ρεμάλια τη βιτρίνα που είχε ως έκθεμα μία φανέλα του Θοδωρή Παπαλουκά.

Ο Ολυμπιακός είχε επιλέξει τον δρόμο της ανανέωσης, οπότε τις βαριές φανέλες φορούσαν 21χρονα με βρεγμένα αυτιά: Παπανικολάου, Σλούκας, Μάντζαρης. Αλιευμένοι από τα αζήτητα του Δεκέμβρη (Ντόρσεϊ, Λο) ή από τις μικρομεσαίες ομάδες της «γηραιάς ηπείρου» (Χάινς, Κέσελι, Άντιτς), οι ξένοι του δεν θα είχαν ούτε ρόλο φροντιστή στα φανταχτερά αποδυτήρια της ΤΣΣΚΑ.

Ο Σπανούλης αναζητούσε απεγνωσμένα τη δικαίωση για την πολύκροτη μετακίνησή του από τη μία όχθη του Ρουβίκωνα στην άλλη, χρεωμένος ήδη με μία πρώτη αποτυχία. Και ο Πρίντεζης ήταν ο Πρίντεζης. Για καλή τύχη όλων, όσων ομνύουν στα ερυθρά λάβαρα.

«Με τον Μάντζαρη και με τον Σλούκα, ρε μαλάκα», ακούστηκε να μονολογεί ο Συρίγος, πιστεύοντας ότι το μικρόφωνό του ήταν κλειστό, σε κάποιο τάιμ-άουτ του τελικού. «Θα το πάρει ο γέρος με τον Μάντζαρη και με τον Σλούκα».

Ο Φίλιππος ήταν ήδη βαριά άρρωστος. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να απουσιάσει από φάιναλ-φορ με δύο ελληνικές ομάδες. Άλλωστε, το μπάσκετ, η δουλειά του και η καλή παρέα του γέμιζαν τα κύτταρα. «Θα μου επιτρέψετε να αποδεσμευτώ, γιατί κουράστηκα», ήταν η τελευταία φράση του από τη μικτή ζώνη. Είχε μόλις πάρει τις επινίκιες δηλώσεις από τους αδελφούς Αγγελόπουλους, τους νέους βασιλιάδες της Ευρώπης.

Εκείνος, όπως και όλοι μας, ένιωθε σαν να επισκέπτης σε μουσείο υπαρκτού σουρεαλισμού. Στα χαρτιά, ο Ολυμπιακός δεν ήταν η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης. Δεν ήταν καν η τέταρτη. Αλλά τα χαρτιά σχίστηκαν σε χίλια κομματάκια και έγιναν κόκκινος χαρτοπόλεμος μετά το 28ο λεπτό ενός τελικού, που όμοιόν του δεν είχε ξαναζήσει η Ευρώπη.

Δεν είναι λίγοι οι πανούργοι Δαυίδ που ξάπλωσαν στο καναβάτσο τον έναν Γολιάθ πίσω από τον άλλο, ωστόσο ουδείς εξ αυτών ανέτρεψε διαφορά 19 πόντων σε 12 λεπτά. «Με τον Μάντζαρη και με τον Σλούκα, ρε μαλάκα». Έναν χρόνο νωρίτερα, ο πρώτος έπαιζε ακόμη στο Περιστέρι και ο δεύτερος, δανεικός, στον Άρη.

«Και με τους τρεις Αμερικανούς άποντους», συμπλήρωσα μελετώντας έκπληκτος το μόνιτορ της στατιστικής. Μέσα στα πολλά απίστευτα του τελικού, σημειώστε και το παρακάτω. Ο Κάιλ Χάινς πέτυχε 0 πόντους, ο Τζόι Ντόρσεϊ επίσης 0, ο Έισι Λο που αγωνίστηκε κουτσαίνοντας επίσης 0. Ο Ίβκοβιτς, ο «γέρος», σκάρωσε το απόλυτο «κόλπο γκρόσο» χωρίς να πάρει έναν, έστω, πόντο, από τα τρία αμερικανάκια του.

