Το Mundobasket δεν είναι ΝΒΑ, ούτε η Εθνική Αμερικής… Γουόριορς!
Οι αποτυχίες των Αμερικανών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ (1988) και στο Mundobasket της Αργεντινής (1990), όπού και κατέκτησαν το χάλκινο μετάλλιο, αποτέλεσαν την αφορμή για την ιστορική συμφωνία του ΝΒΑ με την USA Basketball και την FIBA, όσον αφορά στην ενίσχυση της Εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών με επαγγελματίες παίκτες πρώτης γραμμής, που αντικατέστησαν τους κορυφαίους παίκτες των κολεγίων.
Ήταν μία κίνηση-ματ που είχε την υπογραφή του τότε κομισάριου Ντέιβιντ Στερν, που ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε κι έκανε το πρώτο βήμα για την παγκοσμιοποίηση του κορυφαίου πρωταθλήματος μπάσκετ στον κόσμο, που αποφέρει τεράστια έσοδα στο ταμείο του.
Από το καλοκαίρι του 1992 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, οπότε και πρωτοεμφανίστηκε η πρώτη και αυθεντική Dream Team, που διέλυε κάθε αντίπαλο στο διάβα της, χρειάστηκε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια για να αμφισβητηθεί ξανά η αμερικανική κυριαρχία. Και μάλιστα εντός έδρας!
Μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιντιανάπολις (2002), όπου οι Αμερικανοί παίκτες του ΝΒΑ ηττήθηκαν τρεις φορές μέσα σε τέσσερις μέρες (από την Αργεντινή, την Γιουγκοσλαβία και την Ισπανία) και κατέλαβαν την 6η θέση στον κόσμο, για τουλάχιστον μία δεκαετία δεν είχαν καν φλερτάρει με αποτυχία στις διεθνείς διοργανώσεις. Με εξαίρεση το Mundobasket της Αθήνας (1998), στο οποίο οι ΝΒΑers δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής, λόγω του lock out!
Έκτοτε, είτε λόγω της αλαζονίας των παικτών ή του προπονητή της, είτε λόγω των «κακοτεχνιών» του ρόστερ και της έλλειψης συγκέντρωσης και πάντοτε με κοινό παρονομαστή μία εξωπραγματική εμφάνιση κάποιας εκ των μεγάλων δυνάμεων του υπόλοιπου κόσμου, η Αμερική άρχιζε να γνωρίζει σποραδικές ήττες, που ενίοτε αποδεικνύονταν και οδυνηρές. Από την άποψη της στέρησης του χρυσού μετάλλιού, αλλά ποτέ στο πλαίσιο ενός τελικού.
Συνέβη άλλες τρεις φορές στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (2004), στο Παγκόσμιο της Ιαπωνίας (2006) από την Εθνική μας (έγινε η πρώτη ομάδα που έσπασε το φράγμα των 100 πόντων σε αμερικανική άμυνα), δύο φορές στο προηγούμενο Mundobasket της Κίνας (2019), αλλά και στην πρεμιέρα του ολυμπιακού τουρνουά του Τόκιο (2021) από την Γαλλία.
Επομένως, η βαθμολογικά αδιάφορη ήττα (110-104) της Team USA από την Λιθουανία, στο πλαίσιο της φάσης των “16” του 19ου Παγκοσμίου Κυπέλλου, εδώ στην Μανίλα δεν θεωρήθηκε και καμία τεράστια βόμβα μεγατόνων!
Ειδικότερα από την στιγμή που το καμπανάκι στον Στιβ Κερ και τους συνεργάτες του είχε χτυπήσει από το προηγούμενο ματς απέναντι στο Μαυροβούνιο (πήρε 18 περισσότερα “σκουπίδια” και βρισκόταν σε απόσταση 2-3 κατοχών μέχρι και το 36ο λεπτό), το οποίο είχε εκθέσει την αδυναμία του αμερικανικού ρόστερ στο ριμπάουντ και την υστέρηση απέναντι σε αντιπάλους που έχουν μεγαλύτερο μέγεθος.
Όσοι είχαν «διαβάσει» καλά τα μειονεκτήματα των Αμερικανών και είχαν μελετήσει πόσο είχαν δυσκολευτεί στο inside game και στο φιλικό παιχνίδι με την Γερμανία στο Άμπου Ντάμπι, ήξεραν καλά ότι η αναμέτρηση με την «σεληνιασμένη» Λιθουανία, ήταν ο ορισμός του mismatch.
H εφετινή έκδοση της “Lietuva”, άλλωστε, δεν θυμίζει μία τυπική αντιπροσωπευτική ομάδα από την χώρα της Βαλτικής, ουτε τελείωσε τυχαία τις δύο πρώτες φάσεις της διοργάνωσης, ως η μία από τις δύο αήττητες του τουρνουά και ως η πρώτη στα ριμπάουντ (μ.ο. 44,2) και στα τρίποντα (46,7% με μ.ο. 11,8 εύστοχα ανά αγώνα). Η «20άρα» (91-71) στο Μαυροβούνιο (με +14 ριμπάουντ) και ειδικότερα η «25άρα» (92-67) στην Ελλάδα (με +8 ριμπάουντ) και συνολικά με 23/41 (56,1%), είχαν προφτάσει να κάνουν ήδη μεγάλο θόρυβο!
