Θεωρείται - και όχι άδικα - μια από τις μεγαλύτερες αθλήτριες που έβγαλε το Beach Volley στην χώρα μας. Μια γυναίκα που πήρε τα ηνία από τις Καραντάσιου και Σφυρή και κατάφερε να συνεχίσει αυτόν τον δρόμο κατακτώντας πολλούς τίτλους, έφερε διακρίσεις στην χώρα μας και κράτησε όσο γίνεται πιο ψηλά ένα άθλημα που η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βρίσκεται σε πτωτική πορεία.
Ο λόγος για την Βίκυ Αρβανίτη, την πρωταθλήτριά μας στην άμμο η οποία μετά από 22 χρόνια αποφάσισε να σταματήσει το άθλημα που τόσο αγαπά. Ένα άθλημα που υπηρέτησε πιστά, φτάνοντας 3 φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέκτησε μετάλλια σε μεγάλα τουρνουά και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και έκανε δικό της 11 φορές το Πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Και μέσα σε όλη αυτή την μεγάλη καριέρα υπήρξε η διακοπή από ενεργό δράση προκειμένου να γίνει μητέρα, συνδυάζοντας για κάποια χρόνια και την μητρότητα και τον πρωταθλητισμό. Γι' αυτά τα χρόνια, αλλά και συνολικά την μεγάλη της καριέρα μίλησε στο G - Women η Βίκυ Αρβανίτη. Μια αθλήτρια που το όνομά της είναι συνώνυμο με το Beach Volley στην χώρα μας.
Βίκυ πρώτα από όλα θα μιλήσουμε για το άθλημα που αγάπησες και μετά από 22 χρόνια αποφάσισες να σταματήσεις. Τι σε έκανε να ασχοληθείς με το Beach Volley;
«Αρχικά η μετάβασή μου έγινε από το βόλεϊ σάλας. Έπαιζαν στον Μελά Αγίου Ελευθερίου και μετά στο Αιγάλεω και πήγα στο μπιτς βόλεϊ εντελώς τυχαία. Μια συμπαίκτριά μου μου πρότεινε να παίξουμε στα πανελλήνια πρωταθλήματα του 2000 και έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με την άμμο με προπονητή τότε τον Κώστα Νικολακόπουλο. Ξεκίνησα με πρώτη συμπαίκτρια την Χριστίνα Σάρα και κατακτήσαμε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα κορασίδων και είχαμε πάρει την 3η θέση και στο Πανελλήνιο νεανίδων. Κάπως έτσι άρχισα να μπαίνω στον κόσμο του μπιτς βόλεϊ. Έπεσα και σε περίοδο που εν' όψει του 2004 θα λέγαμε πως ήταν η χρυσή εποχή. Είχαν έρθει Βραζιλιάνοι προπονητές ο Αλεμάο και ο Μαρκάο, είχαν γίνει και συγκεντρώσεις με τα κλιμάκια και τις μικρές εθνικές και κάπως έτσι κόλλησα. Αυτό που μου αρέσει στο άθλημα του μπιτς βόλεϊ είναι πως έχεις μια άλλη ελευθερία, μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα στο γήπεδο, δεν υπάρχει εξειδίκευση και αυτό είναι και η ομορφιά του αθλήματος. Ο αθλητής έχεις να καλύψει περισσότερο χώρο και σου δίνει την αίσθηση ατομικοομαδικού αθλήματος».
Μόλις ξεκίνησες το μπιτς και είδες πόσο σου αρέσει, ήταν εύκολη η απόφαση να πεις πως σταματάω την σάλα;
«Η αλήθεια είναι πως βρέθηκα σε ένα σταυροδρόμι. Ήταν η περίοδος που ήμουν στις εθνικές ομάδες μπιτς βόλεϊ και έκανα καθημερινά προπόνηση με τους Βραζιλιάνους, ήμουν σε αθλητικό λύκειο και το πρωί έκανα προπονήσεις με την ομάδα του σχολείου και επίσης ήμουν και στο Αιγάλεω. Δηλαδή κάθε μέρα έκανα τρεις προπονήσεις, μία στην άμμο και δύο στην σάλα. Κάποια στιγμή κουράστηκα, ζήτησα από την ομάδα να με διευκολύνουν να μην κάνω συνέχεια προπονήσεις γιατί δεν ήθελα να αφήσω την άμμο. Δεν υπήρξε δυστυχώς κάποια συνεννόηση και έτσι αποφάσισα να παρατήσω την σάλα και να ασχοληθώ αποκλειστικά με το μπιτς βόλεϊ.