Ο Ολυμπιακός κέρδισε τον ημιτελικό με τη Μπαρτσελόνα με διαφορά 4 πόντων (ημίχρονο: 33-29), ενώ ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε από την ΤΣΣΚΑ πάνω στο νήμα, μολονότι στο ξεκίνημα στροβιλιζόταν στο παρκέ σαν δερβίσης και προηγήθηκε με 14 πόντους. Το όνειρο του πρώτου αμιγώς ελληνικού τελικού ματαιώθηκε άδοξα, μαζί με τις ψωροπατριωτικές φαντασιώσεις όσων οραματίζονταν να κουρσέψουμε την Πόλη με Κερκόπορτα το μπάσκετ. Αρκεστήκαμε, τελικά, σε ένα μπαράζ από χουλιγκανίστικα κυνηγητά στο Σουλταναχμέτ, Έλληνες να κυνηγάνε Έλληνες, να μας θωρεί η Αγιά Σοφιά και να αποστρέφει το άγιο βλέμμα της μετά αγίας βδελυγμίας.

Καμία από τις τέσσερις ομάδες δεν κατόρθωσε να φτάσει τους 70 πόντους στους ημιτελικούς. Οι αγώνες θύμιζαν σκάκι, οι άμυνες βγήκαν σε πρώτο πλάνο, το ξύλο έπιπτε ράι θρου, το φάντασμα του Μάλκοβιτς έκανε την εμφάνισή του στα ορεινά και ο «Ντούντα» τσιμογελούσε. Ο Σέρβος καταλάβαινε ότι οι ανταρτοπόλεμοι ευνοούσαν τη συγκριτικά ατάλαντη ομάδα του, αλλά δεν ήταν δα εύκολο, να προκαλέσει δεύτερο βραχυκύκλωμα μέσα σε 50 ώρες, με τα αδιάκριτα μάτια στραμμένα πλέον στο πινακάκι του.

Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν η ΤΣΣΚΑ αυτή που συγκέντρωνε τα βλέμματα θαυμασμού και τα προγνωστικά των ειδημόνων (πλην Λακεδαιμονίων). Η χρυσοποίκιλτη ρώσικη αρμάδα παρέταξε Κιριλένκο, Τεόντοσιτς, Σισκάουσκας, Κρστιτς, Σβεντ, Χριάπα, Λαβρίνοβιτς. Και τους «κόκκινους» Καζλάουσκας, Σφαιρόπουλο στον πάγκο!

Ο Ολυμπιακός τουμπάρισε το ματς μόλις αποφάσισε να παραδώσει τα όπλα. Όταν ο Ίβκοβιτς έστειλε στο παρκέ τη δεύτερη πεντάδα του, η κίνησή του έμοιαζε με άσπρη σημαία. Μέχρι τα μέσα της τρίτης περιόδου, δεν είχε σκοράρει ούτε ένας παίκτης των «ερυθρολεύκων», πλην των Σπανούλη, Άντιτς, Παπανικολάου.

Το καλάθι του Σβεντ έγραψε το 53-34, οι εκπάγλου καλλονής Ρωσίδες καλλονές με τα πανάκριβα ρενάρ καλλωπίζονταν για να τις βρει η απονομή στις ομορφιές τους και η ελληνική εξέδρα είχε λουφάξει, με εξαίρεση τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, που το διασκέδαζαν σαν να ξαναζούσαν στο Τελ Αβίβ.

Απέμεναν 2 λεπτά και 4 δευτερόλεπτα για να ολοκληρωθεί η τρίτη περίοδος. Δεκαεννέα πόντοι και η διαφορά κλάσης να χάσκει. «Και μέχρι εδώ καλά ήταν», μουρμούρισαν οι ρεαλιστές στις κερκίδες. Όλο και κάποιος βιαστικός θα κινήθηκε προς την έξοδο, για να προλάβει το μποτιλιάρισμα και να φτάσει πρώτος στα μπαράκια του Μπέιογλου.

