Η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη θα έχει να λέει ότι κάποτε κοίταξε στα μάτια τη Μάρτα και τη Μία Χαμ
Γύρω από το γήπεδο Νήαρ Ηστ στην Καισαριανή όλα είναι σκοτεινά. Το μόνο φως προέρχεται από τα γραφεία του Φωστήρα, μιας ερασιτεχνικής ομάδας της περιοχής, η οποία μεταξύ άλλων διαθέτει τμήμα ποδοσφαίρου γυναικών.
Ανοίγουμε την πόρτα. Παντού στον χώρο υπάρχουν κρεμασμένες φωτογραφίες από την ιστορία του. Στον μπλε καναπέ κάθεται ήδη η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη που βρίσκεται στον πάγκο της γυναικείας ομάδας εδώ και μερικούς μήνες.
Ο Φωστήρας βρίσκεται στην πρώτη θέση του πρωταθλήματος της Γ’ Εθνικής και στόχος είναι, όπως εξηγεί η ίδια, στο τέλος της χρονιάς να διεκδικήσει την άνοδο στη δεύτερη κατηγορία. Είναι πεπεισμένη ότι μπορεί να τα καταφέρει. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη πρόκληση που έχει κληθεί να διαχειριστεί στα τριάντα πια χρόνια ενασχόλησής της με το ποδόσφαιρο.
Τα παιδικά χρόνια στην Αίγινα και η πρώτη ευρωπαϊκή νίκη
Όλα ξεκίνησαν στην Αίγινα. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλά αθλήματα που μπορούσες να κάνεις στο νησί. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ιστιοπλοΐα. Τα έκανα παράλληλα λοιπόν» εξηγεί η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη. Όλα αυτά, όμως, ως την ηλικία των 14 ετών, όταν και κλήθηκε για πρώτη φορά να φορέσει τη φανέλα της εθνικής Ελλάδος.
«Ήταν το 1994 για ένα εκτός έδρας παιχνίδι με τη Ρουμανία. Τότε δεν υπήρχαν τμήματα κορασίδων και νεανίδων. Ήταν μια ομάδα. Όλες οι άλλες κοπέλες της ομάδας ήταν πάνω από 20 χρονών. Ήμουν ένα παιδάκι χαμένο. Μου φαίνονταν μεγαθήρια οι αντίπαλές μου. Μπήκα αλλαγή και έπαιξα πέντε λεπτά. Μπορεί να χάσαμε τελικά 2-0 αλλά αυτό το ματς χαράχτηκε στη μνήμη μου» προσθέτει.
Παράλληλα με την παρουσία της στην εθνική ομάδα, υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη της Αίγινας, μιας παρέας κοριτσιών που έφτασαν ως την κορυφή της Ελλάδας και λίγο παραπέρα.
«Ξεκίνησα να παίζω στα 10 μου. Εγώ βρήκα την ομάδα έτοιμη. Όλα τα κορίτσια εκείνη την εποχή ήταν από την Αίγινα. Ουσιαστικά ξεκίνησε από μια παρέα κοριτσιών που έπαιζαν μαζί με τα αδέρφια τους. Και το εντυπωσιακό ήταν ότι όλες τους έμεναν στο ίδιο χωριό. Τότε αναρωτήθηκαν: “γιατί να μη φτιάξουμε μια ομάδα;”. Τους βοήθησε και ένας παράγοντας που ασχολούταν με το ποδόσφαιρο και έγινε» συμπληρώνει.
Οι συνθήκες κατά τις οποίες αγωνίζονταν, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με τις σημερινές. Το γήπεδο ήταν ξερό, ενώ δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοια φροντιστές, γιατροί και φυσιοθεραπευτές. Αυτή η ομάδα, όμως, όχι απλά διακρίθηκε αλλά κατάφερε να κατακτήσει τρεις συνεχόμενες χρονιές το πρωτάθλημα Ελλάδας (το 2003, το 2004 και το 2005). Αυτές ήταν και οι πιο έντονες σεζόν που έζησε στην ποδοσφαιρική της καριέρα.
Η πιο σημαντική στιγμή, ωστόσο, ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό παιχνίδι της Αίγινας, το οποίο συνδυάστηκε με την πρώτη της νίκη στο Women’s Champions League. Και με ανατροπή μάλιστα. Η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το παιχνίδι.
