Η Ρομπέρτα «Μπόμπι» Γκιμπ είχε ένα όνειρο, σε μια χρονική περίοδο γεμάτη προκαταλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας και ειδικά με την ενασχόλησή της με τον αθλητισμό.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η 23χρονη έστελνε αίτημα συμμετοχής στον μαραθώνιο της Βοστώνης του 1966.
«Οι γυναίκες δεν είναι φυσιολογικά ικανές να τρέξουν έναν μαραθώνιο» ήταν η απάντηση που λάμβανε από τους διοργανωτές.
Αυτό δεν πτόησε την Μπόμπι Γκιμπ να βάλει στόχο να τρέξει στον παλαιότερο μαραθώνιο στον κόσμο, έναν αγώνα που γεννήθηκε το 1897.
Μεγαλωμένη στα προάστια της Βοστώνης δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ τον μαραθώνιο της πόλης της, μέχρι που ο πατέρας της την πήρε για να τον δει το 1964.
«Το ερωτεύτηκα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κινήθηκαν με τόση δύναμη, θάρρος, αντοχή και ακεραιότητα. Κάτι βαθιά μέσα μου μού έλεγε ότι θα έτρεχα αυτόν τον αγώνα, αυτό έπρεπε να κάνω» σκέφθηκε η Γκιμπ.
Όμως θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής.
«Μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι ήταν απλά χαρούμενοι που επέστρεφαν στην κανονικότητα, αυτό για τις γυναίκες σήμαινε πως η ζωή τους βρισκόταν στην κουζίνα, με τις ωραίες κουρτίνες και να πλένουν πιάτα. Ήθελα να αλλάξω την κοινωνική συνείδηση για τις γυναίκες, αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω στην αρχή» θυμάται η Γκιμπ.
Και ο μαραθώνιος της Βοστώνης αποτέλεσε το έναυσμα. «Συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία μου να αλλάξω τη λανθασμένη πεποίθηση για τις γυναίκες» εξηγεί η ίδια.
Από τη Ρεβίθη μέχρι την εκστρατεία ενάντια στις γυναίκες
Γυρνώντας αρκετά πίσω στον χρόνο, υπάρχουν γυναίκες που τα ονόματά τους θα έπρεπε να μνημονεύονται στις ημέρες μας, όμως έχουν παραδοθεί στη λήθη.
Όπως η Σταμάτα Ρεβίθη, η οποία στις 11 Απριλίου 1896, μία ημέρα μετά τον μαραθώνιο των 1ων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, κάλυψε μόνη της τη διαδρομή από τον Μαραθώνα στην Αθήνα σε πέντε ώρες και 30 λεπτά. Όμως λεπτομέρειες για τη ζωή της δεν υπήρξαν και η ιστορία της ξεθώριασε στο πέρασμα των δεκαετιών.
Τριάντα χρόνια αργότερα, στα 1926, η Βρετανίδα Βιολέτ Πιρς έτρεξε ανεπίσημα τον μαραθώνιο του Λονδίνου σε 3ώρ.40:22 και ολοκλήρωσε επίσημα άλλους δύο μαραθώνιους το 1933 και το 1936, θέλοντας να δείξει πως οι γυναίκες μπορούσαν να τρέξουν την απόσταση.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928 στο Άμστερνταμ, για πρώτη φορά εννέα γυναίκες βρέθηκαν στην εκκίνηση των 800μ.
Αμέσως άρχισε μια εκστρατεία σε βάρος τους.
Οι New York Times έγραψαν ότι «έξι από τις εννέα δρομείς ήταν εντελώς εξαντλημένοι και έπεσαν με τα κεφάλια στο έδαφος», η Montreal Star συμπλήρωσε ότι ο αγώνας ήταν «πέρα από τις δυνάμεις αντοχής των γυναικών» και η Daily Mail έφθασε στο συμπέρασμα πως «αν οι γυναίκες έτρεχαν πάνω από 200 μέτρα, θα γερνούσαν πρόωρα». Αποτέλεσμα των παραπάνω, τα 800μ. γυναικών να γίνουν ξανά σε Ολυμπιακούς Αγώνες έπειτα από 32 χρόνια!