Ο Κώστας Σλούκας πήγε στη γραμμή και έβαλε 1 στις 2 βολές: ο πρώτος του πόντος. Ο Γιώργος Πρίντεζης σκόραρε στον αιφνιδιασμό: το πρώτο του καλάθι. Ο Βαγγέλης Μάντζαρης έκλεισε το δεκάλεπτο με τρίποντο: οι πρώτοι και μοναδικοί πόντοι του. Το ξαπλωμένο στο καναβάτσο κορμί άρχισε ξαφνικά να σαλεύει.

Η τέταρτη περίοδος ξεκίνησε με τρίποντο του Σλούκα και καλάθι του Πρίντεζη. Ο ξεχασμένος Κέσελι θυμήθηκε τα κατορθώματά του με την Εθνική Σερβίας στο ίδιο γήπεδο στο Μουντομπάσκετ του 2010 και μπήκε στο χορό με τρίποντο: οι πρώτοι και μοναδικοί πόντοι του. Οι λιγότερο πεσσιμιστές κοίταξαν το ταμπλό και ξεθάρρεψαν για τα καλά.

Η ΤΣΣΚΑ έψαχνε απεγνωσμένα στις τσέπες της το κλειδί για να ξανανάψει τη μηχανή, αλλά οι αρκούδες δεν έχουν τσέπες. Οι δικοί της εφεδρικοί αποχωρούσαν ντροπιασμένοι, οι βασικοί της επέστρεφαν πανικόβλητοι. Η ψαλίδα είχε κλείσει στο -5 με αυτό το 0-14 και ο χρόνος που απέμενε ήταν άφθονος.

Ο Πρίντεζης έβαλε άλλα δύο καλάθια, αλλά οι Ρώσοι δεν άκουσαν τις προειδοποιητικές βολές. Ο Παπανικολάου, που δεν έχασε ούτε μισό σουτ εντός παιδιάς σε ολόκληρο το φάιναλ-φορ (3/3 δίποντα, 5/5 τρίποντα), απάντησε από τα 6μ75, μετά το προσωρινό «νιετ» του Κιριλένκο. Τρία λεπτά προθεσμίας, τέσσερις πόντοι διαφοράς, με τις δύο ομάδες βαλτωμένες κάτω από τους 60 πόντους. Θα κερδίσει όποιος φάει τα λιγότερα. Σκυλομαχία.

Ο Παπανικολάου έχασε μία βολή: 60-56. Ο Μάντζαρης έκλεψε το πορτοφόλι του Κιριλένκο. Ο Σπανούλης τροφοδότησε τον Πρίντεζη για το 60-58, αλλά η «αρκούδα» εξακολουθούσε να κωφεύει στις νότες του φραγκοσυριανού. Η ΤΣΣΚΑ ξεκίνησε επίθεση στα 1:05 και ο κρυφός ήρωας Μάντζαρης υποχρέωσε τον Τεόντοσιτς σε δύσκολο, άστοχο σουτ από τα 5 μέτρα. Ο Ολυμπιακός είχε την πρώτη ευκαιρία ισοφάρισης, αλλά ο Βοροντσέβιτς σταμάτησε τον Πρίντεζη. Η κλεψύδρα άδειαζε.

Ο Τεόντοσιτς κέρδισε βολές από τον Χάινς στα 19 δευτερόλεπτα, αλλά έβαλε μόνο μία: 61-58. Οι Ρώσοι έκαναν φάουλ για να αποφύγουν το τρίποντο και ο Παπανικολάου ευστόχησε με σταθερό χέρι, ενώ είχε 4/8 βολές στο μέχρι τότε φάιναλ-φορ: 61-60 στα 10 δευτερόλεπτα. Ο Καζλάουσκας έστειλε στο παρκέ τον Σισκάουσκας για την τελευταία επίθεση, με οδηγία να πάρει αυτός τη μπάλα. Ο Σπανούλης του έκανε φάουλ αμέσως με την επαναφορά.