«Ήταν κόντρα στην πρωταθλήτρια Λευκορωσίας, την Μπομπρουιτσάνκα Μπόμπρουισκ. Χάναμε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Στο 88’ όμως κάναμε την ανατροπή και κερδίσαμε με σκορ 2-3. Είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση που έχω βιώσει ποτέ. Μια μικρή ομάδα από ένα μικρό νησί της Ελλάδας να καταφέρνει να κερδίζει στο πρώτο της ευρωπαϊκό ματς. Με όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Δεν είχαμε αθλητικό εξοπλισμό, συνοδούς, μεταφραστές, τίποτα. Παίζαμε μέσα στη μοναξιά μας» σημειώνει.
Μετά το τέλος του παιχνιδιού έβγαλε μια αναμνηστική φωτογραφία μπροστά από τον αναλογικό πίνακα του σκορ. Την εικόνα αυτή την κρατάει μέχρι σήμερα σαν φυλαχτό. Η Αίγινα έδωσε δύο ακόμη παιχνίδια για την πρόκριση στη φάση των 16 της διοργάνωσης, ωστόσο, απέσπασε μια ήττα και μια ισοπαλία, μένοντας εκτός συνέχειας. Η ιστορία, όμως, είχε γραφτεί ήδη.
Την ακριβώς επόμενη χρονιά, έχοντας πάρει ήδη τις πρώτες εμπειρίες από το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, η πρόκριση ήρθε με τρεις νίκες σε τρία ματς. Μόνο που η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη εκείνο το καλοκαίρι έπρεπε να φορέσει και τη φανέλα της ολυμπιακής ομάδας ποδοσφαίρου γυναικών.
Η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες και οι αγώνες κόντρα σε Βραζιλία και ΗΠΑ
«Ήμασταν τρία κορίτσια από την Αίγινα στην εθνική ομάδα. Να φανταστείς, ενώ κάναμε κανονικά προετοιμασία στα Πηγάδια με τις υπόλοιπες διεθνείς, πήραμε ειδική άδεια και ταξιδέψαμε στην Ελβετία για να παίξουμε στο τρίτο παιχνίδι που ήταν και το πιο δύσκολο. Ήταν μεγάλο το ρίσκο, καθώς με έναν τραυματισμό θα έχανα τους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Όλα πήγαν καλά και η Αίγινα τελικά πανηγύρισε την πρόκριση στη φάση των ομίλων. Σειρά είχε τώρα η ολυμπιακή ομάδα. Μόνο που η αποστολή που έπρεπε να βγάλει εις πέρας αυτή τη φορά ήταν σχεδόν ανυπέρβλητη. Κι αυτό γιατί στον ίδιο όμιλο του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος υπήρχε επίσης η Βραζιλία της Μάρτα και οι ΗΠΑ της Μία Χαμ.
Το πρώτο ματς ήταν κόντρα στις Αμερικάνες. Η τακτική της ομάδας ήταν πέρα για πέρα αμυντική. «Έπρεπε να παίξουμε κλειστή άμυνα, με πολύ κλειστούς χώρους. Να μην τις επιτρέψουμε να σκοράρουν». Παρά την προσπάθεια, η διαφορά αγωνιστικού επιπέδου ήταν τεράστια. Το ματς έληξε με σκορ 3-0, με την ελληνική ομάδα να μη σημειώνει μεγάλη ευκαιρία.
Παρά την ήττα, όμως, η στήριξη του κόσμου που ήρθε να παρακολουθήσει το παιχνίδι στο Παγκρήτιο Στάδιο ήταν τεράστια. «Ήταν πραγματικά ανατριχιαστική η αίσθηση. Κατεβήκαμε το ημίχρονο στα αποδυτήρια που ήταν υπόγεια και από έναν μικρό φεγγίτη βλέπαμε όλον αυτόν τον κόσμο που είχε έρθει για μας. Βγήκαμε έξω και λέγαμε μεταξύ μας: για μας έχει γίνει όλο αυτό» λέει.
Το δεύτερο παιχνίδι ήταν και το πιο σημαντικό. Παρά την προσπάθεια, όμως, η ομάδα έχασε ξανά από την Αυστραλία με σκορ 1-0. Η πρόκριση στην επόμενη φάση είχε χαθεί. Το τρίτο ματς με τη Βραζιλία στην Πάτρα ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα.