Η προετοιμασία της Μπόμπι
Πίσω στην Μπόμπι Γκιμπ. Άρχισε να προπονείται για τον μαραθώνιο της Βοστόνης το 1964, επιλέγοντας τοποθεσίες που θα την προστάτευαν από τα επικριτικά βλέμματα.
«Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχα προπονητή, βιβλία, τίποτα. Δεν είχα τρόπο να μετρήσω την απόσταση, οπότε απλά πήγαινα με την ώρα».
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με το φορτηγό Volkswagen της οικογένειά της αποφάσισε να διασχίσει τις ΗΠΑ και από τις ανατολικές ακτές να βρεθεί στις δυτικές. Ήταν και μια μεγάλη ευκαιρία να συνεχίσει τις προπονήσεις της.
«Τη νύχτα κοιμόμουν κάτω από τον ουρανό και κάθε μέρα έτρεχα σε διαφορετικό μέρος. Αυτή ήταν η προπόνησή μου για τον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1966» θυμάται η Γκιμπ.
Λίγους μήνες πριν από τον μαραθώνιο, έκανε αίτηση για να είναι ανάμεσα τους 540 δρομείς, που θα ξεκινούσαν τελικά τον αγώνα, αλλά έλαβε την επιστολή απόρριψης. Όμως δεν άλλαξε το σχέδιο και το όνειρό της.
Η ημέρα του αγώνα
Στις 19 Απριλίου 1966 η μητέρα της την οδήγησε στη γραμμή εκκίνησης, ο πατέρας της ήταν αντίθετος με το εγχείρημά της.
«Ο μπαμπάς μου νόμιζε ότι ήμουν τρελή, αρνήθηκε να έρθει. Φορούσα τη βερμούδα του αδερφού μου, ένα μαγιό από κάτω και ένα μεγάλο φούτερ με κουκούλα, για να καλύψω τα μαλλιά μου».
Κρύφτηκε σε θάμνους και μετά την εκκίνηση, αφού πρώτα πέρασαν οι πρώτοι δρομείς, ανακατεύτηκε με το πλήθος.
«Πολύ γρήγορα οι άντρες πίσω μου κατάλαβαν ότι ήμουν γυναίκα, ένιωθα νευρική, δεν ήξερα τι θα συμβεί. Σκέφτηκα ότι μπορεί να με συλλάβουν». εξιστορεί η ίδια.
Όμως η Γκιμπ δέχθηκε ένα κύμα αλληλεγγύης. Όταν χρειάστηκε να βγάλει το φούτερ για να μην υποφέρει από τη ζέστη, φοβήθηκε πως θα αποβληθεί από τον αγώνα.
«"Δεν θα τους αφήσουμε"» ήταν η διαβεβαίωση των ανδρών που έτρεχαν μαζί της . «Αυτοί οι τύποι ήταν υπέροχοι, αισιόδοξοι, φιλικοί και προστατευτικοί· ήταν σαν τα αδέρφια μου», θυμάται η Γκιμπ.
Η εικόνα να τρέχει μια γυναίκα στον μαραθώνιο, στη στιγμή άρχισε να διαδίδεται μέσα από τα ραδιοφωνικά δελτία. Έξω από το Wellesley College, ένα πανεπιστήμιο γυναικών στη διαδρομή, ξέσπασε πανδαιμόνιο. Εκατοντάδες γυναίκες την αποθέωσαν.
«Οι γυναίκες έκλαιγαν και πηδούσαν πάνω κάτω. Η μία φώναζε συνέχεια "Ave Maria, Ave Maria". Ήταν μια συγκινητική στιγμή» λέει η Γκιμπ.
