Η φλόγα που δεν έσβησε ποτέ
Όταν η Εθνική ξεκινούσε την καλοκαιρινή της περιπέτεια, με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά από τη συσσωρευμένη κόπωση και τις συσσωρευμένες αποτυχίες, έβαλε κάποιους στόχους που ξεπερνούσαν οριακά το σύνορο του ρεαλιστικού.
Να αποκλείσει τις Σλοβενία, Κροατία στο Προολυμπιακό τουρνουά και να επιστρέψει σε Ολυμπιακούς Αγώνες μετά από 16 χρόνια. Να εμφανιστεί ανταγωνιστική στον «Όμιλο του θανάτου» στη Λιλ και να χτυπήσει όλα τα ματς. Να προκριθεί στα προημιτελικά και να πατήσει το χώμα του Παρισιού. Να επιστρέψει στην Αθήνα υπερήφανη και χαμογελαστή. Να μείνει συσπειρωμένη από την αρχή μέχρι το φινάλε. Και για να δανειστώ μία παλαιότερη φράση του Παναγιώτη Γιαννάκη, «στο τέλος να είμαστε όλοι φίλοι».
Προσωπικά, ήμουν δύσπιστος σε όλα τα επίπεδα. Και δεν το αποδίδω στην έμφυτη επιφυλακτικότητα που με δέρνει, αλλά σε γενναίες δόσεις θερινού ρεαλισμού.
Η συμμετοχή του Γιάννη Αντετοκούνμπο έμοιαζε αβέβαιη λόγω τραυματισμού, ο βαθμός ετοιμότητάς του ακόμα περισσότερο. Η προχωρημένη ηλικία δύο (αν όχι τριών) αναντικατάστατων παικτών στερούσε το στοιχείο της φρεσκάδας. Η τοξικότητα πότιζε τα ύφαλα του σκάφους και το έκανε να κλυδωνίζεται ακόμα και όταν τα νερά ήταν ήρεμα.
Στο Φάληρο μας περίμενε ο Ντόντσιτς, στη Λιλ τρεις ομαδάρες. Η έλλειψη ικανών σουτέρ έκανε την ομάδα μονοδιάστατη, ενώ ο πάγκος έμοιαζε άδειος. Πέντε παίκτες που θα ήταν στην τελική δωδεκάδα πήδηξαν από το σκάφος δικαιολογημένα ή λιγότερο δικαιολογημένα. Στον πάγκο καθόταν ένας προπονητής με άσβεστη φωτιά στην ψυχή, αλλά αδοκίμαστος. Τα στοιχήματα και τα αινίγματα ήταν περισσότερα από τα στανταράκια.
Και, όπως συνήθως, δίπλα στην ομάδα στέκονταν οι παντογνώστες των social media (της σχολής «είμαστε ανύπαρκτοι, θα φάμε τρεις 40άρες») πανέτοιμοι να αμφισβητήσουν ακόμα και τα αναμφισβήτητα, για να βγάλουν το άχτι του δύσκολου χειμώνα. Η αβάσταχτη μοναξιά της Εθνικής ομάδας είναι μόνιμος σύντροφός της, από τότε που το μπλε πέρασε στο συλλογικό υποσυνείδητο του Έλληνα «φιλάθλου»: από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κιόλας, όταν από καλομαθημένοι γίναμε κακομαθημένοι.
Τώρα που μετράμε τρεις εβδομάδες από το αλησμόνητο μεσημέρι της νίκης επί των Αυστραλών στη Λιλ, αναμφισβήτητο ζενίθ της «επίσημης αγαπημένης» την τελευταία 15ετία, ζυγίζω τα πεπραγμένα του φετινού καλοκαιριού και βρίσκω ότι η Εθνική πέτυχε σε όλα ανεξαιρέτως τα φετινά πονταρίσματα.
Κέρδισε το Προολυμπιακό τουρνουά χωρίς να κινδυνεύσει καθόλου, ανανεώνοντας παράλληλα την πατροπαράδοτη ερωτική σχέση με το κοινό της. Όχι μόνο επέστρεψε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά ανέμισε και τη σημαία με τη δέουσα υπερηφάνεια, σύσσωμη, από ένα απόλυτα στεγανό και αξιόπλοο βαποράκι στον Σηκουάνα.
Πήγε στη Λιλ, χτύπησε όλα τα ματς, κέρδισε εκείνο που ήταν εκ των ων ουκ άνευ, έχασε τα άλλα δύο στον πόντο ελλείψει σκληραγώγησης, πέρασε στην οχτάδα. Μετέφερε τις εργασίες στο Παρίσι και έκανε αρκετό θόρυβο στον προημιτελικό με τους Γερμαναράδες, ένα ματς που με λίγη τύχη (ή με 1-2 διακριθέντες παραπάνω) θα είχε κερδηθεί και θα μας έστελνε στη ζώνη των μεταλλίων.