Ξαφνικά, η μπάλα έγινε ασήκωτη και το παγωμένο αίμα του Λιθουανού άρχισε να βράζει. Έξω η πρώτη. Έξω και η δεύτερη! Ο Τεόντοσιτς του 88% και ο Σισκάουσκας του 76%, ένας τέως «κόκκινος» και ένας τέως «πράσινος», συνασπίστηκαν άθελά τους για να στήσουν το σκηνικό του ελληνικού τρόμου. Πλέον, ο Ολυμπιακός χρειαζόταν ένα απλό δίποντο για να ολοκληρώσει το θαύμα της Κωνσταντινούπολης. Και είχε 9.7 δευτερόλεπτα στη διάθεσή του. Τα εννέα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν άλλαξαν τη ζωή του.

Ο Παπανικολάου κατάπιε το ριμπάουντ χωρίς πίεση, αφού οι Ρώσοι έσπευσαν έντρομοι σε μία ασύντακτη υποχώρηση. Ο Σπανούλης παρέλαβε τη μπάλα και βάλθηκε να διαβάζει την άμυνα με μάτι κομπιούτερ που έμοιαζε να λύνει μαθηματικές εξισώσεις. Ο Σβεντ τον πήρε στο κυνήγι και όλοι οι συμπαίκτες του έγιναν γροθιά για να κλείσουν τον διάδρομο προς το καλάθι. Όλοι γνώριζαν σε ποιόν αναλογούσε το τελευταίο σουτ, μολονότι συμπλήρωνε 14 λεπτά χωρίς πόντο.

Ο Σπανούλης ελίχθηκε σαν βδέλλα ανάμεσα σε Σβεντ-Τεόντοσιτς και ο Καζλάουσκας βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που αμέλησε να ρίξει στην πεντάδα έναν αμυντικό γκαρντ. Ο Κιριλένκο είδε την καταστροφή να πλησιάζει και παράτησε τον δικό του παίκτη, για να μπλοκάρει τον ορίζοντα με το τεράστιο κορμί και τις χερούκλες του. Ήταν το μοιραίο λάθος.

Ο Γιώργος Πρίντεζης έμεινε αφρούρητος στο σημείο όπου ο Γιώργος Πρίντεζης απαγορεύεται να μένει αφύλαχτος, τρία μέτρα από το καλάθι και πλάγια αριστερά. Την ίδια στιγμή περίμεναν τη μπάλα ανενόχλητοι, έξω στο τρίποντο, τόσο ο Μάντζαρης όσο και ο Παπανικολάου των 18 πόντων. Ο Σπανούλης βρέθηκε μέσα σε κλοιό πέντε αντιπάλων, αλλά με καθαρή γραμμή πάσας στον ελεύθερο Πρίντεζη και με άλλες δύο εναλλακτικές λύσεις, πέρα από το δικό του σουτ.

Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν τα θυμάμαι σαν φιλμάκι σλόου-μόσιον, με σάουντρακ στριγγλιές. Ο Βασίλης έδωσε την ασίστ της ζωής του, ο Γιώργος πέτυχε το καλάθι της ζωής του, ο Ολυμπιακός γκρέμισε τα τείχη της βασιλεύουσας, η ΤΣΣΚΑ έζησε τον πρώτο από τους πολλούς εφιάλτες της δεκαετίας των 2010’s και το ελληνικό μπάσκετ απέκτησε ένα εμβληματικό ενσταντανέ, που όσα χρόνια και αν περάσουν κάνει τις καρδιές να σκιρτούν.

Όταν η μπάλα αναπαύτηκε στο διχτάκι, το ρολόι σταμάτησε στα 0.7 δευτερόλεπτα. «Δεν τελείωσε! Δεν τελείωσε!» φώναζε ο δράστης, μέσα από τις αγκαλιές των συμπαικτών του. Τυπικά είχε δίκιο, αλλά στην ουσία ο τελικός είχε τελεσιδικήσει. Στα παραμύθια δεν νικάει ποτέ ο δράκος. Ούτε καν η αρκούδα.