«Δεν ξέρω αν έπαιζα σε Παναθηναϊκό ή Ολυμπιακό αν έπαιρνα την ίδια απόφαση, αλλά σίγουρα με τράβηξε η άμμος»
Αν η ομάδα δεν ήταν το Αιγάλεω, αλλά ήταν τα Βριλήσσια, ο Παναθηναϊκός ή ο Ολυμπιακός, η απόφαση θα ήταν πιο δύσκολη;
«Δεν ξέρω να πω την αλήθεια γιατί τότε ήμουν μικρή, ήμουν μόλις 15 χρονών, ωστόσο σίγουρα από την πρώτη στιγμή με τράβηξε το μπιτς βόλεϊ γιατί τότε οι συνθήκες ήταν πολύ καλές. Έκανα προπονήσεις με καλούς προπονητές, τότε είχαν ξεκινήσει οι Σφυρή και Καραντάσιου και αυτό με τράβηξε γιατί είχα όνειρο να αγωνιστώ σε Ολυμπιακούς Αγώνες και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με το μπιτς βόλεϊ».
Photo Credits: Δώρα Δημητρίου
Ξεκινάς σε πολύ μικρή ηλικία. Πως βίωνες όλο αυτό σε ένα άθλημα που θέλει πολλά ταξίδια; Και αν υπήρχε η γκρίνια από τους γονείς λόγω των ταξιδιών;
«Μου άρεσε πολύ δεν το κρύβω. Οι γονείς μου με στήριξαν σε όλο αυτό, δεν γκρίνιαζαν καθόλου. Ήμουν γενικά ένας επιμελής άνθρωπος και προσπαθούσα να συνδυάζω και το σχολείο και τον αθλητισμό. Μάλιστα όταν ήμουν Γ' Λυκείου χρειάστηκε να λείψω σε αγώνες για 15 μέρες περίπου στην Τενερίφη και μετά ξεκίνησαν Πανελλαδικές και οι γονείς μου όχι δεν γκρίνιαξαν αλλά ίσα-ίσα με υποστήριξαν σε αυτό που ήθελα να κάνω και μου άρεσε και τελικά μ μου βγήκε».
«Νιώθω τυχερή που αποφάσισα να παίξω beach volley»
Ξεκινάνε οι πρώτες επιτυχίες. Κάνε μία αναφορά σε αυτή την διαδρομή. Μια διαδρομή γεμάτη επιτυχίες και τίτλους
«Νιώθω πολύ τυχερή που πήρα την απόφαση να παίξω μπιτς βόλεϊ, δεν το μετάνιωσα καθόλου και ποτέ. Και αν γυρνούσα το χρόνο πίσω πάλι το ίδιο θα έκανα. Είχα μια απίστευτη καριέρα μέχρι τώρα. Έχω πάει σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες με διαφορετικές συμπαίκτριες. Το 2004 με την Θάλεια (Κουτρουμανίδου) ήμασταν πολύ μικρή ομάδα, εγώ μόλις 19 χρονών ήμουν η μικρότερη στους αγώνες αυτούς. Δε νομίζω πως υπάρχει πιο ωραία εμπειρία για έναν αθλητή από το να είναι στους Ολυμπιακούς Αγώνες μέσα στην χώρα του».
Να μιλήσουμε ξεχωριστά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αρχίζοντας με τους πρώτους στην Αθήνα
«Προκριθήκαμε στους αγώνες κανονικά με προκριματικά, ήμασταν μια νέα ομάδα και κάναμε και την καλύτερη πορεία το2004 όταν πήραμε την 9η θέση».
