Όνειρα με υπογραφή!
Μιλώντας για το βιβλίο «Ο αγώνας της ζωής μου», ο Αντώνης Νικοπολίδης μοιράστηκε με το κοινό το μυστικό της επιτυχίας του. Έστω κι αν η επιτυχία δεν εξαρτάται από μυστικά και ψέματα, αλλά κυρίως από δουλειά και μερικούς ακόμα -συνήθως αστάθμητους- παράγοντες, όπως οι συγκυρίες (ελληνικά «τάιμινγκ») ή, απλώς, η τύχη. «Πρέπει να σηκώνεσαι σε κάθε χτύπημα για να υπηρετήσεις το όνειρο σου», είπε μέσες-άκρες ο τερματοφύλακας που το 2004 έγινε γνωστός μέχρι και στην -διόλου ποδοσφαιρομάνα- Κούβα, όπου όταν σε ένα ταξίδι μου λίγο καιρό αργότερα είπα πως είμαι Έλληνας, ο πωλητής των πούρων πήδηξε πάνω μου φωνάζοντας ...«ΝιΠοΚολίδης»! Εντάξει, είχε μπερδέψει τη σειρά του «πι» με το «κάπα» - ολόκληρο Ατλαντικό πέρασε το θαύμα του Γιούρο, ένας αναγραμματισμός ήταν το λιγότερο που μπορούσε να συμβεί...
Από τη στιγμή που αναφέρθηκε στην ...υπηρέτηση των ονείρων, άρχισα κι εγώ να ονειρεύομαι. Ουσιαστικά, αποσυνδέθηκα από την παρουσίαση του βιβλίου του και ευτυχώς που αυτή βρισκόταν πια στο τέλος και δεν έχασα κάτι ουσιαστικό, πέρα από το χειροκρότημα. Τουλάχιστον έτσι μου είπαν...
Μέχρι να μου πουν, εγώ αρμένιζα. Ίσως και να ψηλαρμένιζα, ίσως και το «ήτα» στο ψηλαρμένισμά μου να γραφόταν με «ωμέγα». Θυμόμουν. Τη -γνωστή πια- παλιοπαρέα των έιτις κι όπως πάντα όταν αρχίζεις να θυμάσαι, πρώτα έρχονται εκείνα που θέλεις να ξεχάσεις. Στην εσωτερική αναζήτηση «ποιοι από εκείνη την παρέα άντεξαν τα όποια χτυπήματα και υπηρέτησαν τα όνειρά τους», ο πρώτος που μου ήρθε στο μυαλό ήταν αυτός που τα υπηρέτησε μέχρι κεραίας, αλλά δεν άντεξε ούτε το πρώτο χτύπημα...
Θυμάμαι ότι από παιδάκι, ο Βαγγέλης ο Πατούσας ήθελε να τρέξει γρήγορα. Είχε πλατυποδία και δεν μπορούσε να τρέξει. Σαν τον πιγκουίνο πήγαινε όταν προσπαθούσε να μας παραβγεί σε αθλητικές δραστηριότητες, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, λαχάνιαζε, κάποιες φορές έπεφτε κιόλας. «Να μπορούσα να τρέξω κι εγώ γρήγορα», ήταν το όνειρό του κι όταν ενηλικιώθηκε έτρεξε τόσο γρήγορα με την καταραμένη μοτοσικλέτα που τον πήρε από κοντά μας, που δεν πρόλαβε ούτε καν να κοκαλώσει το δάχτυλο στο φρένο πριν κοκαλώσει ο ίδιος στην άσφαλτο. Το υπηρέτησε το όνειρό του, πάντως...