Πετάχτηκα από τη θέση μου όπως όλοι, φίλοι και αρκετοί εχθροί, γυρίζοντας την πλάτη στο παρκέ, όπου γινόταν χαλασμός. Η αντανακλαστική μου αντίδραση ήταν να ξεκινήσω ένα οριζόντιο σπριντ στα θεωρεία της τηλεόρασης και να ρουφήξω τις αντιδράσεις των ξένων συναδέλφων, που φυσικά παραληρούσαν πάνω στα τηλεοπτικά μικρόφωνα.

Έδειχναν όλοι εκστασιασμένοι, σαν να είχαν παρακολουθήσει το απαύγασμα του μπάσκετ, το ζωντανό πειστήριο της συναρπαστικότητας του συναρπαστικότερου αθλήματος. Σε όσους με κοιτούσαν με νόημα ή μου έκαναν χάι-φάιβ, έδειχνα με καμάρι το μπλε μπλουζάκι με την ελληνική σημαία. Αισθανόμουν σαν να είχα μόλις παρακολουθήσει έναν θρίαμβο της Εθνικής ομάδας, ίσως επειδή οι πρωτεργάτες της ανατροπής ήταν εκλεκτά μέλη της.

Μία γρήγορη ματιά στο πράσινο κομμάτι της κερκίδας πιστοποίησε αυτό που ήδη υποψιαζόμουν. Ανάμεσα στους πολλούς που βλαστημούσαν και στα μαρμαρωμένα βλέμματα, υπήρχαν και κάμποσοι που χειροκροτούσαν, είτε διακριτικά είτε με την ψυχή τους. Περισσότερο και από θρίαμβος του Ολυμπιακού ή του ελληνικού μπάσκετ, η Κωνσταντινούπολη του 2012 ήταν ένας θρίαμβος του ίδιου του μπάσκετ. Δεν υπήρχε τρόπος να αφήσει ασυγκίνητους τους πραγματικούς φίλους του, όποια και αν ήταν τα χρώματα των πρωταγωνιστών. Ορισμένες φορές, η οπαδική σκασίλα μπορεί να περιμένει.

Η νύχτα μετά τον τελικό μας βρήκε στα ψαροταβερνεία του Κουμ Καπί, μακριά από τη φωτιά και από τα μισοσκότεινα σοκάκια γύρω από την Ιστικλάλ. Σχεδόν όλοι οι Έλληνες οπαδοί θα επέστρεφαν αυθημερόν στην πατρίδα με λεωφορεία, αλλά καλού κακού προτιμήσαμε να μη ρισκάρουμε τα ανεπιθύμητα συναπαντήματα.

Γνωρίζαμε ότι το επινίκιο πάρτι θα γινόταν στο περίφημο κλαμπ «Ρέινα» κάτω από την κατάφωτη γέφυρα του Βοσπόρου, αλλά η ουδετερότητα επέβαλε να κρατήσουμε αποστάσεις. Ο πονοκέφαλος και η ένταση της βραδιάς απαγόρευαν το κλάμπινγκ και το ξεφάντωμα.

Tεσσεράμισυ χρόνια αργότερα, στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν του 2017, το «Ρέινα» αιματοκυλίστηκε από τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα, με 39 νεκρούς και 70 τραυματίες. Ο μακελάρης φορούσε κόκκινη στολή αη-Βασίλη.

* Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου, Τα Ματς Της Ζωής Μας (εκδ. Key Books, 2020).

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Παπαδογιάννης
Νίκος Παπαδογιάννης

Ανέμων, υδάτων και ακραίων καιρικών φαινομένων το ανάγνωσμα. Μπήκατε στο λημέρι του μπάσκετ, αλλά κινδυνεύετε να διαβάσετε ό,τι άλλο βρέξει ο ουρανός. Το πορτοκαλί ένδυμα υποχρεωτικό, το χαμόγελο προαιρετικό. Εδώ δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κρύβουμε λόγια. Αυτές είναι οι αρχές μας. Αν σας αρέσουν, αφήστε τα έγχρωμα γυαλιά στην είσοδο και κοπιάστε. Αν δεν σας αρέσουν, έχουμε κι άλλες.

Μοναδικός απαράβατος κανόνας είναι ότι όλα επιτρέπονται.