Πέρασε το σημείο τερματισμού σε 3ώρ.21:40, ήταν ταχύτερη από τα δύο τρίτα των διαγωνιζόμενων, ήταν η πρώτη γυναίκα που έτρεχε και τερμάτιζε στον ιστορικό αγώνα.
Την υποδέχθηκε θερμά ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, μετά τις συνεντεύξεις η ομάδα ανδρών με τους οποίους έτρεχε την προσκάλεσε να τους ακολουθήσει για το παραδοσιακό γεύμα, αλλά καθώς έφτασαν στην πόρτα, απαγορεύτηκε η είσοδός της, «συγγνώμη, μόνο άνδρες» ήταν τα λόγια που άκουσε.
Στη «σκιά» της Σβίτζερ
Η Γκιμπ έτρεξε ξανά στον μαραθώνιο της Βοστώνης το 1967 και το 1968, όπου συνολικά συμμετείχαν πέντε γυναίκες.
Ο αγώνας το 1967 πέρασε στην ιστορία με μια άλλη γυναίκα, την 20χρονη Κάθι Σβίτζερ, που έγινε δεκτή δηλώνοντας στην αίτηση συμμετοχής τα αρχικά της «ΚV», προφανώς οι διοργανωτές θεώρησαν ότι είχε σταλεί από άνδρα.
Όταν ανακάλυψαν το πραγματικό της φύλο και λίγα χιλιόμετρα μετά την εκκίνηση ο διευθυντής τού αγώνα Τζοκ Σεμπλ προσπάθησε να της αφαιρέσει τον αριθμό.
Εκείνη η στιγμή αποθανατίστηκε, η Σβίτζερ συνέχισε τον αγώνα της, τερματίζοντας μια ώρα πίσω από την Γκιμπ, είχε όμως περάσει στην ιστορία και για πολλούς υπήρξε η λανθασμένη αντίληψη, πως αυτή ήταν η πρώτη που έτρεξε στον μαραθώνιο της Βοστώνης.
«Η Σβίτζερ ήταν στην πραγματικότητα η δεύτερη γυναίκα, στο δεύτερο έτος, αυτού που σήμερα ονομάζεται γυναικείο πρωτοποριακό τμήμα Μαραθωνίου της Βοστώνης» είναι η άποψη της Γκιμπ.
Από το 1972 οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να συμμετέχουν ελεύθερα στον αγώνα. Η Γκιμπ είχε ανάψει το «φυτίλι», συνέχισε να ασχολείται με το τρέξιμο, όμως επέλεξε διαφορετική πορεία στη ζωή της.
Το 1969 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια με σπουδές στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά. Άρχισε να εργάζεται στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης ενώ παρακολουθούσε μαθήματα νομικής.
Άσκησε τη δικηγορία για 18 χρόνια πριν επιστρέψει στην επιστημονική έρευνα, αυτή τη φορά στην κυτταρική μοριακή βιολογία με επίκεντρο τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
H αθλητική της δικαίωση καθυστέρησε. Μόλις το 1996 αναγνωρίστηκε ως τρεις φορές νικήτρια του μαραθώνιου της Βοστώνης, παίρνοντας τα μετάλλια.
Το 2016, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη της συμμετοχή, η νικήτρια του αγώνα, Ατσέμπε Μπαΐσα από την Αιθιοπία της χάρισε το τρόπαιό της, μαθαίνοντας την ιστορία της.
«Πάντα πάλευα ενάντια στα ψεύτικα μηνύματα. Η αλήθεια μας ελευθερώνει. Τότε δεν επιτρεπόταν στους άντρες να έχουν συναισθήματα και στις γυναίκες να έχουν μυαλό. Τι γίνεται αν ένας άντρας θέλει να πλέκει; Είναι λιγότερο άνδρας; Όχι. Τι γίνεται αν μια γυναίκα θέλει να οδηγήσει ένα φορτηγό; Είναι λιγότερη γυναίκα; Όχι. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι αυτοί που θέλουν να είναι» είναι το μήνυμα της Μπόμπι Γκιμπ.