«Θυμάμαι σαν όνειρο τους αγώνες στους Ολυμπιακούς της Αθήνας»
Πως ήταν η εμπειρία του να μπεις σε αυτό το υπέροχο γήπεδο που δυστυχώς πλέον είναι σαν ερείπιο και να είναι γεμάτο από κόσμο;
«Το θυμάμαι σαν σε όνειρο. Μπαίνω μέσα, ήμουν πιτσιρικάκι και εγώ και βλέπω αυτό το γήπεδο γεμάτο κόσμο να φωνάζει και να πανηγυρίζει για εμάς. Νόμιζα πως ήμουν κάπου αλλού, πως ζούσα ένα όνειρο και ακόμα έτσι το θυμάμαι, σαν ένα πολύ ωραίο όνειρο. Ένα όνειρο πολύ όμορφο που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Ήταν και η συνεργασία με την Θάλεια που ήταν επίσης εξαιρετική, δύο χρόνια καταφέραμε πολλά σαν ομάδα».
Μετά αλλάζεις ομάδα. Και σε αυτό θέλω να ρωτήσω πόσο δύσκολο είναι να αλλάζεις ομάδα συχνά, κάτι που στο άθλημα αυτό είναι κάτι συνηθισμένο.
«Είναι δύσκολο και ειδικά σε συνεργασία που είχα με την Θάλεια ήταν πολύ δύσκολο. Ήμασταν πολύ καλά μαζί, είχαμε βρει η μία τα πατήματα της άλλης και είχαμε και φιλική σχέση και μου ήταν δύσκολο να της πω πως θα συνεχίσω με μια άλλη, αλλά είχα μια πρόταση που για εμένα τότε ήταν πρόκληση, να παίξω με την Βάσω Καραντάσιου. Πήρα την απόφαση να το ανακοινώσω στην Θάλεια και συνεχίσαμε και είχε και εκείνη μια πετυχημένη πορεία και πήγαμε στο Πεκίνο με δύο πολύ καλές ομάδες».
«Χρυσή τετραετία η συνεργασία μου με την Βάσω»
Πες μας λίγο για την συνεργασία με την Βάσω Καραντάσιου, μια αθλήτρια που έγραψε την δική της ξεχωριστή ιστορία στο μπιτς βόλεϊ
«Με την Βάσω ήταν η χρυσή τετραετία. Εγώ ήμουν η μικρή και η Βάσω μεγαλύτερη από εμένα αλλά είχαμε τέτοια χημεία αγωνιστική που ήταν απίστευτο το πως συνεργαζόμασταν στο γήπεδο. Εκείνη την τετραετία είχαμε πάρει 10 χρυσά στο Ευρωπαϊκό, είχαμε αναδειχθεί δύο φορές πρωταθλήτριες Ευρώπης. Είχαμε πάρει το χρυσό στο Παγκόσμιο στο Στάβανγκερ και γίναμε τότε η πρώτη ομάδα από την Ευρώπη που είχε καταφέρει κάτι τέτοιο. Θα έλεγα πως η μόνη μας κακή στιγμή ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Πεκίνο, όπου ενώ είχαμε υψηλές προσδοκίες δεν καταφέραμε να πάρουμε ένα καλό αποτέλεσμα. Αλλά για εμένα το συνολικό είναι πως με την Βάσω είχαμε την καλύτερη ομάδα ever. Πήραμε τόσα μετάλλια, ζήτσαμε τόσες όμορφες στιγμές με τον προπονητή μας τον Μανώλη τον Ρουμελιώτη, ήταν μια απίστευτη τετραετία για τον μπιτς βόλεϊ».
Και το επόμενο αγωνιστικό σου κεφάλαιο ήταν αυτό με την Μαρία Τσιαρτσιάνη
«Ναι ένα ακόμα όμορφο κεφάλαιο. Με την Μαρία περάσαμε δυσκολίες πολλές γιατί το 12 πήραμε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες ουσιαστικά στο πάρα πέντε γιατί και η Μαρία είχε έναν τραυματισμό και παλεύαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, με την πρόκριση στο Λονδίνο να κρίνεται για 20 πόντους. Μέσα από όλες αυτές τις δυσκολίες δυναμώνεις. Θα έλεγα ήταν πετυχημένη η πορεία με την Μαρία. Δεν το κλείσαμε τόσο καλά τον κύκλο μας γιατί κάποιες στιγμές στην ζωή σου αθλητική και μη παίρνεις κάποιες αποφάσεις που είναι αναγκαίες. Συνολικά η συνεργασία με την Μαρία τα 5 αυτά χρόνια ήταν πολύ καλή».