Από τους υπόλοιπους, ανάθεμα κι αν έχω καταλάβει τι πέτυχε ο καθένας μας. Ο Παππούς, ας πούμε, θεωρείται μάλλον επιτυχημένος, αν και όσες φορές τον έχω συναντήσει από τότε (λίγες είναι η αλήθεια, γιατί μπαινοβγαίνει σε κυβερνήσεις, ευρωπαϊκές επιτροπές και άλλα συνδικάτα ...εγκλημάτων), μόνο ικανοποιημένος από τη ζωή του δεν μου φαίνεται. Τότε, τα «χαμηλά μάτια» που ισχυριζόταν πως είχε όταν του επισημαίναμε πως η καράφλα του μεγάλωνε («λίγο ακόμα και θα σου φτάσει η καράφλα στον κώλο», του έλεγε ο Φώτης), εκείνα τα «χαμηλά μάτια», ήταν χαμογελαστά και σπινθήριζαν. Τώρα κάνει «μπαμ» η καράφλα σκέτη και δεν διστάζει να το παραδεχθεί: «Σαν να αραίωσαν λίγο τα μαλλιά μου», είπε σε μια τυχαία συνάντησή μας πριν χρόνια κι ο Φώτης του υποσχέθηκε πως την επόμενη φορά θα του φέρει «ένα θαυματουργό προϊόν». Έκτοτε δεν έχουν ξανασυναντηθεί, ωστόσο ο Φώτης μου έχει δείξει το «θαυματουργό προϊόν» που έχει τοποθετήσει επιμελώς σε χαρτοσακούλα δώρου με κόκκινο φιογκάκι: ένα γυαλιστικό επίπλων!
Ο Παππούς, λοιπόν, μπορεί να πέτυχε, αλλά δεν πιστεύω πως θα έγραφε βιβλίο, ούτε πως θα μοιραζόταν το δικό του μυστικό της επιτυχίας, γιατί δεν θα μπορούσε να προσφέρει μαζί του και το μυστικό της ευτυχίας, δύο σε ένα (σαν τα σαμπουάν και το γράφω επίτηδες στην παράγραφο για τον Παππού, για να ξύσω πληγές). Για την Φώτη, θα σας πω στο τέλος. Για τον Δεμπασκαλά και τον Πέτρο τον Αρμένη, δεν θα σας πω καθόλου. Για τον Δεμπασκαλά γιατί τα -όχι εκ γενετής αλλά και προ γέννησης- χτυπήματα, αποτελούν το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που όλο ετοιμάζω κι όλο εκεί μένει και περιμένει πότε θα αποφασίσω να το τελειώσω. Για τον Πέτρο δεν θα πω γιατί ξέρω πως δεν θέλει. Και γιατί έχει βαρύ χέρι. Οικογενειάρχες πια κι οι δύο, βολεμένοι τάχα και ...βουλωμένοι σίγουρα, σαν γράμματα που δεν χρειάζεται να διαβαστούν και που σίγουρα δεν χρειάζεται να διαβάσουν οι οικογένειές τους. Αυτές ξέρουν καλύτερα...
Πριν τον Φώτη, χρωστάω άλλον έναν. Έναν που όλο αγγίζει, όλο χαϊδεύει τα όνειρά του κι όλο του φεύγουν και φεύγουν κι άλλο και ξανάρχονται, να τα χαϊδέψει για λίγο και να τα (ξε)χάσει για πολύ. Έναν που ψάχνει και δεν βρίσκει το άλλοθι των «χτυπημάτων» που έλεγε ο Αντώνης, έναν που νομίζει πως ξέρει τι θέλει και πώς θα το πετύχει και που ξεράδια ξέρει, που ΄λεγε η μάνα του, «κι άμα μάθεις εσύ τι θέλεις, θα μ΄ έχεις πεθάνει, άρρωστη γυναίκα, και θα έχει φυτρώσει στην κοιλιά μου ένα κυπαρίσσι μέχρι το καμπαναριό της Σωτήρας». Έναν που πολλές φορές ζηλεύει την -μερική- ευστοχία των υπολοίπων της παλιοπαρέας στα δικά τους όνειρα και που πολλές φορές ζηλεύει ακόμα και τον μακαρίτη τον Πατούσα που αυτό που ήθελε τελικά το κατάφερε, έστω και με κόστος την ίδια του τη ζωή. Και που πρώτον απ΄ όλους ζηλεύει τον ίδιο τον Φώτη, τον γιο που δεν θα ΄θελε καμιά μάνα, τον σύζυγο που δεν θέλησε καμιά γυναίκα κι ας πέθαιναν για τον εραστή.