«Υπήρχαν δύο επιλογές: είτε παίζουμε κλειστά και συνεχίζουμε με την ίδια τακτική ή πάμε να το ευχαριστηθούμε κι ας δεχτούμε όσα γκολ έρθουν. Και κάναμε το δεύτερο». Το τρίτο και τελευταίο παιχνίδι τελείωσε με τη Βραζιλία να επικρατεί με 7-0. Τόσο η Μάρτα όσο και οι υπόλοιπες Βραζιλιάνες ποδοσφαιρίστριες, όπως εξηγεί χαριτολογώντας, ήταν «από άλλο πλανήτη».
«Όλες τους ήταν πολύ εκρηκτικές. Κάτι τέτοιο δεν είχα αντιμετωπίσει σε κανένα ματς νωρίτερα στην καριέρα μου. Ήταν άλλο επίπεδο. Δεν μπορούσες να διαχειριστείς αυτή την περίσσια τεχνική που είχαν με την μπάλα στα πόδια τους» προσθέτει. Παρά τις τρεις ήττες, όλα τα μέλη της αποστολής χάρηκαν και με το παραπάνω τη διοργάνωση.
«Ήμασταν ακριβώς δίπλα με την αποστολή της ανδρικής ομάδας της Αργεντινής. Τι να σου πω: ότι παίζαμε κρυφτό με τον Σαβιόλα και τους άλλους παίκτες. Αυτός που ήταν πιο σοβαρός από όλους ήταν ο Τέβες. Το κλίμα ήταν κάτι μοναδικό. Όπου πηγαίναμε έρχονταν μαθητές για να τους δώσουμε αυτόγραφα, να φωτογραφηθούμε μαζί τους. Ήμασταν αθλήτριες της Ελλάδας».
«Πρέπει να αποδεικνύουμε διαρκώς ότι υπάρχουμε και εμείς»
Μετά τη λήξη της διοργάνωσης, η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη επέστρεψαν στην Αίγινα και έφυγαν απευθείας για Σουηδία. Ανάμεσα στις ομάδες που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ήταν η Άρσεναλ και η Αθλέτικ Μπιλμπάο. Η αποστολή ήταν ξανά αρκετά δύσκολη. Ο τελικός απολογισμός: τρεις ήττες και δύο γκολ ενεργητικό. Η πιο βαριά ήττα ήρθε κόντρα στην αγγλική ομάδα, η οποία τελικά επικράτησε με σκορ 7-1.
Το σκορ στο ημίχρονο ήταν 2-1, ωστόσο, στο δεύτερο εξαιτίας της συσσωρευμένης κούρασης, η ομάδα κατέρρευσε. «Όλα έγιναν μέσα σε διάστημα δύο μηνών. Ήταν πολύ λογικό να συμβεί» εξηγεί. Η ίδια συνέχισε να αγωνίζεται παράλληλα στην Αίγινα και στην εθνική Ελλάδος για μερικά ακόμη χρόνια.
Το σοκ, όμως, μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν πολύ μεγάλο. «Ήταν πολύ δύσκολη η προσαρμογή. Έπεσαν οι ρυθμοί και οι προβολείς από την ομοσπονδία. Συνεχίσαμε από εκεί που ήμασταν. Από εκεί που ήμασταν αθλήτριες που εκπροσωπούσαμε την Ελλάδα, γίναμε και πάλι αυτές που γνωριζόμαστε μόνο μεταξύ μας» συμπληρώνει.
Θεωρεί ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα ήταν μια πολύ καλή αφορμή για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου γυναικών στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο, όμως, δε συνέβη ποτέ. Από την ενεργό δράση αποσύρθηκε στην ηλικία των 31 ετών. Ήθελε, όπως σημειώνει, να τελειώσει όσο ένιωθε ακόμη δυνατή.
Σειρά είχε τότε η προπονητική. Πέρασε από μια σειρά ομάδων της Αττικής (Γλυφάδα και Οδυσσέα Μοσχάτου) και πριν από μερικές μήνες υπέγραψε με την ομάδα του Φωστήρα. Νιώθει περήφανη τόσο για το ταλέντο όσο και για το ήθος των ποδοσφαιριστρίων της. Καμιά φορά βέβαια τις πειράζει όταν εκείνες διαμαρτύρονται για τις συνθήκες προπόνησης.