Έχεις ζήσει και τις χρυσές εποχές του μπιτς βόλεϊ, αλλά και τις άσχημες
«Ναι η αλήθεια είναι πως στην αρχή της καριέρας μου έζησα τα μεγαλεία και προς το τέλος είναι η πιο δύσκολες εποχές και από τότε που ξεκινήσαμε με την Πέννυ (Καραγκούνη) τα προβλήματα ήταν πολλά. Θα έλεγα πως ήταν τα πέτρινα χρόνια. Και για εμένα ήταν μια αλλαγή γιατί με την Πέννυ ξεκινήσαμε από το μηδέν γιατί η Πέννυ ήρθε από την σάλα, δεν είχε επαφή με το μπιτς βόλεϊ και πάντα χρειάζεται ένα διάστημα προσαρμογής για να μπορέσει ένας αθλητής να ανταπεξέλθει στην πραγματικότητα του μπιτς βόλεϊ. Με την Πέννυ φτάσαμε πολύ κοντά στην πρόκριση για το Τόκιο και αν την παίρναμε θα ήταν ένα θαύμα ενός εισαγωγικών. Γιατί μια χώρα σαν εμάς με τις συνθήκες που υπήρξαν και τις λιγοστές προετοιμασίες, εγώ επέστρεψα το 18 μετά την εγκυμοσύνη μου, χωρίς να έχουμε καθόλου πόντους, μηδέν. Το 19 τραυματίζομαι και εκεί πραγματικά μου κόπηκαν τα πόδια. Ο οποίος τραυματισμός ήταν λάθος προπονητών και το πλήρωσα ακριβά, για μένα το ότι επανήλθα ήταν μεγάλο στοίχημα για τον εαυτό μου, από έναν τραυματισμό που πολλοί έλεγαν πως δύσκολα μπορείς να επιστρέψεις».
Εσύ πίστεψες πως θα μπορούσες να επιστρέψεις;
«Ναι το πίστεψα, δεν ήθελα να σταματήσω, δεν ήθελα με τίποτα να σταματήσω τραυματισμένη. Ήθελα να επιστρέψω και δόξα τω Θεώ επέστρεψα και καλύτερα και από πριν. Είχα τους καλύτερους συνεργάτες δίπλα μου. Και θέλω να ευχαριστήσω τον γιατρό μου τον Νίκο τον Σούρα που με χειρούργησε δύο φορές, γιατί στην διάρκεια της αποκατάστασης γλίστρησα με τις πατερίτσες και έκανα και άλλο χειρουργείο, οπότε μιλάμε για διπλό χειρουργείο στον αχίλλειο. Αλλά είχα μετά τον Κώστα Ψαρωγιώργο τον φυσιοθεραπευτή μου και τον Γιώργο τον Βαβέτση που σε αυτούς τους δύο οφείλω την επιστροφή μου στα γήπεδα. Βέβαια δούλεψα πάρα πολύ και ακολουθούσα βήμα-βήμα τις οδηγίες, ήρθε και ο κορονοϊός και η παράταση και μπορέσαμε να διεκδικήσουμε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες μέσω του Continental. Δεν το καταφέραμε για λίγο αλλά νιώθω χαρούμενη που είμαι εκεί και μπόρεσα να το διεκδικήσω και να αποδείξω και στον εαυτό μου και σε όλους πως ποτέ δεν πρέπει να τα βάζεις κάτω και μέσα από όλες τις δυσκολίες μπορείς να βγάλεις κάτι καλό».
