«Τριετές συμβόλαιο, μεν, αλλά…»
Η επιστροφή του Νικ Καλάθη στον Παναθηναϊκό, το καλοκαίρι, του 2015, ήταν φρονώ η μεγαλύτερη στιγμή του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, στα 10 χρόνια από τότε που κληρονόμησε τα κλειδιά του μαγαζιού: ένα πραγματικό φιλί ζωής στην ομάδα. Εάν δεν μου παίζει περίεργο παιχνίδι η μνήμη, το «ντιλ» έγινε σε εποχή βαθιάς ύφεσης και κόστισε 6,5 εκατομμύρια ευρώ για μία τριετία, ποσό συγκρίσιμο με το συμβόλαιο του Καλάθη στους Γκρίζλις.
Υπήρχαν όμως και άλλες παράμετροι, που γέμιζαν με αγκάθια τον δρόμο της επιστροφής: ο Γιαννακόπουλος είχε μόλις ανοίξει το μέτωπο με τον Σπανούλη που έμελλε να εξελιχθεί σε δικαστικό σήριαλ, ο Καλάθης αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο βαριάς τιμωρίας για ντόπινγκ, ο Παναθηναϊκός προερχόταν από απώλεια του εγχώριου σκήπτρου, η καρέκλα του προπονητή έμοιαζε ηλεκτροφόρα με τέσσερις αλλαγές σε μία διετία, η θάλασσα έμοιαζε επικίνδυνα με τέλμα.
Πάνω απ’ όλα, η άλλοτε κραταιά ομάδα χρειαζόταν ένα σταθερό σημείο αναφοράς για να περάσει ομαλά στην μετά τον Δημήτρη Διαμαντίδη εποχή. Όταν ο Καλάθης επέστρεψε στο ΟΑΚΑ, βρήκε τον βετεράνο αρχηγό στο κατώφλι της εξώπορτας, αφού η αντίστροφη μέτρηση της καριέρας του είχε ξεκινήσει. Το αόρατο περιβραχιόνιο ο Ελληνοαμερικανός το παρέλαβε έναν χρόνο αργότερα και το τίμησε μέχρι το καλοκαίρι του 2020, πέντε ολόκληρα χρόνια δίπλα στα τρία της νιότης του (2009-12).
Σε αυτή την πενταετία, ο Νικ Καλάθης υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος μίας ομάδας που δίχως αυτόν θα δυσκολευότανα να ξεφύγει από τα κατώτερα στρώματα της ευρωπαϊκής μπασκετόσφαιρας. «Δυστυχώς δεν μπορούμε να σε πληρώσουμε», ήταν το μήνυμα που έλαβε ο αθλητής στο τέλος της λειψής σεζόν 2019-20. «Ούτε να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες σου», θα μπορούσε να προστεθεί στο υστερόγραφο, που ήταν σημαντικότερο και από το κυρίως κείμενο.
Ο Καλάθης έφυγε για τη Βαρκελώνη σε αναζήτηση ευρωπαϊκών τροπαίων και ο Παναθηναϊκός ξέμεινε έκτοτε να κολυμπάει σε πολύ ρηχά νερά, με μοναδική παρηγοριά το εγχώριο νταμπλ που κέρδισε ελλείψει Ολυμπιακού το 2021.
Ο Νικ Καλάθης κατέφτασε στην Αθήνα από το Μέμφις σε ηλικία 26 ετών και χάρισε στον «τριφύλλι» τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Όταν αποχώρησε για τη Βαρκελώνη, όπου τον περίμενε ο άλλοτε συμπαίκτης του Σάρας, ήταν πλέον μέγεθος μεγαλύτερο από τον Παναθηναϊκό του 2020. Εν έτει 2022, η παραπάνω αναλογία δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα, τουλάχιστον όχι προς την κατεύθυνση που θα βόλευε τους «πρασίνους».
Η προσφορά που φημολογείται ότι κατατέθηκε προς την πλευρά του παίκτη είναι οικονομικά τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής και του μαγαζιού, αλλά ο ρημαδιασμένος ο αστερίσκος που λέγαμε είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Τριετές συμβόλαιο μεν, σε μία ομάδα που μετράει δέκα χρόνια μακριά από την ευρωπαϊκή κορυφή δε.