Έκρυψε τις αδυναμίες της και έβγαλε στον αφρό τα προτερήματά της, με έμφαση στο πολύτιμο μπάσκετ της ελληνικής σχολής: αυτό που κάνει τον μέτριο να φαίνεται καλύτερος απ’ ότι είναι. Ανέδειξε από τα σπλάχνα της 2-3 καινούριους παίκτες που στο εξής θα είναι αναντικατάστατοι στις δωδεκάδες: Τολιόπουλο, Καλαϊτζάκη, Χαραλαμπόπουλο. Εκτόξευσε τον προπονητή της σε ένα πάνθεον που καλά καλά δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος ότι ανήκει. Άφησε πίσω της την τοξικότητα και γέμισε το γήπεδο με χαμόγελο, πάθος, ενότητα, φλόγα.
Και τελικά τερμάτισε στις θέσεις 5-8 της τελικής κατάταξης, που για να μη κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας ήταν το ταβάνι της. Στη Γαλλία, η Εθνική αντιμετώπισε κατά σειρά την τριταθλήτρια Κόσμου, την πρωταθλήτρια Ευρώπης, τους χάλκινους του Τόκιο και τους χρυσούς της Μανίλα.
Για να κερδίσει το Ολυμπιακό μετάλλιο που οραματίζονταν ο Βασίλης Σπανούλης, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Κώστας Παπανικολάου, θα έπρεπε να κατατροπώσει αρχικά τους παγκόσμιους πρωταθλητές Γερμανούς (με τη ζηλευτή τους πληρότητα, τη σπάνια χημεία και τα κορμιά που εμείς δεν μπορούμε ούτε να ονειρευτούμε) και στη συνέχεια μία από τις δύο ομαδάρες που, αν και τελικά ηττήθηκαν, ρεζίλεψαν με τον τρόπο τους το αφάν γκατέ του ΝΒΑ: Σερβία, Γαλλία.
Mission impossible, θα έλεγε ο Τομ Κρουζ. Και όμως, το σκορ στο 25ο λεπτό του προημιτελικού της 6ης Αυγούστου με τους πρωταθλητές Κόσμου ήταν 47-42 υπέρ της Ελλάδας. Δεν φαινόταν και τόσο άπιαστο το όνειρο της τετράδας.
Στην τελική κατάταξη αυτού του απολαυστικού καλοκαιριού, βάλαμε από κάτω τους Ισπανούς (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά), τους Λιθουανούς, τους Σλοβένους, τους Ιταλούς, τους Αργεντινούς, τους Κροάτες, τους Τούρκους, τους Λετονούς και κάμποσους ακόμη φιλόδοξους. Με τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Βραζιλία στριμωχτήκαμε στο ίδιο σκαλοπάτι. Παραλίγο και με τη Σερβία.
Θα πηγαίναμε καλύτερα αν είχαμε Σλούκα, Παπαπέτρου, Κώστα, Θανάση και Ρογκαβόπουλο: οι Γάλλοι και οι Σέρβοι έχουν την πολυτέλεια να χάνουν πέντε παίκτες από την ιδανική δωδεκάδα τους, εμείς πάλι όχι. Θα πηγαίναμε ακόμα καλύτερα, εάν εκείνοι που ταξίδεψαν στη Γαλλία είχαν τις μπαταρίες γεμάτες και το μυαλό ξεκούραστο. Η ελλιπής Εθνική δεν άντεχε να κουβαλήσει ούτε το ντεφορμάρισμα του Παπαγιάννη ούτε την απροπονησιά του Καλάθη ούτε τα σκαμπανεβάσματα του Μήτογλου ούτε τις δύο κακές βραδιές του Γουόκαπ.
Με τις εμφανίσεις της και με τα αποτελέσματά της, η Εθνική Ελλάδας υπενθύμισε σε εαυτήν και σε αλλήλους, ότι πλήρης και φορτσάτη παραμένει μία πολύ δυνατή ομάδα που δεν έχει καμία δουλειά να βολοδέρνει στις 15ες θέσεις των Μουντομπάσκετ. 'Ενας στριφνός αντίπαλος για οποιονδήποτε.
Ήταν αυτός ο τελευταίος χορός της συγκεκριμένης γενιάς; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το Ευρωμπάσκετ 2025 (Κύπρος, Λετονία) θα σημάνει νέα πανστρατιά, αλλά δεν το αποκλείω και τελείως, δεδομένου μάλιστα ότι το καλοκαίρι που ακολουθεί (2026) είναι κενό από διοργανώσεις Εθνικών ομάδων Ανδρών.
Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα στα ενδότερα της ομάδας, το καλύτερο που έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια, ήταν το πιο αστραφτερό γαλόνι της και η βασικότερη πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον. Ο Σπανούλης κα οι συν αυτώ (Ζήσης, Ντικούδης κ.α.) επέστρεψαν στην Ελλάδα υπερήφανοι, αλλά και φουρκισμένοι για τη χαμένη ευκαιρία. Αλλά μόνο κακεντρεχής θα μιλήσει ωστόσο για αποτυχία. Η ομάδα έφτασε εκεί που μπορούσε και ίσως λίγο παραπέρα.
«Χτίζουμε μία διαφορετική κουλτούρα», λέει και ξαναλέει ο Ομοσπονδιακός προπονητής, που τους επόμενους μήνες θα δουλέψει απερίσπαστος για την Εθνική ομάδα και τα μικρά της αδερφάκια. Τώρα που οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελείωσαν, είμαστε όλοι φίλοι. Και αυτή είναι η μόνη κουλτούρα που έχει σημασία.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.