Πριν πάμε στον μικρό, θα ήθελα να ρωτήσω για το πόσο άνετα μπορεί να νιώθει μια αθλήτρια του μπιτς βόλεϊ παίζοντας με μαγιό, γνωρίζοντας πως τα βλέμματα είναι καρφωμένα επάνω τους;
«Προσωπικά εγώ δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Αν μου πεις να μπω στο στούντιο και να φωτογραφηθώ με μαγιό μπορεί να νιώθω πιο περίεργα. Αν μου πεις μπες στο γήπεδο με το μαγιό είναι σαν να πηγαίνω στην δουλειά μου, όπως το κάνει εσύ με τα ρούχα σου. Δεν το έχω δει ποτέ να σκεφτώ πως θα δουν, τι θα λένε, εγώ πάντα τα έσβηνα όλα και την ώρα που έπαιζα σκεφτόμουν μόνο τον αγώνα. Ήταν κάτι που δεν με ενόχλησε ποτέ. Και άλλωστε ούτε και εγώ προκαλούσα και δεν ήταν κάτι που έμπαινε στο μυαλό μου. Τώρα ο καθένας πως θα το δει είναι δικό του θέμα. Εγώ είμαι καλά με τον εαυτό μου, αγαπούσα το σώμα μου και ποτέ δεν ένιωσα ντροπή για το πως θα βγω και πως θα με βλέπουν οι άλλοι. Το θέμα είναι το πως βλέπεις εσύ τον εαυτό σου».
«Από το Beach Volley μόνο έχω κερδίσει»
Αν ήθελες να κάνεις έναν απολογισμό. Τι κέρδισες και τι έχασες από το μπιτς βόλεϊ;
«Θα πω μόνο τι έχω κερδίσει, γιατί το να είσαι αθλητής εθνικών ομάδων, να εκπροσωπείς την χώρα σου 22 χρόνια σχεδόν, να έχεις πάει σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες, να έχεις πάρει πρωταθλήματα Ευρώπης, να έχεις αποκτήσει τόσες πολλές εμπειρίες, να έχεις κάνει τόσα πολλά ταξίδια που ποτέ άλλοτε δεν είχες την δυνατότητα να κάνεις, να έχεις ζήσει συνολικά μια τόσο γεμάτη ζωή, σίγουρα στον απολογισμό τα θετικά είναι αυτά που κυριαρχούν. Δεν θα άλλαζα τίποτα από όσα έχω κάνει, από όσα έχω ζήσει. Δεν θα άλλαζα ποτέ την ταυτότητά μου σαν αθλήτρια και πάντα θα δηλώνω αθλήτρια του μπιτς βόλεϊ και είναι το άθλημα που αγαπώ όσο τίποτα άλλο».
Πάμε τώρα στο πιο σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σου που είναι ο μικρός. Πόσο δύσκολη ή εύκολη ήταν η απόφαση να πεις πως σταματάω τον πρωταθλητισμό για να γίνεις μάνα;
«Εγώ από το 2003 που παίζω στα Παγκόσμια μέχρι και το 2016 που σταμάτησα δεν έχασα ούτε μία σεζόν. Ταξίδευα συνέχεια, άλλαξα τρεις συμπαίκτριες, πήγε σε τρεις Ολυμπιακούς Αγώνες, είχα κάνει έναν αρκετά μεγάλο τίτλο και ήταν η ώρα για εμένα συνειδητά να σταματήσω να κάνω παιδί»
Ήταν εύκολο δηλαδή, δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις;
«Εύκολο δεν ήταν να σου πω την αλήθεια. Το 2016 που τελειώσαμε την σεζόν με την Πέννυ ήμασταν αρκετά ψηλά στο ταμπλό και ας συνεχίζαμε ενδεχομένως να μιλούσαμε για το Τόκιο να ήμασταν μέσα. Αλλά ήταν η ώρα για εμένα να κάνω ένα μπρέικ γιατί ήταν πολλά τα χρόνια».
«Είχα αποφασίσει να κάνω παιδί»
Ήταν η ώρα για μπρέικ ή είχες αποφασίσει να κάνεις ένα παιδί;
«Το είχα αποφασίσει, το ήθελα, ήταν συνειδητή απόφαση να σταματήσω και να κάνω παιδί. Ας πούμε πως ήταν εύκολη γιατί είχα κάνει έναν μεγάλο αθλητικό κύκλο»
Υπάρχει και ο σύζυγος που θα ήθελε και αυτός ένα παιδί
«Ναι ναι φυσικά (γελάει), οπότε από κοινού το αποφασίσαμε και εγώ ήμουν έτοιμη να περάσω σε αυτό το στάδιο και το επόμενο βήμα στη ζωή μου».