H άρνηση ήταν σχεδόν βέβαιη. Και γιατί να δεσμευθεί ένας τοπ παίκτης μέχρι τα 36 του στον 16ο της περυσινής βαθμολογίας; Στο μπάσκετ του 2022, όπου όλα αρχίζουν και τελειώνουν στους γκαρντ (με την ανταμοιβή που αυτό συνεπάγεται), ο Καλάθης ξέρει ότι θα βρει στην αγορά καλύτερη προοπτική από μία τρίτη παλιννόστηση στην πατρίδα του πατέρα του.
Ο κυνικός θα θυμηθεί την απίστευτη γκρίνια της εξέδρας τον καιρό που ο Νικ φορούσε στα πράσινα, αλλά χώρος για τον κυνικό δεν υπάρχει πλέον στο ΟΑΚΑ. Ιδίως τώρα που ο «αιώνιος εχθρός» απομακρύνεται στον ορίζοντα. Μήπως θα βρει καλύτερο παίκτη από τον Καλάθη ο Παναθηναϊκός εκεί έξω; Όχι βέβαια.
Η επίκληση στο συναίσθημα μπορεί να είναι χρήσιμη όταν υπάρχει το ανάλογο περιτύλιγμα (όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Ολυμπιακού με τον Kώστα Σλούκα), αλλά είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι παίκτες που θα επέλεγαν μία ασύμφορη λύση με κριτήριο το οπαδιλίκι. Ο Καλάθης δεν ήταν ποτέ τέτοιος ούτως ή άλλως. Ούτε πούλησε ποτέ παπατζιλίκι τύπου Χέζονια.
Ο Παναθηναϊκός του 2022, με τις μειωμένες οικονομικές δυνατότητες και την άδεια φετινή τροπαιοθήκη, είναι υποχρεωμένος να τζογάρει σε στοιχήματα με δυνητικά καλή απόδοση (όπως ο αξιόλογος Πάρις Λι αλλά και ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης) ή να πληρώσει υπεραξίες για να δελεάσει κάποιους διστακτικούς.
Ο ικανός Ντέγιαν Ράντονιτς τα κατάφερε καλά όποτε χρειάστηκε να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Υποψιάζομαι ότι στην πορεία του καλοκαιριού θα ακουστούν και άλλα ονόματα με την κατήληξη –ιτς στο ΟΑΚΑ, ώστε να υιοθετηθεί με περισσότερη σαφήνεια το σερβικό μοντέλο, κάτι σαν Πράσινος Αστέρας.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι η αποχώρηση του Νεμάνια Νέντοβιτς ήταν καταστροφική εξέλιξη για τους «πρασίνους». Ο Σέρβος μπορεί να υστερούσε στην άμυνα ή να έπαιζε για τα στατιστικά του όποτε απογοητευόταν, αλλά ήταν το (μοναδικό) έμβολο που -σε αγώνες υψηλών απαιτήσεων- μετέτρεπε τον Παναθηναϊκό από καλούτσικη σε πολύ καλή ομάδα.
Η ευπάθειά του τον έκανε οικονομικά προσιτό, αλλά αυτό ήταν εξαρχής μέρος της εξίσωσης – ειδάλλως ο Νέντοβιτς θα έπαιζε σε σύλλογο πρωταθλητισμού και δεν θα έμενε ποτέ στο ράφι με τα αζήτητα. O Γιαννακόπουλος άφησε να εννοηθεί ότι η φυγή του Νέντοβιτς ήταν κολπάκι των μάνατζερ, αλλά ο ίδιος ο παίκτης δήλωσε πικραμένος ότι «υπήρχε τρόπος να βρεθεί καλύτερη λύση».
Μπορεί ο Παναθηναϊκός να βρει αντικαταστάτη που να είναι πιο γερός και πιο νέος (και να μη κάνει και του κεφαλιού του σε κρίσιμα θέματα όπως ο εμβολιασμός για τον Covid-19), Γκριγκόνις υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω, αλλά baller σαν τον Νέντοβιτς, διατεθειμένο να φορέσει τη φανέλα του, δύσκολα θα ξαναβρεί.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.