Ο Φώτης μάλλον δεν πέτυχε τίποτα ως τώρα. Δεν έκανε πραγματικότητα κανένα όνειρο. Ίσως και γιατί δεν είχε όνειρα, γιατί πάντα κοιμόταν βαθιά, συνήθως και μεθυσμένος από τα ποτά, αποκαμωμένος από την κραιπάλη. Ίσως και γιατί αυτό ήταν το όνειρό του: να μην έχει όνειρα. Να παίρνει πάντα τη ζωή όπως έρχεται ή, αλλιώς, να πηγαίνει καταπάνω της, αφηνιασμένος, με κομμένα τα χαλινάρια. «Σα να το ΄χεις βγάλει το καπίστρι, μου φαίνεται...», του ΄πε ένα βράδυ ο Μαστρομανέλος, όταν τον πέτυχε να σπρώχνει λαθραία τσιγάρα έξω από ένα χαμαιτυπείο της εποχής. «Αφορολόγητα είναι, μάστορα», του απάντησε, διευκρινίζοντας πως η μικροκομπίνα του έπληττε το κράτος, αλλά όχι όσους συμμετείχαν σε αυτήν. Φόρους γλίτωναν στο κάτω κάτω...
Ο Φώτης, με αφορμή την κρίση της εποχής, ένα βράδυ που ΄χε πιει πολύ είπε στον άλλο που χαϊδεύει μια στο τόσο τα όνειρά του: «Ξέρεις κάτι, Μιλτάκο; Δεν φοβάμαι τίποτα γιατί δεν έχω τίποτα. Λεφτά δεν είχα ποτέ μου κι όμως, ξέρεις πόσα πέρασαν απ΄ τα χέρια μου; Και λεφτά και γκόμενες και ξενύχτια και ποτά και δουλειές κι αγκαλιές. Ως τα τώρα, δυο ζωές έχω ζήσει. Κι αν αύριο το πρωί πεθάνω, τότε θα ΄χω ζήσει τρεις, γιατί και το τελευταίο βράδυ μου, μια ζωή θανάναι». Ευτυχώς, την τρίτη ζωή τη ζει ακόμα, πάντα γελαστός και γελασμένος, διχάζοντας όσους τον γνωρίζουμε: τελικά είναι καλός μόνο για την πάρτη του και κακός για τους γύρω του ή κακός για τον εαυτό του και δώρο για εμάς;
Όλα αυτά πρόλαβα και τα σκέφτηκα από τη στιγμή της συμβουλής μέχρι το τελευταίο χειροκρότημα στην παρουσίαση του βιβλίου του ...ΝιΠοΚολίδη, που έλεγε ο σύντροφος από τα Χαμπάνος στην ιστορική Σάντα Κλάρα, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το τεράστιο άγαλμα του τραυματία Τσε με το χέρι στο γύψο. Πώς τα ανακάτεψα πάλι έτσι; Για όνειρα ξεκίνησα να γράφω, σε επαναστάσεις θα καταλήξω. Σαν αυτές που κάνει ο καθένας μας μέσα του, όταν το παίρνει απόφαση να ...υπηρετήσει τα όνειρά του. Ο Τσε με τον γύψο, ο Αντώνης με τα γάντια, ο Φώτης με τα χέρια βουτηγμένα στην παρανομία ή σε κάποιο τρυφερό κορμάκι, ο Φώτης με τα χέρια βουτηγμένα στη ζωή, τη δική του και των άλλων.
Μέχρι κι ο τελευταίος της παλιοπαρέας να κάνει τη δική του επανάσταση και να πετύχει τα όνειρά του, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Για το βιβλίο του Αντώνη Νικοπολίδη, «Ο αγώνας της ζωής μου», που κυκλοφορεί από την Εμ Βι Παμπλικέισονς (ελπίζω να μη σοκαριστούν οι εκδότες μόλις δουν τη φίρμα τους στα ελληνικά), θα τα πούμε μόλις το διαβάσω. Μέχρι τότε, ξέρετε ποιος να είναι καλά, γιατί αν δεν είναι, δεν θα το διαβάσει...
Υ.Γ.2: Θανάση, Βασίλη, καλή επιτυχία. Θα την έχετε, γιατί τα κυνηγάτε τα όνειρά σας!