Και γεννιέται ο μικρός. Τότε υπήρξαν σκέψεις να τα παρατήσεις;
«Είχα πει και το 2016 όταν αποφάσισα να σταματήσω πως βάζω άνω τελεία και όχι τελεία. Ήθελα μέσα μου να συνεχίσω να παίζω. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ρόδινα να σταματήσεις να κάνεις ένα παιδί και αμέσως να επιστρέψεις. Όχι όπως ο άνδρας που γίνεται αμέσως. Σε εμάς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Για 9 μήνες κυοφορείς και μόλις γεννήσεις χρειάζεται ο χρόνος να επανέλθεις σε αγωνιστική δράση. Οπότε γέννησα τον Μάιο του 2018 και δύο μήνες μετά άρχισε και πάλι το μικρόβιο του αθλητισμού να κάνει την εμφάνισή του. Τις πρώτες μέρες δεν μπορείς γιατί αφιερώνεσαι στο παιδί και ξεκίνησα στους 2.5 μήνες το γυμναστήριο και τον Νοέμβριο του 2018 παίζουμε με την Πέννυ τον πρώτο μας αγώνα στο εξωτερικό».
«Δύσκολη η περίοδος της επιστροφής μου ενώ ήμουν μητέρα. Μου έλειπε πολύ ο ύπνος»
Πως ήταν όλο αυτό το διάστημα; Από το πρώτο ξεκίνημα με τις προπονήσεις, μέχρι να πας στο εξωτερικό για αγώνα; Πόσο εύκολο ήταν να είσαι μια νέα μάνα και να ξεκινήσεις πάλι πρωταθλητισμό και όχι απλά αθλητισμό.
«Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος γιατί ουσιαστικά καλείσαι μέσα από ξενύχτια, άυπνη να μπορείς να πηγαίνεις να κάνεις προπονήσεις και μάλιστα διπλές για να μπορέσεις να επανέλθεις και ταυτόχρονα να θηλάζεις και η κούραση να είναι τρελή. Νομίζω πως όταν έλεγα προ του παιδιού πως είμαι κουρασμένη, κάτι δεν υπολόγιζα σωστά. Μέχρι να δεις πόσες δυνάμεις έχεις, αν δεν τις εξαντλήσεις δεν ξέρεις μέχρι που μπορείς να φτάσεις. Ξυπνούσα συνέχεια το βράδυ, το πρωί πήγαινα στην προπόνηση και με ρωτούσε ο προπονητής πόσο κοιμήθηκα. Ωστόσο προσπαθούσα στις δύο με τρεις ώρες της προπόνησης να είμαι εκεί και σιγά-σιγά μπαίνεις σε ένα πρόγραμμα μετά από κάποιο διάστημα και συνηθίζεις να μην κοιμάσαι πολύ. Και το 2018 η μεγαλύτερη δυσκολία δεν ήταν τόσο ο ύπνος και η κούραση. Αυτά τα άντεξα, αλλά ήταν τα ταξίδια. Αυτό είναι κάτι που ήταν αγκάθι για μένα».
«Πολύ άγχος στα πρώτα μου ταξίδια. Έφευγα και με έπιαναν τύψεις που τον αφήνω»
Πως ήταν τα πρώτα ταξίδια ως νέα μάνα;
«Μιλάμε για τρελό άγχος. Το πρώτο ταξίδι το έκανα τον Νοέμβριο του 2018 και πήραμε το χρυσό μετάλλιο με την Πέννυ σε ένα μονάστερο τουρνουά στη Σλοβενία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως ξυπνούσα το βράδυ και έμπαινα στην κάμερα να δω τον μικρό να κοιμάται. Πολύ άγχος και είναι αυτό που νιώθουν οι μανάδες πως φεύγεις και σε πιάνουν οι τύψεις που έχεις αφήσει το παιδί. Τι θα γίνει, πως θα αντεπεξέλθει και ο μπαμπάς γιατί το μωρό ήταν 7 μηνών όταν πήγα το πρώτο ταξίδι. Ήταν πολύ δύσκολο το πρώτο ταξίδι, είχα βοήθεια βέβαια από τον σύζυγό μου βέβαια, αλλά και από φίλους. Μια φίλη με βοηθούσε και ερχόταν βράδια να κοιμήσει τον υιό μου γιατί ο μπαμπάς ακόμα δεν είχε μπει στο πρόγραμμα, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα. Βέβαια ακόμα και τώρα απορώ πως το 2018 έκανα συνολικά 18 ταξίδια και έλειψα κάποια ταξίδια 10 και 12 ημέρες».