«Γκρινιάζουν καμιά φορά γιατί κάνουμε προπόνηση στο μισό γήπεδο. Εμείς όλα αυτά τα χρόνια με την ομάδα της Αίγινας κάναμε προπονήσεις ακόμη και σε γήπεδα 5Χ5 στην Αθήνα, γιατί όλα τα κορίτσια δούλευαν εδώ. Δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε τα φάουλ, τα κόρνερ, τις στατικές φάσεις» σημειώνει.
Δεν παραβλέπει, όμως, ότι το ποδόσφαιρο γυναικών χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά για να προσεγγίσει τα δεδομένα των ανδρών. «Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ποδόσφαιρο αλλά και με τα υπόλοιπα αθλήματα στην Ελλάδα. Οι άντρες αθλητές είναι κατά κανόνα πιο αναγνωρίσιμοι από τις γυναίκες. Εμείς οι γυναίκες πρέπει να διακριθούμε πρώτα και ύστερα να πέσουν οι προβολείς πάνω μας. Πρέπει διαρκώς να αποδεικνύουμε ότι υπάρχουμε».
Η επιστροφή στην ενεργό δράση για ένα τελευταίο τουρνουά
Παράλληλα με την προπονητική της ιδιότητα, η Κωνσταντίνα Κατσαΐτη υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα με τον βαθμό της Αρχιπυροσβέστη. Βρίσκεται σε μάχιμη υπηρεσία και μαζί με τους συναδέλφους της κάθε καλοκαίρι τρέχουν από βουνό σε βουνό για να σβήσουν πυρκαγιές. Η δουλειά δε σταματάει και τον χειμώνα, με τις αστικές πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τα τροχαία.
Η πίεση του να σώσεις μια ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πίεση του να κερδίσεις ένα ματς. «Άλλο πράγμα το ένα κι άλλο το άλλο. Το ποδόσφαιρο είναι διασκέδαση, ακόμη κι αν το κάνεις στο πιο υψηλό επίπεδο. Δεν κυνηγάς να σώσεις μια ανθρώπινη ζωή» εξηγεί.
Η παρουσία της στις ένοπλες δυνάμεις ήταν βέβαια ο λόγος να φορέσει και πάλι τα ποδοσφαιρικά παπούτσια που είχε κρεμάσει πριν από μερικά χρόνια και να μπει και πάλι στο χορτάρι. Αυτή τη φορά όχι ως προπονήτρια αλλά ως ποδοσφαιρίστρια της γυναικείας ομάδας των ενόπλεων δυνάμεων. Πριν από μερικούς μήνες, μάλιστα, με εκείνη αρχηγό η ομάδα έφτασε στην έβδομη θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
«Παίζω ποδόσφαιρο από 10 χρονών. Αυτό ήταν ένα φοβερό δώρο για μένα. Μια μικρή παράταση αγωνιστικής δράσης» καταλήγει. Η ομάδα της Αίγινας, η οποία αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ομάδα που αγωνίστηκε στη φάση των 16 του Women’s Champions League πια δεν υφίσταται.
Το γήπεδο, όμως, με το χορτάρι, το οποίο δημιουργήθηκε στο νησί χάρη στις μαγικές εκείνες πορείες της ομάδας γυναικών, είναι ακόμη εκεί. Η ίδια επισκέπτεται τον τόπο της με κάθε ευκαιρία. Ακόμη μέχρι σήμερα υπάρχει κόσμος που την σταματάει στον δρόμο και της λέει για το τι ωραία μπάλα έπαιζαν τα κορίτσια εκείνη την εποχή.
Στα αποδυτήρια του γηπέδου δεν έχει μπει από τότε που σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Ξέρει ότι όταν το κάνει, θα είναι μια στιγμή πολύ φορτισμένη συναισθηματικά για εκείνη. Ένα κορίτσι 10 χρονών που μέσα από ένα χωμάτινο γήπεδο κατάφερε να κάνει όλα της τα όνειρα πραγματικότητα.
Ακολούθησε το GWomen στο instagram
Στείλε μας νέα, ιδέες, προτάσεις, απορίες για τον γυναικείο αθλητισμό στο [email protected]