Το χαμηλό μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών και η έλλειψη ενός «καρυδάτου» σέντερ (ο Γουόκερ Κέσλερ χρειάζεται ακόμη «πολλά ψωμιά να φάει», γι’ αυτό και δεν παίζει πολύ), δεν αποτελεί «ατύχημα», ούτε συνέβη κατά τύχη! Αποτέλεσε επιλογή του ομοσπονδιακού προπονητή και κατόχου τεσσάρων δαχτυλιδιών πρωταθλητή στο ΝΒΑ με τους Γουόριορς, πολύ απλά επειδή τα χαμηλά σχήματα με αθλητικούς power forwards αποτελούν το σήμα κατατεθέν της φιλοσοφίας του.
Η μεγάλη διαφορά με το Γκόλντεν Στέιτ, βέβαια, είναι ότι στην Εθνική Αμερικής δεν υπάρχει ούτε ο Ντρέιμοντ Γκριν (από τα κορυφαία αμυντικά και δημιουργικά “τεσσάρια” στον κόσμο), ο οποίος ήταν στο χρυσό μετάλλιο πέρυσι στο Τόκιο, ούτε ο ευκίνητος Κεβόν Λούνεϊ. Ένα δίδυμο ημίψηλων παικτών για τις δύο θέσεις ρακέτας, που ελέγχει την «εναέρια κυκλοφορία» κι εξασφαλίζει ταχύτητα στην άμυνα.
Από την άποχψη ότι μπορούν να αντέξουν τόσο στην σωματική επαφή με ψηλότερα κορμιά, αλλά έχουν και τα γρήγορα πόδια να κυνηγήσουν πιο έξω τους ψηλούς που μπορούν να σουτάρουν από μακριά. Και φυσικά μαζεύουν τις μπαλες από τα χαμένα σουτ.
Εκεί είναι που την πάτησε ο γεννημένος στο Λίβανο, 57χρονος μπαρουτοκαπνισμένος Αμερικανός τεχνικός, που με τους Πόρτις, Μπανκέρο και Τζάκσον τζούνιορ (πήρε ένα ριμπάουντ στο τελευταίο ματς) και δεν πήρε τα ριμπάουντ (8 είχαν συνολικά και οι τρεις μαζί) και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει μακριά από το καλάθι τους Λιθουανούς centers και power forwards!
Με αποτέλεσμα να δεχθεί συνολικά επτά τρίποντα από τους Μπέντζιους (2), Κουζμίνσκας (2), Σεντεκέρσκις (1), Βαλαντσιούνας (1) και Μοτιεγιούνας (1)! Όσο για την επιθετική σύγκριση; Οι Αμερικανοί ψηλοί είχαν 18 πόντους και οι Λιθουανοί 42!
Μετά το εντυπωσιακό τρίποντο κρεσέντο κόντρα στην Ελλάδα (ξεκίνησε με 8/8 το 2ο μέρος και το τελείωσε με 12/16), απέναντι στην Αμερική, η ομάδα του Κάζις Μακσβίτις ανέβηκε σε ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο.
Μπήκε στο ματς με 9/9 σουτ πίσω από τα 6,75, προηηγήθηκε ακόμη και με +21 και έγινε η 2η ομάδα όλων των εποχών (μετά την Εθνική μας), που κερδίζει την ισχυρότερη μπασκετική δύναμη του κόσμου, παίζοντας στο δικό της στυλ παιχνιδιού και ρυθμό και σκοράροντάς της 110 πόντους!
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο της αναμέτρησης, όμως, είναι ότι πέραν της εκπληκτικής ευστοχίας τους, οι Λιθουανοί κυριάρχησαν πλήρως και στην μάχη της ρακέτας, μαζεύοντας 16 περισσότερα ριμπάουντ!
Οι δύο ομάδες μπορούν να συναντηθούν ξανά μόνο στον τελικό και αυτό το μακρινό, για την ώρα, σενάριο, δημιουργεί τεράστιους πονοκεφάλους στο προπονητικό επιτελείο της Team USA! Μετά από 5 αγώνες στο τουρνουά, είναι στην 7η θέση στα ριμπάουντ και το μόνο παρήγορο είναι ότι η επόμενη αντίπαλός της, η Ιταλία, που δεν έχει ψηλούς και δεν σουτάρει καλά από μακριά (21η με 31,4% στα τριπ.), βρίσκεται μόλις μία θέση πιο πάνω (6η), στην συλλογή «σκουπιδιών».
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι αν οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να καμουφλάρουν τις αδυναμίες και θα φτάσουν στον τελικό, αλλά πρωτίστως αν θα μάθουν από το πάθημα τους και θα προσαρμοστούν στο μπάσκετ που παίζεται – με επιτυχία – στον υπόλοιπο κόσμο.
Κάτι μου λέει ότι του χρόνου στο Παρίσι, δεν υπάρχει περίπτωση να εμφανιστούν χωρίς Άντονι Ντέιβις ή Τζοέλ Εμπίντ. Ή και με τους δύο μαζί…
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.