Υπήρχε κάποιο ταξίδι που σε δυσκόλεψε περισσότερο; Που να είπες πως δεν αντέχεις άλλο και θες να δεις τον μικρό;
«Αυτό συνέχεια το έλεγα, αλλά υπάρχει μια αυτοματοποιημένη διαδικασία όταν μπαίνεις και παίζεις τα ξεχνάς όλα. Με το που τελειώνεις, χάνουμε έχουμε αποκλειστεί από το τουρνουά ή τελείωσε το τουρνουά, το πρώτο πράγμα που κοιτούσα είναι το πως θα αλλάξουμε πτήσεις να γυρίσω πίσω. Ήταν κάτι που πάντα υπάρχει στο μυαλό σου. Τελείωνα τον αγώνα και πάντα έκανα βίντεο κλήση για να δω τον μικρό. Να μου πουν πως όλα είναι καλά, να μα καθησυχάσουν. Αλλά το μυαλό σου είναι πάντα εκεί. Ας πούμε εγώ πάντα είχα φόβο με τα αεροπλάνα, μετά το παιδί αυτός ο φόβος μεγάλωσε γιατί σκεφτόμουν να φτάσω εκεί που είναι οι αγώνες υγιής και μετά γρήγορα να φτάσω στο παιδί μου. Είναι κάτι που δεν περνάει και όσο μεγαλώνει ο γιος μου είναι και πιο δύσκολο».
Τώρα που έχει μεγαλώσει και σου μιλάει, τι σου λέει;
«Μου λέει συνέχεια πως δεν θέλει να φεύγω. Από την άλλη του αρέσει όταν πάω να παίξω μπιτς βόλεϊ, γιατί τον έπαιρνα και στις προπονήσεις και τον είχα πάρει και κάποια ταξίδια το 2018 γιατί δεν γινόταν να τον αφήσω και είχε έρθει μαζί μου σε πέντε ταξίδια και μπορεί να μην θυμάται, αλλά για εμένα ήταν μεγάλη δύναμη που τον είχα δίπλα μου. Τώρα χαίρεται όπως είχε έρθει φέτος στον τελικό του πανελληνίου πρωταθλήματος. Του αρέσει και τώρα καταλαβαίνει που βλέπει την μαμά που παίζει. Ξέρει με ποιον παίζω, ποιος είναι ο προπονητής μου και αναγνωρίζει τα πάντα».
«Θέλει να παίζουμε μαζί βόλεϊ»
Του αρέσει το άθλημα;
«Ναι ναι του αρέσει και θέλει να παίζουμε μαζί. Μου λέει “μαμά πάμε στο σαλόνι να παίξουμε μπιτς βόλεϊ”. Αλλά από την άλλη μου λέει “δεν θέλω να φεύγεις μαμά” και εκεί είναι που πραγματικά έτσι το σκέφτομαι περισσότερο».
Πως είναι η καθημερινότητα μιας πρωταθλήτρια πριν το παιδί και με το παιδί;
«Προ παιδιού ήταν τελείως διαφορετικά. Μπορούσες να κάνεις ότι θες, να κάνεις τις προπονήσεις σου, να έχεις τον χρόνο ξεκούρασης, να μην έχεις το άγχος για τα ταξίδια και πόσο θα λείψεις.
Εντάξει υπήρχε ο σύζυγος από τότε, αλλά είναι διαφορετικό όταν έχεις παιδί. Άλλη η κούραση. Έλεγα πως ήμουν κουρασμένη αλλά καμία σχέση.
Μόλις γεννήθηκε το παιδί άλλαξαν όλα, η καθημερινότητά μου, έκανα προπόνηση και αμέσως πήγαινα γυμναστήριο γιατί έπρεπε να τελειώσω και να γυρίσω σπίτι. Άλλαξε όλο το πρόγραμμα μου».
«Μεγάλο το άγχος και μεγάλη και η χαρά»
Δηλαδή ποια ήταν μια μέρα της Βίκυς Αρβανίτη μόλις γεννήθηκε το παιδί; Της πρωταθλήτριας ξανά τονίζω.
«Ξενύχτια το βράδυ από τους πρώτους μήνες, σηκωνόμουν τουλάχιστον δύο με τρεις φορές μέσα στη νύχτα. Την ημέρα το πρώτο διάστημα ήμουν στο σπίτι με το μωρό και έφευγα για δύο ώρες το πολύ γυμναστήριο γιατί έπρεπε να θηλάσω και ήμουν μέσα στο άγχος και το ρολόι, με το τηλέφωνο ανοικτό και στο χέρι για το αν χρειαστεί κάτι.
Όσο μεγάλωνε ήταν καλύτερα και από το Σεπτέμβριο μπήκα και στο γήπεδο, μετά ήρθε και ο Βραζιλιάνος (Τίε Σαντάνα) και ξεκινήσαμε πιο εντατικά τις προπονήσεις, είχα πάντα κάποιον σπίτι να με βοηθάει γιατί η μάνα μου δούλευε και δεν μπορούσε να με βοηθήσει.
Όλο αυτό το διάστημα ήταν ένα διάστημα με άγχος αλλά και πολλή χαρά. Ήμουν πολλή χαρούμενη που έγινα μητέρα, το ήθελα πολύ και μπορούσα να κάνω και αυτό που τόσο αγαπάω ταυτόχρονα».
Και φτάσαμε στην Κρήτη που ήταν εκεί και σε είδε να κατακτάς το πρωτάθλημα
«Με έβλεπε σε προπονήσεις και μου έλεγε πάντα “καλή επιτυχία μαμά”, μου έστελνε φιλιά και με εμψύχωνε και μου άρεσε που ήταν εκεί και είχε αυτές τις παραστάσεις τώρα που καταλαβαίνει κιόλας».
Εσύ στους τελικούς έριχνες κλεφτές ματιές να τον δεις;
«Εννοείται πως το έκανα. Πάντα ήξερα που βρισκόταν και ναι μεν προσπαθώ πάντα να είμαι συγκεντρωμένη όταν αγωνίζομαι, αλλά πάντα στις αλλαγές γηπέδου ή πριν κάποιο σερβίς τον κοιτούσα».
«Μαύρη περίοδος όταν τραυματίστηκα και δεν μπορούσα ούτε να αλλάξω το παιδί»
Και σε μια καριέρα με τόσες χαρές, ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή;
«Η μόνη στενάχωρη στιγμή ήταν όταν τραυματίστηκα γιατί έμεινα έξι μήνες με ένα παιδί ενάμιση έτους με πατερίτσες να μην μπορώ να περπατήσω, να μην μπορώ να αλλάξω το παιδί.
Και μετά φυσιοθεραπείες γιατί ήταν ένας πολύ δύσκολος τραυματισμός. Αυτή ήταν η μαύρη περίοδος γιατί μέσα μου ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω, αλλά σκεφτόμουν πως θα αντεπεξέλθει το πόδι μου και φέτος ένιωσα πολύ καλά».
Θα ήθελα κλείνοντας να πεις τι είναι το μπιτς βόλεϊ για εσένα
«Για εμένα είναι τρόπος ζωής. Γενικά ο αθλητισμός και ειδικά το μπιτς βόλεϊ, ένα άθλημα που εκπροσωπώ τα τελευταία 21 με 22 χρόνια. Με το που μπαίνεις μέσα τα ξεχνάς όλα.
Νιώθεις αυτή την ενέργεια του κόσμου ειδικά όταν παίζεις στο εξωτερικό που τα γήπεδα είναι γεμάτα. Κάτι Αυστρίες που μπαίνεις στο κεντρικό γήπεδο και ο κόσμος σου δίνει πνοή να συνεχίσεις για 10 χρόνια. Είναι απίστευτη εμπειρία, ζω γι' αυτό το πράγμα και να ακούς και ελληνική μουσική. Ό,τι και να γινόταν πάλι μπιτς βόλεϊ θα έπαιζα, δεν θα το άλλαζα με τίποτα».